Κοριτσάκι ξαπλωμένο σε σώμα γυναίκας ζωγραφισμένης με κιμωλία

ΜΟΥΣΕΙΟ

Μουσείο   

(διήγημα του Κώστα Καβανόζη)

Σε περίοπτη θέση στην αίθουσα της Νεκρόπολης του Αρχαιολογικού Μουσείου Πατρών εκτίθενται εντός υπερυψωμένων γυάλινων προθηκών –και σε ύψος εξυπηρετικό για τον μέσο άνθρωπο– τέσσερις γυναικείες νεκροκεφαλές. Οι δύο εξ αυτών, οι οποίες σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στη σχετική «λεζάντα αντικειμένου» ανήκουν σε κορίτσια, υποδέχονται τον εισερχόμενο στην αίθουσα επισκέπτη τοποθετημένες έτσι, ώστε αυτός να τις αντικρίζει από την μπροστινή τους πλευρά. Για να αντικρίσει με παρόμοιο τρόπο και τις υπόλοιπες δύο –από την πλευρά του προσώπου τους δηλαδή– θα πρέπει ο ενδιαφερόμενος, αφού διανύσει την ανάλογη απόσταση προς το βάθος της αίθουσας –στην οποία φιλοξενούνται επιπλέον τάφοι, ομοιώματα τάφων, σαρκοφάγοι, νεκρικά κτερίσματα, επιτύμβιες στήλες, τεφροδόχα αγγεία και σκεύη αλλά και σκελετοί– να διαγράψει μία πλήρη, ημικυκλική στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, μετά την ολοκλήρωση της οποίας θα αντικρίσει ταυτόχρονα, ως δυνητικό σημείο εξόδου του αυτή τη φορά, και το σημείο εισόδου του στον χώρο. Πρόκειται για ευρήματα της Ελληνιστικής Περιόδου και φέρουν –και οι τέσσερις– στεφάνι μυρτιάς.

Οι ταφές κατά τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο περιβάλλονταν από πλούσια εθιμοτυπία. Μία ημέρα αφότου εγκατέλειπε τη ζωή ο νεκρός δεχόταν, καλυμμένος από λινό ύφασμα, την τελευταία επίσκεψη συγγενών και φίλων, ενώ η εκφορά του πραγματοποιούνταν, με σιωπηρή πομπή διαμέσου του οικισμού στον οποίο είχε περατώσει την ύπαρξή του, την τρίτη μετά την εκδημία του ημέρα και οπωσδήποτε πριν από τη δύση του ήλιου. Εκτός από τις καθαρμένες μετά την ολοκλήρωση της τελετής κατοικίες, νεκρόδειπνα οργανώνονταν ύστερα και στο σημείο της ταφής, ενώ κτερίσματα σχετιζόμενα με την ηλικία, το επάγγελμα ή την ιδιότητα του εκλιπόντος τοποθετούνταν δίπλα του και σε συγκεκριμένα επίσης σημεία του τάφου. Καινοτομία της εποχής αποτελούσε η περιβολή του άψυχου σώματος. Χρυσά, επιχρυσωμένα αλλά και κατασκευασμένα από ευτελή υλικά στεφάνια κοσμούσαν, από τις απαρχές ήδη της περιόδου, τα κεφάλια τόσο των αντρικών όσο και των γυναικείων λειψάνων. Τις γυναίκες, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις εκτιθέμενες στο μουσείο κεφαλές, κοσμούσαν στεφάνια από καρπούς και φύλλα του συνδεδεμένου με την ομορφιά, τη νεότητα, την παρθενία και τον γάμο αειθαλούς, αρωματικού φυτού.

