Δενδρίτες - Κάλλια Παπαδάκη

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 2017 ΣΤΗΝ ΚΑΛΛΙΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

To Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (European Union Prize for Literature) θα απονεμηθεί στις 23 Μαΐου στις Βρυξέλλες στην Κάλλια Παπαδάκη, με αναφορά στο τελευταίο της βιβλίο Δενδρίτες (εκδόσεις Πόλις, 2015). Κάλλια ΠαπαδάκηΟι Δενδρίτες είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Κάλλιας Παπαδάκη (1978). Έχουν προηγηθεί η βραβευμένη συλλογή διηγημάτων Ο ήχος του ακάλυπτου (εκδ. Πόλις, 2009) και η ποιητική συλλογή Λεβάντα στο Δεκέμβρη (εκδ. Πόλις, 2011). Η συγγραφέας έχει επίσης τιμηθεί για τη δουλειά της ως σεναριογράφος.

Το Βραβείο αναδεικνύει μια δημιουργική Ευρώπη στον χώρο της πεζογραφίας σε πολλές γλώσσες, ενώ παράλληλα προωθεί τη λογοτεχνία με μεταφράσεις βραβευμένων έργων και καλλιεργεί τον διαπολιτισμικό διάλογο. Η Ελλάδα είναι μεταξύ των εκ περιτροπής χωρών, σε συγγραφείς από τις οποίες απονέμεται το βραβείο το 2017 και περιλαμβάνουν τους Rudi Erebara (Αλβανία), Ina Vultchanova (Βουλγαρία), Sunjeev Sahota (Ηνωμένο Βασίλειο), Halldóra K. Thoroddsen (Ισλανδία), Osvalds Zebris (Λεττονία), Walid Nabhan (Μάλτα), Aleksandar Bečanović (Μαυροβούνιο), Jamal Ouariachi (Ολλανδία), Darko Tuševljaković (Σερβία), Sine Ergün (Τουρκία) και Bianca Bellová (Τσεχία).

Το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας στηρίζεται από το πρόγραμμα «Δημιουργική Ευρώπη» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που έχει αναθέσει τον συντονισμό του στην Ευρωπαϊκή και Διεθνή Ομοσπονδία Βιβλιοπωλών (EIBF), το Συμβούλιο Ευρωπαίων Συγγραφέων (EWC) και την Ομοσπονδία Ευρωπαίων Εκδοτών (FEP), ενώ στην Ελλάδα συντονίζεται από την Εταιρεία Συγγραφέων.

Μέλη της Επιτροπής στην Ελλάδα για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας για το 2017 είναι ο συγγραφέας και μεταφραστής Αχιλλέας Κυριακίδης, ο εκδότης και εκπρόσωπος της Ομοσπονδίας Ευρωπαίων Εκδοτών Γεώργιος Νίκας, ο κριτικός λογοτεχνίας Αριστοτέλης Σαϊνης και ο συγγραφέας και βραβευμένος με Ευρωπαϊκό Βραβείο το 2014 Μάκης Τσίτας, ενώ Πρόεδρος της Επιτροπής είναι ο συγγραφέας και Αντιπρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων Γιώργος Χουλιάρας.

Το πρόγραμμα «Δημιουργική Ευρώπη», με προϋπολογισμό σχεδόν 1,46 δισ. ευρώ για την περίοδο 2014-2020, συνεισφέρει σε εκατοντάδες προγράμματα πολιτιστικής συνεργασίας και περιλαμβάνει πρόγραμμα στήριξης λογοτεχνικών μεταφράσεων μεταξύ ευρωπαϊκών γλωσσών.

Ο τομέας του βιβλίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην ευρωπαϊκή οικονομική ζώνη έχει ετήσιο κύκλο εργασιών της τάξεως των 22 με 24 δισ. ευρώ, ενώ υπολογίζεται ότι απασχολεί περισσότερο από μισό εκατομμύριο άτομα – συγγραφείς, βιβλιοπώλες, εκδότες, τυπογράφους, σχεδιαστές και άλλους. Στα περίπου 9 εκατομμύρια βιβλία που είναι διαθέσιμα στις 24 επίσημες γλώσσες της ΕΕ και άλλες, Ευρωπαίοι εκδότες πρόσθεσαν σχεδόν 575.000 νέους τίτλους το 2015.

