Ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης (*1940) - φωτογραφίες: Ρήσος Χαρίσης

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ: ΚΡΑΔΑΣΜΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

Με αφορμή την επικείμενη παρουσίαση της νέας ποιητικής συλλογής
του ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη: «Ηλίου και Σελήνης άλως» (εκδόσεις Ίκαρος, 2017) 
που θα γίνει αύριο Τετάρτη, 20.9.2017, ώρα 20:30  στο βιβλιοπωλείο IANOS
από τον Αλέξιο Μάινα (ποιητή) και τον Κυριάκο Μαργαρίτη (συγγραφέα)   

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΕΦ’ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΥΛΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΥΡΙΑΚΟ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ – 
στον πανεπιστημιακό (νεοελλ. φιλόλογο) Θεοδόση Πυλαρινό
για το περιοδικό «Αποικία» 

~.~

Ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης και (δεξιά) ο καθηγητής Θεοδόσης Πυλαρινός - φωτο: Ρήσος Χαρίσης
Ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης και (δεξιά) ο καθηγητής Θεοδόσης Πυλαρινός

 (Θ.Π.) – Μιλήστε μας, παρακαλώ, για τα παιδικά σας χρόνια: πρόδρομες ενδείξεις και ερεθίσματα.

 (Κ.Χ.) – Άρχισα να γράφω ποιήματα από μικρός, γύρω στα εννιά μου χρόνια. Δεν ήταν τίποτε σπουδαίο, όμως με κράτησαν κοντά στο ζεστό σώμα της ποίησης. Το σημαντικό στην περίπτωση αυτή δεν κρίνεται από το αποτέλεσμα παρά από ένα πλημμύρισμα για έκφραση και μια μυστηριώδη ώθηση για δημιουργία. Θυμάμαι πάντως και το θέμα του πρώτου μου ποιήματος: αφορούσε την ελληνική σημαία, που τη φανταζόμουν να κυματίζει «από του Βαρωσιού τα τείχη». Το Βαρώσι κατ’ ακρίβεια ήταν η έξω από τα βενετσιάνικα τείχη νέα πόλη της Αμμοχώστου. Δυστυχώς, από τον Αύγουστο του 1974, παραμένει ακατοίκητη,  περιμαντρωμένη εντελώς από τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής – «ολάκερη μια πόλη μες το κρατητήριο», όπως λέω στην ποιητική σύνθεση «Αμμόχωστος Βασιλεύουσα». Εκεί έζησα τα πρώτα μου χρόνια, από το νηπιαγωγείο ίσαμε το πέρας της φοίτησής  μου στο Ελληνικόν Γυμνάσιον Αμμοχώστου (ο όρος τότε κάλυπτε και τη σημερινή έννοια του Λυκείου).

Έτυχε να γεννηθώ (το 1940) στο χωριό  Άχνα (17 χιλιόμετρα από την Αμμόχωστο), τώρα κατεχόμενο και  αυτό από τους εισβολείς. Στα πέντε μου χρόνια, και πριν ακόμη ο πατέρας μου γυρίσει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου ανδραγάθησε ως εθελοντής, μετακινηθήκαμε στο Βαρώσι (1945). Η πόλη ήταν ακόμη μικρή και ειδυλλιακή, όμως εξελισσόταν ραγδαία εξαιτίας της θέσης που κατείχε γεωγραφικά (διέθετε το σημαντικότερο λιμάνι της Κύπρου καθώς και την καλύτερη παραλία και αποτελούσε τουριστικό, εμπορικό και διοικητικό κόμβο της επαρχίας Αμμοχώστου). Μπορώ να πω ανδρωνόμουν βιολογικά μαζί με την ανάπτυξη της πόλης, σε βαθμό που η σωματική της εξέλιξη εκτυπώνονταν στη μνήμη μου με αντίστοιχες ψυχικές αναδιατάξεις. Ο χώρος ήταν για μένα κάτι ζωντανό. Με συνοδεύουν ακόμα οι μεθυσμένες μοσκοβολιές των πορτοκαλιών της Αμμοχώστου, τα κρινάκια στους αμμόλοφους της παραλίας της, αλλά  και η αύρα από τις παραδιπλανές αρχαίες πόλεις Έγκωμη και Σαλαμίνα, που οριοθετούσαν μυστικά και φανερά στοιχεία ελληνικής ταυτότητας. Η περίοδος εκείνη συνέπεσε  με τον απελευθερωτικό αγώνα του 1955-59, που ενστάλαξε στις ψυχές ποιητική ανάταση και μια πνευματικότερη βίωση της ιστορίας. Σ’ αυτό το χαλκουργείο του αγώνα η γενική ψυχή του τόπου αποκτούσε χαρακτήρα και ανακάλυπτε την ουσία της.