Η κεφαλή του κοριτσιού με τον αριθμό 2 (προθήκη ν. 66) είναι, κατά κοινή ομολογία, η πλέον εντυπωσιακή από τις τέσσερις. Τούτο δεν οφείλεται τόσο στην άριστη, ειδικά σε σχέση με τις υπ’ αριθμόν 1, 2 και 3, κατάσταση στην οποία διατηρήθηκε εντός του τάφου, όσο στο στεφάνι το οποίο φέρει. Πρόκειται, σύμφωνα με τις πληροφορίες της «λεζάντας», για στεφάνι από καρπούς και άνθη μυρτιάς. Τα άνθη είναι πήλινα, ορισμένα επιχρυσωμένα και άλλα φέρουν ποικίλους χρωματισμούς. Τα χρώματα, πράγματι, εκπλήσσουν με τη συνδυαστική ποικιλότητά τους: ολοζώντανες αποχρώσεις του λευκού, του κόκκινου, του ροζ, του μπλε και του πράσινου συμπλέκονται αρμονικά μεταξύ τους αλλά και με την επιχρύσωση εξασφαλίζοντας στην υπερδισχιλιετή αναθηματική δημιουργία αδιατάρακτη στην πορεία του χρόνου χρωματική ισορροπία. Η αντίθεση, επιπλέον, η οποία καταδεικνύεται σε σχέση με το εμποτισμένο στην υφή του χώματος –και ανάλογης επομένως απόχρωσης– κρανίο δεν μπορεί παρά να προσφέρει στον επισκέπτη το έναυσμα για ιδιαιτέρως πλούσιους ως προς τη μηδαμινότητα, τη ματαιότητα και το εφήμερο των ανθρώπινων πραγμάτων συνειρμούς.

Δεν θα συνέβαινε το ίδιο εάν το στεφάνι απουσίαζε. Οι νεκροκεφαλές, οι σκελετοί, τα κόκαλα εν γένει αποτελούν βεβαίως –στο μέτρο που η απόσταση η οποία τα χωρίζει από το εν ζωή ανθρώπινο σώμα, αλλά και η επίγνωση ταυτόχρονα ότι δεν πρόκειται παρά για υπολείμματά του, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ασφαλή από συναισθηματικής πλευράς, όχι όμως και απαλλαγμένη από περίσκεψη προσέγγιση– εντυπωσιακά πάντοτε εκθέματα. Ο εντοπισμός ωστόσο πληθώρας παρόμοιων καταλοίπων από την αρχαιολογική σκαπάνη και η συχνή κατ’ επέκταση έκθεσή τους σε μουσειακούς χώρους λειτουργούν αποτρεπτικά από το να τα θεωρήσει κανείς ως κάτι το εξαιρετικό. Οι συνθήκες, αντιθέτως, κάτω από τις οποίες ανακαλύφθηκαν τόσο το συγκεκριμένο όσο και τα υπόλοιπα τρία γυναικεία κρανία, με τα στεφάνια δηλαδή κολλημένα πάνω τους, κατέστησαν αδύνατο τον αποχωρισμό των κρανιακών οστών από τα κοσμήματα και επέβαλαν, με θεαματικά οπωσδήποτε αποτελέσματα, την από κοινού τοποθέτησή τους στις μέσου ύψους προθήκες.