Περισσότερες πληροφορίες: http://www.euprizeliterature.eu

Δενδρίτες - Κάλλια ΠαπαδάκηΔείγμα από το μυθιστόρημα της Κάλλιας Παπαδάκη Δενδρίτες:

Ο ήλιος δύει νωχελικά πίσω από την πόλη του Κάμντεν, τη στιγμή που η Λητώ παραπατά και σκύβει να δέσει το λυτό της κορδόνι στην άκρη του δρόμου, κι ενώ απέναντί της το σχολικό λεωφορείο του δήμου διασχίζει νοτιοδυτικά τη λεωφόρο με μότο στο σκαρί του τις «ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση», διατρανώνοντας το δικαίωμα κάθε μαθητή ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος και οικονομικής επιφάνειας ν’ απολαμβάνει τα ίδια προνόμια στη δημόσια εκπαίδευση, στο παράθυρό του βλέπει γαντζωμένη τη Μίνι, με τις μαυριδερές σγουρές, κουτσουρεμένες κοτσίδες, να κοιτάζει πέρα, πέρα μακριά, προς το ποτάμι του Ντέλαγουερ, και ακόμη πιο πέρα, προς τη Φιλαδέλφεια όπου ζει ο πατέρας της που τους εγκατέλειψε όταν η ίδια ήταν μωρό και δεν τον γνώρισε ποτέ, κι αν έχει μια εικόνα του φυλαγμένη στη μνήμη είναι οι ξεθωριασμένες του μπότες που βρήκε στο πατάρι, νούμερο 48, και τις έκανε γλάστρες, έβαλε χώμα και λίπασμα και φύτεψε μέσα τους τα μωρά φασόλια της για το μάθημα της βοτανολογίας.

Η Μίνι μένει σε μια γειτονιά κακόφημη, με γκρίζα πέτρινα σπίτια που ’χουν χάσει το χρώμα τους, ο χρόνος τα ’χει ρημάξει ομοιόμορφα, και μέσα στη διαμοιρασμένη ασχήμια τους υπάρχει αρμονία, δεν σε ξενίζει η εγκαταλειμμένη πέτρα, είναι σαν να τη λάξεψε σοφά ο χρόνος, τα ερείπια κουβαλούν το παρελθόν σχεδόν ευλαβικά, μαρτυρούν την ανθρώπινη φιλοδοξία που τη ματαίωσε ο ρους των γεγονότων, κάτοικοι και ερείπια συνυπάρχουν έχοντας πια αποδεχτεί τη φθορά, και μόνο τα βράδια που νυχτώνει νωρίς, τώρα που ’χει πιάσει να χειμωνιάζει, φοβάται κανείς, τότε που κρύβεται η μιζέρια των κτιρίων στην πάχνη της σκοτεινιάς και η μορφή τους ανακτά κάτι από την πρότερη αιχμηρή αίγλη της και οι άνθρωποι, για να ξορκίσουν την καλοσύνη της νύχτας που πέφτει σαν βάλσαμο πάνω στη ρημαγμένη πέτρα και την καλύπτει, γίνονται τέρατα, μη τυχόν κι ονειρευτούν πως τους άξιζε κάτι καλύτερο και απαρνηθούν τη δύστυχη μοίρα τους. Η Μίνι κατεβαίνει από το λεωφορείο και βάζει τη σάκα της στην πλάτη, χαιρετά μ’ ένα βιαστικό κούνημα του χεριού τον μεξικανό της φίλο, τον Μιγκέλ το χταπόδι, τον οδηγό, τυλίγεται στο ελαφρύ της τζάκετ, και με το βλέμμα μπροστά, τρέχει παράλληλα με τον κολπίσκο του Νιούτον που εφάπτεται στο μόργκαν Βίλατζ για να ενωθεί στα δυτικά με το ποτάμι του Ντέλαγουερ, που καταδυναστεύει την πόλη και τη βουλιάζει σε μια παντοτινή θλιβερή υγρασία και στα εποχιακά αιμοβόρα κουνούπια που τρέφονται από τα στάσιμα νερά και τα ανθρώπινα ναυάγια του παραπόταμου Κούπερ.