Αυτά ως υποδομή και περίγραμμα. Ταυτόχρονα συνέβαλλε στην ανάπτυξή μου το οικογενειακό περιβάλλον. Η μητέρα μου, απλή γυναίκα του λαού, έλεγε, για παράδειγμα,  στους άλλους με καμάρι πως ο γιος της «ποιεί ποιήματα»! Και ο μεγαλύτερος κατά 16 χρόνια αδελφός μου Ανδρέας μού αγόραζε βιβλία με πατρική στοργή. Η δε αδελφή μου Έλλη, δυόμισι μόλις χρόνια μεγαλύτερη, με προφύλαγε από τα μειράκια της γειτονιάς κι ένιωθε περηφάνια για την ποιητική μου επίδοση. Από μια καλή μοίρα δεν γνώρισα τον ανταγωνισμό μέσα στο σπίτι. Θα πρέπει να προσθέσω ότι και οι συμμαθητές μου με αγαπούσαν, καθώς και οι διδάσκαλοι στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο και στο Πανεπιστήμιο.  Με είχαν πάρει όλοι από καλού εξαιτίας της ποιητικής μου ιδιότητας. Ήμουνα κι εγώ «παιδί φανατικό για γράμματα».

Τα καλοκαίρια στην εξοχή, στον Άγια Φίλωνα (αρχαία Καρπασία) απομακρυνόμουν σε κάποιους σπηλαιώδεις αρχαίους τάφους και ζούσα την ευδαιμονία μου· μακριά από το θόρυβο, συντροφιά με τις σαύρες και κανένα φίδι, κατέτρωγα βιβλία, υπογράμμιζα και κρατούσα σημειώσεις στα περιθώρια. Η γύρω φύση ήταν ποιητική και ο κραδασμός του χώρου, σπαρμένου με ψηφίδες και αρχαία νομίσματα, σε συνδυασμό με τους απλούς ψαράδες και τα μποστάνια που άγγιζαν τη θάλασσα, ήταν της τέχνης μου οι δωροδότες. Σ’ αυτά θα προσθέσω και τον λογοτέχνη Γιώργο Σταυρινό Οικονομίδη που έφτανε με τα άλογό του από το ακριτικό χωριό Ριζοκάρπασο, για να καθίσει μπροστά στη γραφομηχανή του στο πέτρινο σπιτάκι του κοντά στο κύμα. Μπορώ να θυμηθώ και τις χελώνες κάποιες  νύχτες και το σκυλί μας που γάβγιζε τα κύματα όταν φυσούσε ο βοριάς, αλλά και τη μυρωδιά του ζεστού ψωμιού σαν έβγαινε απ’ το φούρνο. Στο βιβλίο μου «Αιγιαλούσης επίσκεψις» θα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει σημεία από την οντολογία αυτού του χώρου. Πώς αλλιώς να περιγράψω τώρα εδώ και το πηγάδι με τα αγίασμα στο κέντρο του ημιερειπωμένου ναού του Αγίου Φίλωνα (πρώτου επισκόπου Καρπασίας);  Αρχαιολόγος ξάδερφός μου, ο Κυριάκος Νικολάου, μια μέρα έβαλε κάποιον να κατέβει σ’ αυτό και ιδού, ο εργάτης ανέβαζε συνέχεια από τον πυθμένα του πηγαδιού ειδώλια και αγγεία, τόσα που γέμισαν ολόκληρο δωμάτιο. Επρόκειτο, καταλαβαίνετε για έναν αρχαίο αποθέτη στην καρδιά του χριστιανικού ναού! Και στον τοίχο της αψίδας –απαραίτητο θαρρείς συμπλήρωμα– αεροζυγιάζονταν  ένας οικουρός όφις  («θερκόν», όπως το λέμε εμείς στην Κύπρο).