Η κεφαλή επιπλέον του κοριτσιού με τον αριθμό 1 (προθήκη ν. 65), η οποία εντοπίστηκε στο υπέδαφος της σημερινής –πολυσύχναστης– οδού Πουκεβίλ 25-27 (πλησίον της διασταύρωσης με την οδό Κορίνθου επομένως), επεφύλασσε μία ακόμη έκπληξη για τους αρχαιολόγους: Αξιοσημείωτο είναι ότι κατά τον καθαρισμό του κρανίου στο εργαστήριο (μετά την ανασκαφή) αποκαλύφθηκαν δύο χρυσά ενώτια που φορούσε η νεκρή, τα οποία παραμένουν στη θέση τους, αναφέρει το σχετικό απόσπασμα από τον κατάλογο του νεότευκτου –ηλικίας, προσώρας, οκτώ μόλις ετών– μουσείου. Τα αποτελούμενα από στρεπτό ελάτινο έλασμα σκουλαρίκια απολήγοντας στο ένα άκρο τους σε κεφαλή λιονταριού και στο δεύτερο σε κεφαλή φιδιού, ανακαλούν ενδεχομένως στη μνήμη –μολονότι οι αρχαιολόγοι δεν τα έχουν συσχετίσει με αυτή– την εικόνα του μυθολογικού τέρατος της Χίμαιρας: το αλλόκοτο εκείνο πλάσμα, ένα από τα αδέλφια του οποίου ήταν ο τρικέφαλος σκύλος και φύλακας του Άδη Κέρβερος, συχνά απεικονιζόταν με σώμα αιγόμορφο μεν, το οποίο ωστόσο διέθετε κεφάλι λιονταριού και ουρά φιδιού. Μέσα στο στόμα επίσης της νεκρής, επισημαίνει ο μουσειακός κατάλογος, βρέθηκε ο επιβεβλημένος κατά τη συγκεκριμένη περίοδο –και αργυρός στη συγκεκριμένη περίπτωση– οβολός του Χάροντα.

Οι τάφοι του αρχαίου Βόρειου Νεκροταφείου των Πατρών εντός των οποίων εντοπίστηκαν οι στεφανηφόρες κεφαλές ήταν πλούσιοι σε κτερίσματα, πράγμα δηλωτικό οπωσδήποτε για την κοινωνική θέση των τεσσάρων γυναικών τις οποίες επί μακρόν φιλοξένησαν. Τα συγκριτικά λίγα, σε σχέση με εκείνα των ανδρών, επιτύμβια επιγράμματα για γυναίκες της εποχής –κατά κανόνα προερχόμενες από εύπορα αστικά στρώματα– τις συνδέουν με τη φύση, την ιερότητα και την ανάγκη με προεξάρχουσα την αναπαραγωγική τους ιδιότητα, την οποία βεβαίως δεν είχαν όλες οι θανούσες προλάβει –ή καταφέρει– να θέσουν σε λειτουργία. Ειδικότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι περιπτώσεις άγαμων κορασίδων: Το εγκώμιο που τα επιτάφια επιγράμματα επιδαψιλεύουν σε έφηβες κοπέλες εστιάζει κυρίως στο κάλλος της μορφής και τη δροσιά του παρθενικού σώματος, αναφέρει σχετική με το θέμα διδακτορική διατριβή της Ευαγγελίας Σπυροπούλου, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται από το εξής επίγραμμα (3ος αιώνας π. Χ.) της αποκαλούμενης και ως θηλυκός Όμηρος Ανύτης της Τεγεάτιδος σε μετάφραση Παντελή Μπουκάλα:

Γιὰ τὴν παρθένα ὀδύρομαι τὴν Ἀντιβία∙ συρρέαν
στὸ σπίτι τοῦ πατέρα της ὅσοι ποθοῦσαν νὰ τὴ νυμφευθοῦν,
ἀπὸ τοῦ κάλλους της τὴ φήμη ὁδηγημένοι
καὶ τῆς φρονιμάδας της.
Μὰ ὅλων τὶς ἐλπίδες τὶς ἐξανέμισε ἡ ὀλέθρια Μοίρα.

Κάτι ανάλογο κατά πάσα πιθανότητα είχε συμβεί και με τις κατόχους αν όχι όλων, των δύο τουλάχιστον από τις τέσσερις εκτιθέμενες στο μουσείο κεφαλές: ανήκαν σε ανύμφευτες κόρες ευυπόληπτων οικογενειών, στις οποίες, αντί για το στεφάνι του υμεναίου, τοποθετήθηκε από τους οικείους τους εκείνο το οποίο επρόκειτο να μην αφαιρέσουν ποτέ.