«Νωρίς ήρθες», την πληροφορεί η μάνα της από το εσωτερικό της κουζίνας και η Μίνι, ξέπνοη, αφήνει τη σχολική σάκα στον διάδρομο του ισόγειου διαμερίσματος και εφορμά στο σαλόνι, παίρνει το τηλεκοντρόλ κι ανοίγει την τηλεόραση, «τζίφος», δεν έχουν δώσει ακόμη ημερομηνία για το πότε θα προβληθεί το επεισόδιο του Ντάλας, πρέπει επιτέλους να μάθει ποιος πυροβόλησε τον Τζέι Αρ, πάνε έξι μήνες από τον περασμένο Μάρτη που το ερώτημα παραμένει αναπάντητο, κοντεύει να μπει ο Νοέμβρης κι ακόμη δεν έχουν εξιχνιάσει την υπόθεση, όλο το καλοκαίρι αναλώθηκε στα ποιος και γιατί, μπήκε Σεπτέμβρης κι αναθάρρησε η Μίνι, ήταν να ξεκινήσει η τηλεοπτική σεζόν, θα έμπαιναν τα πράγματα στη θέση τους, μα για κακή της τύχη οι ηθοποιοί απεργούσαν, κι αυτό επ’ αόριστον κι από Σεπτέμβρη είπανε Οκτώβρη, κι από Οκτώβρη Νοέμβρη, κάπου στα μισά, αγανάκτησε ο κόσμος να περιμένει, και για να τον ιντριγκάρουν και να τον κρατήσουν ζεστό οι παραγωγοί του ΣιμπιΕς έριξαν λάδι στη φωτιά και στην οθόνη των τηλεθεατών παρέλασαν ολιγόλεπτα τρέιλερ με πιθανές εκδοχές για το ποιος ήταν ο παραλίγο δολοφόνος, φούντωσαν ξανά οι συζητήσεις, μα τι κακό κι αυτό, το μισό καστ ήταν δυνάμει δολοφόνοι, κι η Μίνι όλο το καλοκαίρι έβαζε στοίχημα πως τον Τζέι Αρ τον πυροβόλησε η μάνα του η μις Έλλη, τόσα της είχε κάνει της κακομοίρας, γιατί σαν τον πόνο που δίνουν οι συγγενείς δεν έχει μεγαλύτερο, κι όσο πιο στενοί οι δεσμοί, τόσο πιο βάναυσα σε σημαδεύουν, κι ο Πητ, ο μεγάλος της αδερφός, 3 Σεπτέμβρη ήταν, σήκωσε το αεροβόλο και την πέτυχε στον αριστερό της ώμο κι έβγαλε η Μίνι μια κραυγή, σήκωσε στο πόδι τη γειτονιά, κι εκείνος γελούσε και της ζητούσε συγγνώμη, πως δεν το ’θελε, το ’κανε τάχα κατά λάθος, λάθη γίνονται, ανθρώπινα είναι, και τα όμορφα μάτια της Μίνι είχαν γίνει σαν κουμπότρυπες από τον πόνο, κι από τα δάκρυα που ανάβλυζαν θόλωσαν, και τότε ήξερε στ’ αλήθεια πως εκείνη σκότωσε τον Τζέι Αρ.

«Είκοσι μία Νοεμβρίου είπαν θα το δείξουν», η Μίνι στρέφει το κεφάλι για ν’ αντικρίσει τη μάνα της να μασουλάει κάτι που μοιάζει με τηγανισμένη μπανάνα και το ονομάζουν πλάτανο στο Σαν Χουάν, η ίδια το σιχαίνεται στη γεύση και την υφή από τότε που της το ’χωσαν πρώτη φορά στο στόμα με το ζόρι, κι ας προσπαθεί να την πείσει η πολύξερη κι αεικίνητη Λουίσα πως είναι χαμηλό σε σάκχαρα και έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε κάλιο και καλά θα κάνει ν’ αφήσει τις κόνξες και τις ιδιοτροπίες και να συμβιβαστεί με το τι είναι καλό γι’ αυτήν, γιατί η γνώση έρχεται αργά για να προφτάσει αυτά για τα οποία η θυγατέρα της θα μετανιώσει, και η Μίνι με την πλάτη γυρισμένη και την τηλεόραση να παίζει, πάνω που ετοιμάζεται να ρωτήσει τι θα φάνε το βράδυ γιατί πεινάει σαν λύκος, νιώθει άξαφνα την ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη, κι όπως το φως ξεπερνά τον ήχο σε ταχύτητα, έτσι και οι λέξεις έρχονται αμέσως μετά, ξεσπούν σαν μανιασμένες βροντές, «τι πήγες κι έκανες στα μαλλιά σου, πανάθεμά σε;» και σαν να μην έφτανε αυτό, τα λιγδιασμένα από το μαγείρεμα δάχτυλα της Λουίσα τραβούν ό,τι έχει απομείνει από τις κοτσίδες να ξεχειλώσει, λες και το τράβηγμά τους θα επαναφέρει ό,τι έχει πια χαθεί.

