Άνθρωπος με τσάντα που περπατάει σε χωματόδρομο στην ομίχλη

ΧΕΡΤΣΕΝΣΤΑΤ

ΧΕΡΤΣΕΝΣΤΑΤ 

(Για χρόνια σκεφτόμουν πως έπρεπε να φύγω από τον τόπο μου για να αισθανθώ ελεύθερος. Κι όταν έφυγα, συνειδητοποίησα πως τόσα χρόνια παρερμήνευα επίτηδες το νόημα αυτής της λέξης· η ελευθερία δεν ανήκει στα βουνά, στις πεδιάδες, στα σύνορα. Ανήκει στην καρδιά.) 

Είχε αρχίσει να νυχτώνει όταν ξεκίνησα να ετοιμάζω τη βαλίτσα μου. Στο δωμάτιο δεν υπήρχε άλλος, δεν με πείραζε. Άλλωστε ήξερα πώς να φτιάξεις μια βαλίτσα μονάχος, είχα προσπαθήσει ξανά να φύγω ένα μεσημέρι πριν από δεκαπέντε χρόνια: ήμουν δέκα ετών και στο χωριό έβρεχε. Τόσο φυλακισμένος ένιωθα σε εκείνο το μέρος που σε κάθε οικείο πρόσωπο έβλεπα και έναν δεσμώτη. Για να γλιτώσω σκέφτηκα πως έπρεπε να το σκάσω. Βρήκα ένα μικρό σακί και του έβαλα μέσα ένα σώβρακο, μία φανέλα, ένα ζευγάρι κάλτσες, μια χειμερινή μπλούζα, ένα μακρύ παντελόνι. Δεν ήξερα τι άλλο να βάλω μέσα στο σακί ή τι παραπάνω μπορούσα να κουβαλήσω μαζί μου. Σκεφτόμουν πως όταν φεύγεις μόνος, αυτοσχεδιάζεις. Κι όταν κάνεις κάποιο λάθος, το κουβαλάς μαζί σου. Γι’ αυτό είχα αφήσει κάποιο χώρο στο σακί. Δεν ήξερα πόσο όγκο θα έπιαναν τα λάθη μου. Η μητέρα με σταμάτησε στην είσοδο της πόρτας.
«Πού πας», ρώτησε.
«Φεύγω», απάντησα.
«Δεν μπορείς να φύγεις, είσαι ο γιος μου», είπε.
Το σακί στον ώμο μου βάρυνε, ζύγιζε όσο εγώ. Η μητέρα πήρε το σακί και το άδειασε. Πήγαμε στην κουζίνα, έβαλε στο ραδιόφωνο λίγη μουσική και στα πιάτα λίγα φασόλια. Φάγαμε σιωπηλοί, σαν να μην ξέραμε τι να πούμε ο ένας στον άλλον ή πώς να ονομάσουμε την αποτυχημένη μου απόδραση. Ο πατέρας γύρισε από τα χωράφια λίγο αργότερα. Άκουσε τη μουσική και τη σιωπή μας. Γέμισε το πιάτο του και κάθισε στο τραπέζι.
«Γιατί τόση σιωπή», ρώτησε.
«Το παιδί προσπάθησε να το σκάσει», είπε η μητέρα.
Ο πατέρας βούτηξε ένα κομμάτι ψωμί στα φασόλια, το μούσκεψε. Το έβαλε στο στόμα και το κατάπιε, στα δόντια του τα μουσκεμένα ψίχουλα είχαν το χρώμα του δέρματος.
«Πού θέλεις να πας», ρώτησε.
«Δεν ξέρω», απάντησα. «Δεν θέλω να μείνω άλλο εδώ», είπα μετά, «επειδή όταν σκάβεις τη γη με τα χέρια σου, είναι σαν να σκάβεις το σώμα σου. Ούτε αναγκαίο είναι, ούτε χρήσιμο».
Ο πατέρας χαμογέλασε, έφαγε λίγο ακόμη ψωμί.
«Το ξέρω καλύτερα από εσένα», είπε.