Ευμεγέθης αντιθέτως –αν και μάλλον ανεπαρκούς ως προς τα σύγχρονα σωματομετρικά δεδομένα χωρητικότητας– ταφικός πίθος, ο οποίος επίσης εκτίθεται στο εν λόγω μουσείο, περιείχε τον νεκρό του ακτέριστο. Το είδος του συγκεκριμένου τάφου (πιθάρι) δεν απαιτούσε από τους επιφορτισμένους με το καθήκον της κήδευσης του εκλιπόντος ιδιαίτερα έξοδα, γεγονός το οποίο μάλλον τον καθιστούσε δημοφιλή, ειδικότερα στα λαϊκά στρώματα. Ήταν, κατά την έκφραση ξεναγού σε βιντεοσκοπημένη ξενάγησή του στον χώρο, απλό είδος τάφου, το οποίο φέρνεις απ’ το σπίτι σου στο νεκροταφείο, κλείνεις την πόρτα με μία πλάκα, τη στερεώνεις και ο νεκρός πάντοτε μπαίνει με τα πόδια στο βάθος και με το κεφάλι στην άκρη. Είναι κανόνας. Η συγκεκριμένη τοποθέτηση του άψυχου σώματος, εκτός του ότι το κεφάλι διατηρώντας την έκφραση του νεκρού αποτελεί τον πλέον ισχυρό σύνδεσμό του με τους συγγενείς και επομένως, επισημαίνει ο ξεναγός, το βάζεις τελευταίο, παραπέμπει επίσης στη γενεσιουργό της ζωής –και πάροχο κατ’ επέκταση παραμυθίας και ελπίδας– γυναικεία μήτρα: έτσι βγαίνει το παιδί.

Στη θέση Κυλίνδρα της φημισμένης κατά την αρχαιότητα Αστυπάλαιας έχει ανακαλυφθεί νεκροταφείο βρεφών ενεργό, αναφέρουν δημοσιεύματα, από τα τέλη της Γεωμετρικής Εποχής έως τουλάχιστον τον 1ο π.Χ. αιώνα. Η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε στον συγκεκριμένο ανασκαφικό χώρο πάνω από 3.000 ταφές βρεφών τοποθετημένων –προκειμένου, σύμφωνα με το έθιμο, να έχουν την αίσθηση της μήτρας– μέσα σε ποικιλόσχημα πήλινα αγγεία (χύτρες, υδρίες, αμφορείς, πίθους κλπ.) με τη μέθοδο του εγχυτρισμού: Η ταφή του βρέφους γινόταν συνήθως από οπή που ανοιγόταν στην κοιλιά του αγγείου, η οποία στη συνέχεια καλυπτόταν με το ίδιο τεμάχιο που είχε αποκοπεί ή ακόμη και με κάποια πέτρα. Οι επιστήμονες πιθανολογούν ότι στην περιοχή υπήρχε ιερό της Γεωμετρικής Εποχής, όπου έρχονταν πιστοί για να εναποθέσουν το χαμένο μωρό τους ή ακόμη και τα έμβρυα από τις αμβλώσεις. Στη συνέχεια ωστόσο το αρχικό ιερό εξελίχθηκε σε πανελλήνιο ιερό, όπου πιστοί προσέρχονταν να προσφέρουν το χαμένο μωρό τους, χωρίς κτερίσματα, το ίδιο ως αφιέρωμα.

Στους ποικίλους χώρους του Αρχαιολογικού Μουσείου Πατρών συχνά ξεναγούνται παιδιά. Δεν είναι σπάνιο ο επισκέπτης να συναντήσει μαθητές της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ή και της προσχολικής ακόμα βαθμίδας, συνοδευόμενους από τους δασκάλους τους. Μέσω ειδικών μάλιστα εκπαιδευτικών προγραμμάτων, εντός του μουσείου αναπτύσσονται πρωτότυπες –παιγνιώδους κατά κανόνα μορφής– δραστηριότητες, στις οποίες οι νεαροί επισκέπτες ανταποκρίνονται με ιδιαίτερη ζέση. Προ δυόμισι περίπου ετών, παραδείγματος χάριν, είχε διοργανωθεί δράση απευθυνόμενη σε μαθητές του Δημοτικού και του Γυμνασίου με τον εύγλωττο τίτλο «Κεραμεύς μ’ εποίησεν», κατά τη διάρκεια της οποίας τα παιδιά είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τα είδη των αρχαίων αγγείων και να ενημερωθούν σχετικά με τον τρόπο κατασκευής και ψησίματος, όπως και για τη χρήση τους στο πέρασμα των αιώνων. Στη συνέχεια οδηγήθηκαν από τους υπεύθυνους σε εργαστηριακό χώρο, προκειμένου έχοντας ως αφετηρία έμπνευσης τα ίδια τα πήλινα εκθέματα με τα οποία είχαν έρθει σε επαφή –μη εξαιρουμένου προφανώς και του πίθου– να κατασκευάσουν δικά τους.

