Γυναίκα στη σκιά μπροστά σε παγωμένη λίμνη
φωτο: Αλέξιος Μάινας

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ
(Αποσπάσματα από το -εν προόδω- ομώνυμο μυθιστόρημα
του Σταμάτη Πολενάκη)

~.~

ΠΙΣΤΕΨΕ ΜΕ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΕΣΕ. Δεν μπορούσα άλλο να ζήσω, έγραψε η Μαρίνα Τσβετάγιεβα στον γιο της Μουρ, αποχαιρετώντας τον. Η Μαρίνα που κάποτε, σε μια μακρινή ζωή, σ’ έναν άλλο κόσμο, είχε αγαπήσει τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε, παράφορα, χωρίς ποτέ της να τον συναντήσει. – Με φτερουγίσματα αγγιζόμαστε – της είχε γράψει ο μεγάλος ποιητής αλλά η Μαρίνα επέστρεψε στη Ρωσία επειδή τη βασάνιζε μια νοσταλγία αβάσταχτη και η γενέθλια γη την τραβούσε σαν ένας ακατανίκητος σκοτεινός μαγνήτης, αν και σε μια σύντομη συνάντησή τους τον Ιούνιο του 1935, στο Παρίσι, ο τρομοκρατημένος Παστερνάκ προσπάθησε να την προειδοποιήσει, μάταια. Μη γυρίσεις στη Ρωσία, Μαρίνα. Κάνει κρύο, ανυπόφορο κρύο, της είχε πει, αλλά εκείνη επέστρεψε και το τέλος της υπήρξε δραματικό. Ξέρουμε ότι ο σύζυγός της εκτελέστηκε και η κόρη της χάθηκε για πολλά χρόνια στην εξορία. Δεν τους ξαναείδε ποτέ. Μάταια ικέτευε δεξιά και αριστερά για μια δουλειά που θα της επέτρεπε να επιβιώσει τουλάχιστον.

Το καλοκαίρι του ’41 ο Παστερνάκ την αποχαιρέτησε στην πολύβουη αποβάθρα του σιδηροδρομικού σταθμού της Μόσχας ανάμεσα στο χάος του πολέμου και στις τρομακτικές φήμες που έφθαναν από παντού για τον φοβερό εχθρό που πλησίαζε και για τον Κόκκινο στρατό που υποχωρούσε. Ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπε ο ένας τον άλλον. Η Μαρίνα πήρε το τρένο για το Τσιστοπόλ, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη Μόσχα, ακολουθώντας τον τρομοκρατημένο πληθυσμό που εκκένωνε βιαστικά την πρωτεύουσα. Τελικά, το μόνο που της επέτρεψαν ήταν να πλένει πιάτα σε μια άθλια καντίνα συγγραφέων. Σας παρακαλώ πολύ να με προσλάβετε για τη δουλειά της λαντζέρισσας στην καντίνα του Λιτφόντ που πρόκειται ν’ ανοίξει, έγραφε σε μια επιστολή στο τοπικό Σοβιέτ. Ολομόναχη και απελπισμένη, την ώρα που τα ναζιστικά στρατεύματα προέλαυναν στα βάθη της Σοβιετικής Ένωσης και ο κόσμος ολόκληρος γκρεμιζόταν σε ερείπια, έδωσε ένα τέλος στη βασανισμένη ζωή της. Αυτές οι απώλειες στο σύμπαν, Μαρίνα, τα αστέρια που γκρεμίζονται!, ήταν η τελευταία φράση που ψιθύρισε με φωνή πνιγμένη από τον άνεμο. Την έθαψαν την επόμενη κιόλας μέρα, βιαστικά σ’ έναν τάφο ανώνυμο χωρίς καν ένα σημάδι.

Ούτε εκείνη, ούτε ο Παστερνάκ κατάφεραν ποτέ να επισκεφθούν, όπως ονειρεύονταν, τον Ρίλκε στην Ελβετία. Η ζωή έγινε καλύτερη, η ζωή έγινε πιο χαρούμενη, ήταν το  σύνθημα εκείνης της εποχής όπως το είχε διατυπώσει σε μια διάσημη ομιλία του ο Στάλιν. Όλα αυτά συνέβησαν πριν από πολλά χρόνια, πριν ακόμα γεννηθώ αλλά τώρα βλέπω καθαρά το σώμα μου ν’ αποχωρίζεται από μένα και να πέφτει στην άβυσσο που με τραβά σαν ένας κατασκότεινος μαγνήτης, νιώθω το σώμα μου να στροβιλίζεται και να πέφτει. Αλλά δεν πέφτει, γιατί με συγκρατεί ένα στοργικό χέρι που με κρατά απαλά και δεν μ’ αφήνει να γλιστρήσω στα μαύρα έγκατα της γης. Είναι το ίδιο χέρι, σκέπτομαι, που συγκρατεί τον κόσμο, που δεν αφήνει τον κόσμο να διαλυθεί σε χιλιάδες κομμάτια.

………………………..   ~.~

Η απόφαση ελήφθη ομόφωνα και ούτε ένας από τους συντρόφους του πυρήνα δεν εξέφρασε διαφορετική γνώμη, ούτε ένας δεν σήκωσε το χέρι. Αναρωτιέμαι αν εγώ θα είχα το κουράγιο να σηκώσω το χέρι, αν θα έβρισκα την κρίσιμη στιγμή, το θάρρος να φωνάξω ότι ο Ιβάνοφ πρέπει να ζήσει. Πολλές φορές μου συμβαίνει να προβάλλω τον εαυτό μου στη θέση των άλλων.