Κοντεύει έντεκα το βράδυ κι ο Πητ δεν έχει φανεί, η μητέρα της πηγαινοέρχεται στο σαλόνι και η Μίνι, τυλιγμένη με τη μάλλινη παιδική της κουβέρτα στην άκρη του καναπέ, προσποιείται πως καταπιάνεται με δυσεπίλυτες ασκήσεις μαθηματικών. «Τι ώρα πήγε;» ξαναρωτά η Λουίσα για πολλοστή φορά, και δεν περιμένει ούτε παίρνει απάντηση, «πότε τον είδες τελευταία φορά;» και η Μίνι δίχως να σηκώσει το βλέμμα από το βιβλίο της ψελλίζει, «μαμά, σου είπα, ήρθε στο σχολείο», κι η Λουίσα βγαίνει από το σαλόνι, ανοίγει την εξώπορτα κι ακροβατεί στα λιγοστά τετραγωνικά του πεζοδρομίου, σαν να συλλογίζεται αν πρέπει να διασχίσει τον δρόμο, λες και στο αντίπερα άκρο του κυλάει μανιασμένα ένα απειλητικό ποτάμι, και η ανήσυχη φιγούρα της διαγράφεται αλαφροΐσκιωτη να παραπαίει μέσα από τις δαντελωτές κουρτίνες, κι η σκιά της γιγαντώνεται στους τοίχους κι αιωρείται πάνω από τον καναπέ, πάνω από το κεφάλι της Μίνι, σαν κακό μαντάτο. Είναι τώρα περασμένες δώδεκα, η Λουίσα με τα δυο της χέρια στηρίζει το κεφάλι της στο τραπέζι της κουζίνας, η Μίνι λαγοκοιμάται στον καναπέ, κι ανάμεσά τους κείτεται το τηλέφωνο σιωπηλό, κανείς δεν γνωρίζει τίποτα, οι δυο του κολλητοί βρίσκονται από νωρίς στα σπίτια τους, η αστυνομία δεν έχει κανένα διαφωτιστικό στοιχείο, αν κάτι προκύψει θα ειδοποιήσει να μην ανησυχούν, και το τηλέφωνο στη θέση του, βουβό κι απόκοσμο σαν τις σκέψεις που φτιάχνει με το νου της η Λουίσα κι ονειρεύεται από σπόντα η Μίνι.

Κοντεύει να ξημερώσει και ο Πητ δεν έχει ακόμη φανεί, η Λουίσα παραμένει στην ίδια θέση, κι είναι το σώμα της αποκομμένο βαρίδι που έχασε το ζύγι του, η Μίνι τυλιγμένη στη μάλλινη κουβέρτα κάνει ανήσυχο ύπνο στον καναπέ, κι ο ήλιος μπαίνει διστακτικά από το παράθυρο και φωτίζει όλες τις σκονισμένες γωνίες, τους χτεσινούς ιστούς από τις εργατικές αράχνες, τα ψίχουλα του ψωμιού στο πάτωμα, τη φθορά και την εγκατάλειψη που προκάλεσε μια νύχτα βαθιάς θλίψης, και η Λουίσα σηκώνεται άψυχα από την καρέκλα, ανάβει το μάτι της κουζίνας κι ετοιμάζει με μηχανικές κινήσεις αυγά μάτια με λεπτές λωρίδες μπέικον και φρυγανισμένο ψωμί αλειμμένο με ζάχαρη και μαργαρίνη.

