Οικογένεια Πάνου Κυπαρίσση στην Ουγγαρία
Φωτο: Από το προσωπικό αρχείο του συγγραφέα Πάνου Κυπαρίσση

"ΕΡΗΜΗΝ" - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ

Το έργο «Ερήμην» του Πάνου Κυπαρίσση 

είναι ο μονόλογος μιας γυναίκας η οποία, στην παιδική της ηλικία, στον καιρό του εμφυλίου πολέμου, κάτω από τις συνθήκες και ανακατατάξεις της εποχής, βρέθηκε πολιτική πρόσφυγας για πέντε χρόνια στην Ουγγαρία. Αναθυμάται εμμονικά την περίοδο εκείνη, που δεν κατορθώνει να ξεπεράσει, και τελεί κατά καιρούς υπό θεραπεία σε ένα ψυχιατρικό κατάστημα.

~.~

Πάνος Κυπαρίσσης (φωτο: Μιχάλης Αναστασίου)
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ  

Με τον τίτλο Ερήμην προσβλέπω στη δραματοποίηση της ιδιωτικής ζωής μιας γυναίκας στην περίοδο του εμφυλίου. Μια ιστορία με «ι» μικρό, που εισφέρει στην Ιστορία με «Ι» κεφαλαίο, διαψεύδοντάς τη σε σημεία ή εμπλουτίζοντάς τη σ’ αυτά. Τα πάθη, τη φτώχεια, τις σχέσεις, τα πένθη, σε μια ποιητική ανάπτυξη, της οποίας η πυκνότητα θεωρώ ότι δρα βαθιά στη διαστολή της, καλώντας τον αποδέκτη σε μια ουσιαστική συμμετοχή, μέσω των συνδηλώσεων στην ύλη του περιεχομένου.

Το ιστορικό και ψυχολογικό άνυσμα της ζωής της δεν καταγράφεται απλώς ως μνήμη, αλλά προβάλλεται στις μέρες μας. Σ’ έναν κόσμο παράλογο που το προσφυγικό θέμα αποτελεί ίσως τον επικρουστήρα μιας ανάφλεξης, με ό,τι αυτή συνεπάγεται.

Ονομάζω την ηρωίδα «Κ», συνέχοντας στην αοριστία του ονόματος κάθε πιθανή ταυτότητα των προσώπων που αντιπροσωπεύει.

~.~

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ 

1.

Στα κρύα ο παππούς δε μας έστελνε σχολείο. Μας μάζευε και μας τραγουδούσε βραχνά τραγούδια, θλιμμένα.
Ο παππούς δε γύρισε. Τη νύχτα έλεγε πως κάποιος ήταν πίσω απ’ τα τζάμια. Επέμενε. Το πρωί τον βρήκαν με μια γραμμή γαλήνης στα χείλη του. Τον έπλυναν οι γυναίκες, τον έντυσαν, τον έκλαψαν ως την άλλη μέρα το πρωί. Μύριζαν τα λουλούδια και γυάλιζαν τα πέλματα στ’ αφόρετα παπούτσια του.
Τους διάβαζε τα γράμματα στην Ουγγαρία, που ’ρχονταν απ’ την πατρίδα με περισυλλογή. Ό,τι ήταν πικρό, το περνούσε με μια παύση κι ένα χαμόγελο, λέγοντας κάποτε κάτι άλλο, αόριστο, που τραβούσε το ενδιαφέρον.

Τον θάψαμε. Σκούρο χώμα. Εύκολο. Βούλιαζε το φτυάρι, λες σε σοκολάτα. Δε θα ξεχάσω το πρώτο χώμα που σύρθηκε πάνω στα σανίδια. Εκείνο τον ήχο και τις πρασινάδες.
Τον θυμούμαι μ’ έναν ίσκιο στα μάτια. Τα παιδιά του χαμένα σε χώματα μακρινά. Τέσσερα παλικάρια, τα δυο τους σκοτωμένα. Το ένα στο βουνό με τους δικούς, και τ’ άλλο στο χωριό με τους άλλους. Αίμα των νικητών, λάφυρο πάντα χυμένο.
Είχε φέρει κάποτε τριμμένο χαλβά μέσα σε μια ζελατίνα. Πίεζε το δάχτυλο στο χαλβά, και μας το ’βαζε στο στόμα. «Να Νίκο, να Νίκη, να Νώντα.» Θυμούμαι τη ζελατίνα να ξετυλίγεται. Μου σαλιώνει ακόμα το στόμα.

Περνούσαμε, γυρίζοντας απ’ το σχολείο, πάνω από το χώμα που τον σκέπαζε και μέναμε σιωπηλοί. Τον φέρναμε με το νου μας στο σπίτι.