Τον επόμενο χρόνο κατεβήκαμε στην πρωτεύουσα. Εκεί δεν είχε χωράφια, αλλά ο πατέρας συνέχιζε να σκάβει τη γη. Μόνο που σε εκείνο το χώμα δεν φύτρωναν χορτάρια, αλλά ψηλά κτήρια. Ο πατέρας έζησε έτσι έναν ακόμη χρόνο και μετά πέθανε. Ο γιατρός είπε πως είχε σκάψει στη ζωή του τόσα χωράφια που οι πληγές στο σώμα του ήταν αδύνατον να επουλωθούν. Αυτός ο τόπος, σκέφτηκα τότε, είναι ανοιχτό φέρετρο· η εικόνα εκείνο το βράδυ του Αυγούστου ήταν ίδια. Ή σχεδόν ίδια. Έλειπαν μόνο τα χωράφια και ο πατέρας. Ή καλύτερα τα χωράφια τα είχαν αντικαταστήσει οι δρόμοι και τον πατέρα η ανεργία. Η μητέρα με περίμενε και πάλι στην πόρτα.
«Πού πας», ρώτησε.
«Φεύγω», απάντησα.
«Για πού», ρώτησε.
«Για το Φρέμντενστατ», απάντησα.
«Είναι μακριά», ρώτησε.
«Αρκετά», απάντησα λες και υπολόγιζα τον χωρισμό σε χιλιόμετρα. «Εδώ δεν έχω τίποτα, εκεί θα έχω μια σταθερή δουλειά. Η απόσταση βοηθάει», είπα μετά.
Η μητέρα πήρε τη βαλίτσα μου και άνοιξε την πόρτα.
«Μπορείς να φύγεις, θα είσαι πάντα γιος μου. Είτε είσαι εδώ είτε κάπου μακριά. Τώρα το ξέρω καλύτερα από εσένα», είπε.
Αυτή η πρόταση με γέμισε, λες και έκρυβε μέσα την ενοχή της. Σαν να ήθελε να πει, Λυπάμαι που δεν σε άφησα να φύγεις νωρίτερα. Αν το είχα κάνει, ίσως ζούσε ακόμη ο πατέρας σου.

Δεν θυμάμαι πώς πήγα από το σπίτι στο αεροδρόμιο ή από την αίθουσα αναμονής στο αεροπλάνο. Θυμάμαι μόνο πόσο πολύ ήθελα να ταξιδέψω. Πίστευα πως άμα ταξίδευα όλα θα έφτιαχναν. Παρότι πήγαινα σε ένα μέρος που δεν γνώριζα ούτε τις συνήθειες ούτε τους ήχους του.

***

Στο Φρέμντενστατ υπήρχε μια λέξη για τα πάντα. Για τις πράξεις, για τα αντικείμενα, για κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Λες και οι λέξεις είχαν φτιαχτεί για να πηγαίνεις από τη μια ζωή στην άλλη, φυλακισμένος μέσα σε ακατανόητες έννοιες. Υπήρχε λέξη για την πετσέτα των ποδιών, για την πετσέτα του κεφαλιού, για την πετσέτα του σώματος. Και λέξεις που περιέγραφαν κάθε μας κίνηση. Μόνο που αυτές οι λέξεις δεν ανήκαν σε μας αλλά στην πόλη. Εμείς απλώς τις χειριζόμασταν σαν εργατικό δυναμικό.

Οι ντόπιοι δεν ένιωθαν άσχημα που υπήρχαν τόσες λέξεις ανάμεσά τους. Είχαν μάθει να τις χρησιμοποιούν δίχως να νοιάζονται για τη χρησιμότητα ή την αναγκαιότητά τους. Τόνιζαν τα σύμφωνα και τις έκαναν να ακούγονται σαν βρισιά ή σαν προειδοποίηση. Τον πρώτο χρόνο εκεί, όταν μιλούσα, τόνιζα τα φωνήεντα και κάθε νέα λέξη που ξεστόμιζα ακούγονταν άσχημη, προσβλητική. Για να προσαρμοστώ στο νέο μου περιβάλλον έκανα καθημερινά εξάσκηση. Έσφιγγα τα χείλη και φυλάκιζα τη φωνή μου πίσω από τα δόντια. Όμως ποτέ ο ήχος δεν οικειοποιήθηκε την προσπάθειά μου. Ή το αντίθετο. Απλώς συνέχισε να γρατζουνά τον λαιμό μου.

