Κύμα που σκάει στην ακρογιαλιά
φωτο: Βούλα Παπαϊωάννου (αρχείο μουσείου Μπενάκη)

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Οι γυναίκες της θάλασσας

Η Ματσούμι ανοίγει τα βλέφαρά της λίγο πριν σηκωθεί ο ήλιος. Δίπλα της μια τσάντα με λευκό πανί, μαχαίρι, μάσκα και βατραχοπέδιλα. Όπως κάθε μέρα, θα συναντήσει τις υπόλοιπες καταδύτριες, ή αλλιώς ‘Αμα, και οι γηραιότερες θ’ αποφασίσουν αν θα βουτήξουν ή όχι.

Καθώς ζεσταίνει ζωμό ρυζιού σκέφτεται την αίσθηση του βυθού. Σε λίγο θα βρίσκεται στο σκούρο μπλε, ψάχνοντας για αχινούς και κοχύλια. Εκεί τα άγχη δεν μπορούν να επιβιώσουν και σ’ εγκαταλείπουν σα φυσαλίδες που επιστρέφουν στην επιφάνεια.

Το χωριό Φουκούρα αρχίζει να ξυπνάει μα η ησυχία είναι ακόμα απόλυτη. Η Ματσούμι περπατάει ανάμεσα στις ξύλινες μονοκατοικίες κι αφήνει τον ήλιο να της ξανακοιμίσει το πρόσωπο. Περνάει δίπλα απ’ τον κήπο της Κόισο, της δασκάλας της, και θυμάται τις ώρες που περάσαν φροντίζοντάς τον. Εδώ, πριν χρόνια, της είχε πει πως δουλειά των ‘Αμα είναι να κλαδεύουν τον βυθό χωρίς ποτέ να παίρνουν παραπάνω απ’ αυτό που μπορεί να δώσει η θάλασσα.

Η Ματσούμι φτάνει στον «μεγάλο βράχο» – ένας ογκόλιθος που φράσσει τον δρόμο στη μέση. Από δω ξεκινάνε τριακόσια σκαλοπάτια που στρίβουν ανάμεσα στα βράχια και καταλήγουν στην άμμο. Μπροστά της απλώνεται η θάλασσα. Κοιτάει τα κύματα και το καθρέφτισμα τ’ ουρανού· αναρωτιέται τι θα ’χει αλλάξει κάτω απ’ την επιφάνεια. Όπως όλες οι ‘Αμα ξέρει πως ο κόσμος που ζει εκεί δεν είναι ποτέ ίδιος. Η άμμος του βυθού αλλάζει σχήματα όπως η έρημος, το φως αλλάζει τα χρώματα των ψαριών και τα ρεύματα χτενίζουν τα φύκια με διαφορετικό τρόπο.

Όσο κατεβαίνει, ο απόηχος των μακρινών κυμάτων αρχίζει να επιβάλλεται στη σιωπή. Ο αέρας γίνεται αλμυρός και σύντομα μεταφέρει και τις υπόλοιπες μυρωδιές της θάλασσας. Γύρω της τα βράχια λειαίνονται σε πέτρες μέχρι να εκφυλιστούν τελικά σε κόκκους.

Η Ματσούμι περπατάει πάνω στην άμμο κοιτάζοντας προς το σημείο συνάντησης. Η Κόισο τη χαιρετάει από μακριά και το κυρτωμένο σώμα της προδίδει την ηλικία της. Ακόμα τα πόδια της δουλεύουν καλά στο νερό μα πλέον δεν αντέχουν βάρος. Έχει φτάσει πρώτη και στέκεται δίπλα στ’ απομεινάρια της χθεσινής φωτιάς. Οι ‘Αμα μαζεύονται εδώ για ν’ αποφασίσουν αν θα βουτήξουν και επιστρέφουν μετά τη δουλειά για να ψήσουν όστρακα.

Η Ματσούμι πλησιάζει τη δασκάλα της, χαμογελάει και κάθεται δίπλα της. «Ματσούμι» –ξεκινάει η Κόισο– «θέλω να σου μιλήσω. Όπως ξέρεις, οι μέρες μου είναι μετρημένες. Θα ήθελα να σε παρακαλέσω, αν μια μέρα δεν βγω απ’ τη θάλασσα, να μην με αναζητήσεις».
Η Ματσούμι πιάνει το χέρι της Κόισο και λέει «τι μπορώ να κάνω για σένα;»
«Το μόνο που θέλω» –λέει η Κόισο– «είναι να βρεις κι εσύ μια μαθήτρια που να μπορείς να αγαπήσεις σαν κόρη».

Σιγά-σιγά μαζεύονται και οι υπόλοιπες ‘Αμα. Στέκονται η μία δίπλα στην άλλη κοιτάζοντας τον ορίζοντα. Αποφασίζουν πως είναι μια καλή μέρα για να βουτήξουν και λύουν το πρωινό συμβούλιο. Πρώτη απ’ όλες η Κόισο παίρνει τον εξοπλισμό της και κατευθύνεται προς τη θάλασσα. Όλες οι ‘Αμα παραμένουν ακίνητες, σαν υπνωτισμένες από κάποια δύναμη που διατάσσει ακινησία χωρίς να εξηγεί γιατί.

Καθώς η Κόισο απομακρύνεται η μορφή της μικραίνει ενώ η θάλασσα μοιάζει να μεγαλώνει. Η Ματσούμι θέλει να τρέξει, να της πει για τις όμορφες στιγμές που μπορούν ακόμα να ζήσουν μα κάτι μέσα της απαντάει πως πρέπει να σεβαστεί τη θέληση της δασκάλας της.

Όλες οι ‘Αμα κοιτάν τη συντρόφισσά τους να μπαίνει στο νερό. Τυλίγει το κεφάλι της με λευκό πανί και φοράει τη μάσκα. Η Ματσούμι θυμάται την πρώτη βουτιά με τη δασκάλα της και ένα ψήγμα χαμόγελου εμφανίζεται στα χείλη της.

Ξαφνικά ένα ζευγάρι βατραχοπέδιλα βρυχάται σιωπηλά προς τον ουρανό. Και μετά τίποτα.

~~..~~

Ο Στάθης Αντωνίου γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα, σπούδασε Μαθηματικά και εργάζεται ως ερευνητής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και ως σύμβουλος σε εταιρεία. Παρακολούθησε λογοτεχνικά εργαστήρια στο βιβλιοπωλείο Shakespeare & Co (Παρίσι) και στο Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος (Αθήνα). Ποιήματα, μεταφράσεις, διηγήματα καθώς και ταξιδιωτικές αφηγήσεις του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Συμμετείχε στην ποιητική ανθολογία Austerity Measures, The New Greek Poetry (εκδόσεις Penguin, 2016).
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