~.~

2.

Δεν ξέρω τι με τραβάει ώς εκεί. Στο προσκύνημα τόσης μνήμης.

Βρήκαμε τρόπους, γραφτήκαμε και οι δύο στο σχολείο. Ο αδερφός μου κι εγώ. Μέση της χρονιάς. Μάρτης. Με πήραν σε μια τάξη μεγάλη. Τετάρτη, έτσι την άκουγα. Η αρχή. Η πρώτη συλλαβή.
Με βασάνιζε, με βασανίζει ακόμη το βεργάκι που σήκωνε η δασκάλα πάνω στους χάρτες. Το κινούσε αργά στις γραμμές και στα χρώματα. Βουνά και ποτάμια. Το κατέβαζε ύστερα, με μια κίνηση μουσικού, στο τραπέζι. Τα δάχτυλα με την κιμωλία στα νύχια, η παλάμη της στο γαλάζιο χαρτί.
Συλλάβιζα. Δεν έφτανε όμως να γράφω λέξεις, ούτε και να διαβάζω.
Μ’ έστειλε ο πατέρας να μάθω τα ανώμαλα ρήματα. Δεν καταλάβαινα τι μου ’λεγε. Πήγα το καλοκαίρι στο δάσκαλο, κι έμαθα. Λέγω, έλεγον, λέξω και ερώ, έλεξα και… Τα αποστήθιζα κι αργότερα στο γυμνάσιο περνούσα τις έννοιες, σαν να γέμιζα με σοκολάτα το περιτύλιγμα.

Θυμούμαι το τραμ. Περνούσε στο δρόμο κι έτρεμε ο πίνακας και το σφουγγάρι. Σηκωνόμουν. Περνούσα τρέχοντας το διάδρομο, γάντζωνα τα χέρια στο παραθύρι και το κοιτούσα. Όταν έβρεχε, τρελαινόμουν. Έτρεχε πράσινο, με τα τύμπανα της βροχής πάνω στους ώμους. Γλιστρούσε στα σίδερα και χανόταν στο βάθος. Καθόμουν εκεί, κολλημένη στα σύννεφα. Ντρεπόμουν. Γύριζα ύστερα το κεφάλι στην αίθουσα, κατέβαζα τα μάτια κι άκουγα τη δασκάλα.
«Κάθισε τώρα.»
Την άκουγα με τα μάτια κλειστά. Ντρεπόμουν.
Μιλούσε κι αυτή σιγά, σαν βροχή. Γελούσαν κρυφά τα παιδιά με τα χέρια στο στόμα. Καθόμουν ακίνητη ώς το χτύπημα του κουδουνιού. Κείνο το γέλιο το ’παιρνα μαζί μου στα διαλείμματα.
«Εσύ δεν παίζεις.»
Στεκόμουν μακριά και τους κοιτούσα. Θύμωνα κάποτε. Πείσμωνα.
Μηχανεύτηκα τρόπους και τρόπους να βάλουν κι εμένα στα παιχνίδια τους. Δεν μπορούν να γίνουν τόσο κακοί όση η δική μου υπομονή, έλεγα.
Μ’ έτρεφε τούτο το πείσμα. Τα ’νιωθα όλα ξένα και μακρινά. Το χώμα ακόμη, τα χορτάρια που πλάγιαζα κάποτε δήθεν αδιάφορη. Με τον καιρό, τρύπησα τη συντροφιά τους.

«Αφήστε τα πράγματά σας στην αυλή. Εκδρομή.»
Βρεθήκαμε σ’ έναν λόφο μακριά. Λουλούδια, γέλια, παιχνίδια, φωνές. Τους κοιτούσα.
Το γιαπί, τα χαλίκια. Ανέβηκα. Μέτρησα το ύψος του σωρού, βρέθηκα κάτω. Τρόμαξαν με το πέσιμό μου. Πήρε βάρος στα μάτια τους. Πόνεσα και τους τό ’κρυψα. Πονούσα μέρες. Ντυνόμουν στη στιγμή, μη μου δει η μάνα τα μαύρα σημάδια στο κεντημένο κορμί. Γλιστρούσα σαν κλέφτρα.
Μ’ έπαιξαν μετά. Με κοιτούσαν περίεργα, μ’ έπαιζαν.
Γύριζα μ’ ευγνωμοσύνη σε ’κείνα τα χαλίκια, στη συγκυρία που μου άνοιξε το δρόμο της αποδοχής. Άλλαξαν όλα μεμιάς. Πήγαινα σπίτια τους, χαιρόμουν. Διαβάζαμε. Με βοηθούσαν.

~~..~~

Ο Πάνος Κυπαρίσσης είναι σκηνοθέτης και ποιητής.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