Οι ντόπιοι δεν χρησιμοποιούσαν τις λέξεις όπως εγώ, σαν σύρμα για τις κατσαρόλες, αλλά τις άλλαζαν ανάλογα με την εποχή. Το φθινόπωρο ακούγονταν σαν απαλή βροχή, τον χειμώνα σαν δυνατός άνεμος, την άνοιξη σαν φτερούγισμα πεταλούδας και το καλοκαίρι σαν τζιτζίκι που σκάει· σταδιακά οι ήχοι της πόλης με απομόνωσαν. Στένεψαν τα κτήρια και τους δρόμους. Το μόνο που άφησαν ανέγγιχτο ήταν το μικρό πάρκο με τη λίμνη. Εκεί ένιωθα πως περίσσευα, επειδή οι πάπιες βουτούσαν τις λέξεις από το στόμα μου και τις έτρωγαν σαν να ήταν μουσκεμένο ψωμάκι. Αυτό που άφηναν πίσω, ήταν ένας ξεθωριασμένος ήχος που δεν τραβούσε την προσοχή.

Ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι, στο πάρκο με τη λίμνη, γνώρισα μια Πολωνέζα γύρω στα πενήντα. Καθόταν σε ένα παγκάκι και έτρωγε ηλιόσπορο. Τα μαλλιά της ήταν ξανθά, κουρεμένα κοντά και μια φράντζα έπεφτε στο μέτωπό της σαν λειρί κότας. Και με τα χείλη τσιμπολογούσε τα δάχτυλά της. Κάθισα δίπλα της. Μόλις με είδε άνοιξε την παλάμη της και μου προσέφερε μερικά σπόρια. Ούτε εγώ ούτε εκείνη νιώσαμε παράξενα. Σαν να είχαμε ανάγκη αυτή τη συνάντηση.

Έβαλα στο στόμα λίγο ηλιόσπορο και η Πολωνέζα άρχισε να μιλά· στο δικό της στόμα οι λέξεις δεν ακούγονταν σαν σύρμα, αλλά σαν πέτρα που σπάει. Είπε πως όταν ήταν στην ηλικία μου είχε φύγει και εκείνη από τον τόπο της, πως πίστευε πως αν έφευγε από τον τόπο της η φτώχεια δεν θα την ακολουθούσε, πως έφτασε στο Φρέμντενστατ γεμάτη ελπίδες, πως γνώρισε έναν άλλον Πολωνό και παντρεύτηκαν και έκαναν μια κόρη. Μετά είπε πως ο άντρας της την παράτησε με το παιδί και έφυγε για αλλού, πως το παιδί μεγάλωσε και έγινε γυναίκα, πως όταν το παιδί έγινε γυναίκα έφυγε και πως αυτή έμεινε το ίδιο ξένη σε αυτόν τον τόπο, όπως ήταν πριν από τριάντα χρόνια.
«Πού βρίσκεται η κόρη», ρώτησα.
«Στην Πολωνία», απάντησε.
«Πώς είναι η ζωή εκεί», ρώτησα.
«Όπως εδώ», απάντησε. «Όταν ήμουν στην ηλικία σου», είπε, «πίστευα πως η φτώχεια ανήκει στην τσέπη και πως αν πας σε ένα μέρος όπου πληρώνεσαι καλύτερα, η φτώχεια θα χαθεί και θα γίνει παραγεμισμένη κοιλιά. Τριάντα χρόνια μετά», είπε, «κατάλαβα ποιο ήταν το λάθος μου. Η φτώχεια δεν είναι αντικείμενο για να το αφήσεις πίσω. Τη φτώχεια την κουβαλάς μαζί σου επειδή ανήκει στην καρδιά μας. Όπως και η ξενιτιά. Μεταναστεύουμε για να εκτοπίσουμε τη μοναξιά μας. Όμως το μόνο που καταφέρνουμε είναι να εκτοπίσουμε δύο διαφορετικούς ανθρώπους», είπε. Στο τέλος μάζεψε τα πεταμένα φλούδια και έφυγε. Λες και δεν ήθελε να βρει κάποιος μια λέξη για να περιγράψει το λειρί στο μέτωπό της.