Κάθε φορά που διαβάζω αφηγήσεις επιζώντων από το Άουσβιτς, αναρωτιέμαι τι θα έκανα εγώ αν βρισκόμουν στη θέση τους, αν θα έπεφτα στα γόνατα θαμμένος ως το λαιμό μέσα στη λάσπη, αν θα κατάφερνα να σταθώ όρθιος, αν θα μπορούσα άραγε να επιβιώσω. Πρόσφατα, για παράδειγμα, έπεσε στα χέρια μου η αφήγηση του Σλόμο Βενέτσια από τη Θεσσαλονίκη κι από τότε, συχνά, τα μάτια μου κλείνουν και βυθίζομαι σ’ ένα κατασκότεινο όνειρο. Βλέπω τον εαυτό μου ανάμεσα σ’ ένα βουβό πλήθος, στριμωγμένο όπως-όπως σ’ ένα κλειστό βαγόνι που διασχίζει τις χιονισμένες εκτάσεις της νύχτας, κατευθυνόμενο προς το άγνωστο. Φθάσαμε, αφηγείται ο Σλόμο Βενέτσια, έπειτα από ένα ατελείωτο ταξίδι, στον άγνωστο προορισμό μας και τότε ακούσαμε το τρένο να στριγκλίζει και να φρενάρει απότομα. Οι πόρτες άνοιξαν πάνω στη Judenrampe και νιώσαμε πάνω στα πρόσωπά μας τον παγωμένο αέρα της νύχτας. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε, τυφλωμένοι από τους προβολείς, σαστισμένοι  μπροστά σε πελώρια λυκόσκυλα που άφριζαν και γάβγιζαν σαν δαιμονισμένα και φρουρούς που μας χτυπούσαν ανελέητα με σιδερένια ραβδιά. Έσκυψα για μια στιγμή το κεφάλι για να προστατευτώ από τα χτυπήματα, συνεχίζει ο αφηγητής, και όταν το ξανασήκωσα, μάταια αναζήτησα με το βλέμμα τη μητέρα μου καθώς και τις δυο μικρές αδελφές μου τη Μάρθα και τη Μαρίκα. Είχαν εξαφανιστεί, είχαν γίνει σκόνη και καπνός και από τότε δεν τις ξαναείδα ποτέ.

Αυτά θυμόταν ο Σλόμο Βενέτσια κι εγώ σήμερα, συνεχώς βασανίζω τον εαυτό μου μ’ ένα σωρό παράλογα ερωτήματα σχετικά με τις πιθανότητες επιβίωσης. Παράλογα επειδή δεν μπορούν ποτέ ν’ απαντηθούν, δεδομένου ότι η επιβίωση σ’ εκείνους τους φοβερούς τόπους του μαρτυρίου ήταν αποκλειστικά ζήτημα συμπτώσεων και τύχης, δεν λέω θέλημα Θεού, επειδή μου είναι εντελώς ξένη η ιδέα ενός Θεού που επιλέγει ποιος θα σωθεί και ποιος θα πεθάνει. Τι θα έκανα εγώ λοιπόν; Δεν το ξέρω. Ξέρω μονάχα ότι ο Ιβάν Καραμάζοφ είχε δίκιο να εξεγείρεται ενάντια στην τάξη του κόσμου. Η γη ολόκληρη μια γκρίζα θάλασσα στάχτης. Τώρα είναι πια πολύ αργά. Δεν σήκωσα το χέρι μου όταν έπρεπε, τώρα δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να αλλάξω τη μοίρα του Ιβάνοφ. Εκείνος βαδίζει πολύ πιο γρήγορα από μένα μέσα στη βροχερή νύχτα κι εγώ δεν μπορώ να τον φτάσω επειδή κανείς δεν μπορεί να ζωντανέψει τους νεκρούς. Βλέπω τα πάντα, βλέπω τη Μάρθα και τη Μαρίκα ανάμεσα σ’ ένα πλήθος που προχωρά αργά όπως σ’ ένα βουβό φιλμ. Προσπαθώ να τις ακολουθήσω αλλά εκείνες χάνονται μέσα στη νύχτα και την ομίχλη που σκεπάζει τον κόσμο κι έτσι το μόνο που μπορώ να κάνω είναι ν’ ακολουθήσω αυτή την ιστορία που ξετυλίγεται, οδηγώντας με όλο και βαθύτερα μέσα σ’ έναν σκοτεινό και αδιαπέραστο λαβύρινθο.

~~..~~

Ο Σταμάτης Πολενάκης γεννήθηκε το 1970 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου στη σχολή Σταυράκου και παρακολούθησε μαθήματα ισπανικού πολιτισμού στο πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, πιο πρόσφατη: Τα τριαντάφυλλα της Μερσέδες (εκδόσεις Μικρή Άρκτος, 2016 – Βραβείο Ποίησης περιοδικού Αναγνώστης, 2017). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά και καταλανικά. Ετοιμάζει/γράφει το μυθιστόρημα Μια ιστορία φαντασμάτων.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