Εισχωρώντας βαθύτερα ο επισκέπτης στην αίθουσα της Νεκρόπολης και αριστερά από τα τέσσερα στεφανηφόρα κρανία των ευνοημένων από τη ζωή αλλά και –φευ!– πρώιμα επιλεγμένων από τον θάνατο γυναικών συναντά, σε κοινή προθήκη με τις μυροφόρες ληκύθους, τις γυάλινες χρωματιστές δακρυδόχους: πρόκειται για πολυτελή, ως επί το πλείστον, μικρού μεγέθους αγγεία εντός των οποίων οι συγγενείς συγκέντρωναν τα δάκρυά τους για τον θανόντα, προτού τα εναποθέσουν εντός του τάφου ως απόδειξη της αγάπης τους και της συντριβής γι’ αυτόν. Για ικανό διάστημα μετά την κήδευση του νεκρού τα μέλη της οικογένειας συνήθιζαν –όπως και σήμερα ακόμα συμβαίνει– να επισκέπτονται τακτικά τον τάφο του προσφιλούς τους προσώπου. Σε επιτύμβια μνημεία, αναφέρει η διατριβή της Σπυροπούλου, αναπαριστώνται άνδρες, γυναίκες και παιδιά που κρατούν στα χέρια προσφορές. Οι παρευρισκόμενοι απεικονίζονται καθιστοί δίπλα στον τάφο, άλλοι να θρηνούν το αγαπημένο πρόσωπο συγκρατημένα και άλλοι να εκφράζουν την οδύνη τους πιο γοερά, πεσμένοι στο έδαφος. Λόγω της θέσης στην οποία έχει αναγερθεί (σε επιλεγμένη τοποθεσία εκτός της πόλης) αλλά και χάρη στην ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του κτηρίου, το φως σε συγκεκριμένα σημεία του Αρχαιολογικού Μουσείου Πατρών επιδίδεται κατά τη δύση του ήλιου σε γοητευτικά παιχνιδίσματα, τα οποία δεν αφήνουν αδιάφορο τον οποιοδήποτε έχει εισέλθει εντός του. Ανώνυμος επισκέπτης φιλικού προς το μουσείο διαδικτυακού «μπλογκ» –και ερασιτέχνης, κατά πάσα πιθανότητα, ποιητής– έχει δημοσιεύσει ως σχόλιο σε σχετική ανάρτηση και υπό τον τίτλο «Μουσείο» το εξής σύντομο αλλά περιεκτικό ποίημά του:

Μια φορά γέρος ο ξεναγός
απ’ τον φεγγίτη τον ήλιο
στην πλάτη πάνω
της μάνας του που έπεφτε
είχε δει

~~..~~

Ο Κώστας Καβανόζης γεννήθηκε στην Κομοτηνή το 1967. Είναι πεζογράφος και φιλόλογος, ζει στην Ξάνθη και διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τα βιβλία: Χοιρινό με λάχανο (2004), Του κόσμου ετούτου (2009) στις εκδόσεις Κέδρος, και τα βιβλία Όλο το φως απ’ τα φεγγάρια (2011), Το χαρτόκουτο (2015) και Τυχερό (2017) στις εκδόσεις Πατάκη.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