Επιστρέφοντας σπίτι ξάπλωσα στον καναπέ και έκλεισα τα μάτια. Δεν είχα όρεξη να κοιτάζω τα αντικείμενα του σπιτιού και να κάνω εξάσκηση στις λέξεις που τους αναλογούσαν. Ήθελα μόνο να σκέφτομαι αν η κόρη θα επέστρεφε πρώτη στη μάνα ή η μάνα θα πήγαινε πρώτη στην κόρη. Σκεφτόμουν πως ήταν η δική μου μάνα, η δική μου επιστροφή.

Όλο το καλοκαίρι πήγαινα στο πάρκο με τη λίμνη και καθόμουν στο ίδιο παγκάκι περιμένοντας να πάρω μια απάντηση. Όμως την Πολωνέζα δεν την ξανάδα. Όταν ρώτησα για αυτήν, οι ντόπιοι μου είπαν πως πέθανε. Άλλοι είπαν πως πνίγηκε στη λίμνη και άλλοι πως την έφαγαν οι πάπιες. Ή κάτι τέτοιο. Τον πρώτο χρόνο δεν μπορούσα να ξεχωρίσω όλες τις λέξεις της πόλης.

***

Τη δεύτερη χρονιά στο Φρέμντενστατ άρχισα να τηλεφωνώ στη μητέρα λιγότερο. Σαν να ήθελα να κρύψω τα σημάδια της ξενιτιάς ή της μοναξιάς μου. Σκεφτόμουν πως άμα η μητέρα τα έβλεπε, θα έλεγε, Έλα πίσω ή Έρχομαι να σε βρω. Ήμουν ανέτοιμος και για τα δύο. Και για να προετοιμαστώ άρχισα να φτιάχνω δικές μου λέξεις. Λέξεις που έκαναν την πόλη να μοιάζει με τη φωνή της. Τέλερστατ, Λόφελστατ, Στράσεστατ, Χάουσστατ, Άινσαμκαϊτστατ, έλεγα, αλλά δεν ένιωθα καμία ανακούφιση.

Ο δεύτερος χειμώνας ήταν βαρύτερος από τον πρώτο. Έστρωσε με χιόνι τους δρόμους, τις στέγες, το μικρό πάρκο. Και τη λίμνη την πάγωσε από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Μετά τη δουλειά έπαιρνα ηλιόσπορους και καθόμουν στο παγκάκι. Μασούσα τα χνώτα μου και κοιτούσα τις πάπιες να ραμφίζουν τον πάγο ή να αφήνουν πατημασιές πάνω στο χιόνι. Οι πάπιες δεν μου έδιναν σημασία. Δεν είχαν άδικο, σε εκείνο το μέρος δεν ήμουν τίποτα περισσότερο από τη θύμηση της Πολωνέζας.

Μόλις έφυγε ο χειμώνας και ήρθε η άνοιξη, η λίμνη μούσκεψε και το πάρκο πρασίνισε. Και στο στόμα οι λέξεις, τέλερστατ, λόφελστατ, στράσεστατ, χάουσστατ και άινσαμκαϊτστατ είχαν γίνει η μοίρα μου. Μου απαγόρευαν να πέσω στη λίμνη ή να αφήσω τις πάπιες να με φάνε· εκείνη την άνοιξη η μητέρα ρώτησε από το τηλέφωνο, Πότε θα γυρίσεις, Σύντομα, απάντησα.

Το δεύτερο καλοκαίρι στο Φρέμντενστατ, θυμήθηκα κάποια από τα λόγια της Πολωνέζας. Η φτώχεια δεν είναι αντικείμενο για να το αφήσεις πίσω. Τη φτώχεια την κουβαλάς μαζί σου επειδή ανήκει στην καρδιά. Όπως και η ξενιτιά. Μεταναστεύουμε για να εκτοπίσουμε τη μοναξιά μας, είχε πει. Έπειτα θυμήθηκα ένα καλοκαίρι στο χωριό, όταν ήμουν έξι ετών. Πίσω από το σπίτι είχα βρει έναν ψόφιο βάτραχο. Τον πήρα στα χέρια και τον έδειξα στη μητέρα μου.
«Γιατί πέθανε», ρώτησα.
«Γιατί θερίσαμε το χωράφι», απάντησε.
Τότε δεν κατάλαβα πως η μητέρα εννοούσε ότι  θερίσαμε τον τόπο του και του καρφώσαμε τη φτώχεια στην καρδιά· λίγο πριν τελειώσει το καλοκαίρι η μητέρα τηλεφώνησε.
«Πότε θα γυρίσεις», ρώτησε ξανά.
Η φωνή της μητέρας ακουγόταν σαν αλωνιστική μηχανή. Σκέφτηκα την Πολωνέζα, τον βάτραχο. Σκέφτηκα πως ο βάτραχος πέθανε επειδή κάποιος του στέρησε τον τόπο και πως η Πολωνέζα πέθανε επειδή οι πάπιες της έφαγαν την καρδιά.
«Δεν ξέρω», απάντησα, σαν να είχα βρει μία λέξη για να ξεφύγω από τον θάνατο. Χέρτσενστατ [Πόλη της καρδιάς] έλεγα και ένιωθα την καρδιά μου να γεμίζει. Ήταν παράξενο πως μια λέξη μπορούσε να προσθέσει τόση ελευθερία μέσα σε τόσο λίγο χώρο. «Δεν ξέρω», είπα ξανά.