Πίσω της στέκεται η αγουροξυπνημένη Μίνι με τα μαλλιά ανάκατα από τον ύπνο και το στομάχι άδειο να γουργουρίζει από την πείνα, τραβάει την άκρη της ξεθωριασμένης ρόμπας μα δεν παίρνει απάντηση, «μαμά, τι ώρα είναι;» ρωτά χαμηλόφωνα μην την τρομάξει με την παράταιρη απαίτησή της, κι η Λουίσα μοιάζει με φάντασμα, τα παραπανίσια της κιλά δεν αγκαλιάζουν πια το σώμα όπως πρώτα, θα έπαιρνε όρκο κανείς πως τα ρούχα της κρέμασαν μέσα σε μια μονάχα νύχτα και οι στρογγυλεμένοι της ώμοι έγειραν μπροστά κι απόκαμαν, «τι ώρα είναι;» επιμένει η Μίνι, και η Λουίσα σαν υπνωτισμένη ανοίγει τα ντουλάπια, βγάζει τα θαμπά από τη χρήση και τον χρόνο σερβίτσια, «ώρα για πρωινό, ώρα για πρωινό» μονολογεί και στρώνει από συνήθεια το τραπέζι για τρεις.

Τρώνε μαζί την ώρα που τα διπλανά σπίτια είναι ακόμη σκεπασμένα με την πρωινή αχλή κι οι δρόμοι ολόγυρα πεισματικά σιωπούν, σε μισή ώρα όλα θ’ αλλάξουν, η Λουίσα το γνωρίζει πως σαν ξημερώσει τίποτα δεν θα ’ναι το ίδιο κι έχει εναποθέσει τις ελπίδες της σ’ αυτό το μεσοδιάστημα που οι σκέψεις της σαν σκιές συστέλλονται και διαστέλλονται στον χρόνο, να καλύψουν όσα τετραγωνικά προσμονής της αναλογούν ακόμη, πριν τη βρουν τα μαντάτα που ψυχανεμίζεται, γιατί ο γιος της είναι μπλεγμένος με συμμορίες και ναρκωτικά, της το ’πανε από την εκκλησία των Βαπτιστών για να τη συνετίσουν και να τη φέρουν στον δρόμο του Κυρίου, και κείνη δυο βδομάδες ταλαντεύτηκε, τι και ποιον ωφελεί να απέχει από τον εκκλησιασμό, να διαφέρει και ν’ αντιστέκεται στην προσταγή της τοπικής κοινότητας, μα είναι που μέσα της δεν έχει μείνει πίστη κι ελπίδα για δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες που πέφτουν σαν μάννα εξ ουρανού και τρέφουν να χορτάσουν τους χρόνια στερημένους.

Η Μίνι ετοιμάζει την τσάντα της και τρέχει να προλάβει το σχολικό λεωφορείο, η Λουίσα τραβά το σκαμπό της κουζίνας και κάθεται μπροστά στο παράθυρο με την κουρτίνα τραβηγμένη, η Μίνι τρέχει πίσω από το λεωφορείο που επιταχύνει, η Λουίσα αφουγκράζεται την αναπνοή της, ένα σούρσιμο από ετεροχρονισμένα «γιατί, εάν και μήπως», την εγκλωβίζουν στο σώμα της και τη σφυροκοπούν, η Μίνι χάνει από τα μάτια της το λεωφορείο που αναπτύσσει ταχύτητα στη λεωφόρο, και γίνεται μια τόση δα τρεμάμενη κουκκίδα στην άκρη του βαθυκόκκινου ορίζοντα, και η Λουίσα παίρνει ανάσες βαθιές, πιάνει το στήθος και σωριάζεται στο πάτωμα, γιατί η καρδιά δεν θέλει πια να κατοικεί μέσα σ’ αυτό το σώμα, και η σφιγμένη της, σηκωμένη γροθιά είναι η απόδειξη της έσχατης κι ατελέσφορης μάχης.

Από το μυθιστόρημα της Κάλλιας Παπαδάκη
Δενδρίτες
Εκδ. Πόλις, 2015
σελ. 240
ISBN 978-960-435-481-8

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