Μέχρι τα τέλη του δεύτερου χρόνου είχα συνηθίσει τα πάντα πια. Τόνιζα τα σύμφωνα και σταμάτησα να μετρώ τη μοναξιά σε χιλιόμετρα. Και τη φωνή μου την άλλαζα ανάλογα με τις εποχές. Την έκανα να ακούγεται πότε σαν απαλή βροχή, πότε σαν δυνατός άνεμος, πότε σαν φτερούγισμα πεταλούδας και πότε σαν τζιτζίκι που σκάει. Τόσο καθαρές ήταν οι λέξεις στο στόμα μου που ένιωθα πως η πόλη μού επέτρεπε να της αλλάξω το όνομα. Στα κρυφά την αποκαλούσα Φράιχαϊτστατ [Πόλη της ελευθερίας]. Στο πάρκο με τη λίμνη συνέχιζα να πηγαίνω. Όμως τα σπόρια δεν τα έτρωγα αλλά τα έδινα στις πάπιες. Είχαν όλα μια χρησιμότητα, σκεφτόμουν. Και όταν γύριζα σπίτι άκουγα τη φωνή της μητέρας στο τηλέφωνο διαφορετική. Πλέον δεν ρωτούσε, Πότε θα γυρίσεις, αλλά, Πώς περνάς. Σαν να είχε παρατηρήσει τις αλλαγές.

Στο τέλος εκείνου του χρόνου επέστρεψα σπίτι. Ούτε οι πάπιες ούτε η λίμνη μπορούσαν να με κρατήσουν μακριά. Το Φράιχαϊτστατ μού είχε προσφέρει την ελευθερία μου. Η μητέρα μόλις με είδε χάρηκε.
«Νόμιζα πως δεν θα επέστρεφες ποτέ», είπε.
Πήγα στο δωμάτιό μου, άνοιξα τη βαλίτσα και άδειασα τα ρούχα πάνω στο κρεβάτι. Ένα μακρύ παντελόνι, μια μάλλινη μπλούζα, ένα σώβρακο και δυο φανέλες. Στη βαλίτσα της επιστροφής δεν είχα προσθέσει βάρος ή όγκο. Σκεφτόμουν πως όταν επιστρέφεις μόνος πρέπει να αφήνεις πίσω τα λάθη σου. Αλλιώς είναι σαν να φεύγεις ξανά. Ξάπλωσα στο κρεβάτι. Η μητέρα κάθισε δίπλα μου. Στα μάτια της υπήρχε αγωνία. Η αγωνία της κύλησε στον οισοφάγο.
«Γιατί επέστρεψες», ρώτησε.
«Γιατί δεν έχει σημασία ο τόπος», απάντησα.
«Πόσο θα μείνεις», ρώτησε.
Ήθελα να πω, Για πάντα, αλλά δεν το έκανα. Απλώς έκλεισα τα μάτια και αποκοιμήθηκα.

~~..~~

Ο Θανάσης Δ. Σταμούλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Σπούδασε ηχοληψία. Το πρώτο του μυθιστόρημα Η σκιά στο δέντρο εκδόθηκε το 2016 από τις εκδόσεις Ποταμός. Προσφάτως εκδόθηκε η νουβέλα του Ab ovo (εκδ. Ποταμός, 2017).
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