Γνωρίζω πως η μνήμη είναι επιλεκτική. Αν τύχει μάλιστα να είσαι λογοτέχνης, η ίδια η μνήμη επιλέγει στο όνομα της τέχνης σου τις λεπτομέρειες που σου προσφέρει. Καμία διάκριση ανάμεσα στο ουσιώδες και το επουσιώδες! Αυτό που έχει αξία είναι ο κραδασμός που σου δίνουν κάποιες  εικόνες και η αντήχηση που έχουν στην απορημένη ακόμα ψυχή σου. Ίσως το ζητούμενο να είναι να παραμένεις παιδί με οποιοδήποτε αντάλλαγμα και με στοιχεία συμβατά στις δικές σου ανάγκες.

~.~

Ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης - φωτο: Ρήσος Χαρίσης(Θ.Π.) – Πώς αντιμετωπίζετε τον όρο «εθνικός ποιητής», τον οποίο κάποιοι γενικότερα σας αποδίδουν.

(Κ.Χ.) – Υπάρχει κίνδυνος να παρεξηγηθώ, αν αποδεχθώ χωρίς αντίσταση έναν τέτοιο όρο. Ίσως και να δυσκολεύει την πορεία μου, γιατί θα μου αφαιρούσε ταπεινοφροσύνη, ενώ θα προσέθετε φθόνο σε άλλους. Πρόκειται ασφαλώς περί όνου σκιάς. Αν σε κάτι θα ήθελα να είμαι «εθνικός», αυτό θα ήταν η γλώσσα. Η θεματολογία ως προς την έννοια της πατρίδας είναι ένα σημείο που μπορεί να σε καταστήσει μονάχα εξωτερικά «εθνικό». Η υπεράντληση του όρου καθιστά αλίμονο πρωτότοκους τους Χρυσαυγίτες! Ευτυχώς ο Καβάφης έλυσε το ζήτημα προ πολλού. Ας θυμηθούμε την κλασική του δήλωση: «Δεν είμαι Έλλην, είμαι ελληνικός. Προσοχή, όχι Έλλην, ούτε ελληνίζων, αλλά ελληνικός

Το ρώτημα είναι πότε και με ποιο τρόπο γίνεται κανείς «ελληνικός». Η απάντηση υπάρχει στη  μαγική εικόνα που λέγεται ποιητική κατάθεση ενός εκάστου. Αναζητήστε τον σολωμικό «μικρό προφήτη-ποιητή» και την έγνοια του για ελευθερία και γλώσσα, και θα σας δοθεί η συνταγή. Θα παρέμενε ωστόσο ημιτελής χωρίς αυτό που ο Μακρυγιάννης αποκαλεί «αρετή ελληνική», εννοώντας, βαθιά μέσα στο «είναι» του, μια ανώτερη διάσταση που υπερβαίνει το γεωγραφικό πλαίσιο και καθορίζει την ύψιστη ευγένεια της ανθρώπινης καταγωγής. Το «ελληνικό» δηλαδή ως πανανθρώπινη αξία και όχι ως μητρώο γηγενούς πληθυσμού.

Το ζητούμενο επομένως είναι να μας δοθεί η χάρη να λαξέψουμε το άγαλμα της ψυχής και να ενωτισθούμε  την έννοια του «ελληνικού», συντονισμένοι αποκαλυπτικά με το βάθος της αυταξίας του. Το έθνος μας δεν πρέπει να είναι συνυφασμένο μονάχα με την Ελλάδα, παρά με την Οικουμένη. Ελληνικό είναι αυτό που ανήκει στη γενική πατρίδα των ανθρώπων, όταν αξιώνονται να υπερβαίνουν τα γεωγραφικά και ιστορικά τους αναχώματα και να επεκτείνονται «μεθιστορικά». Πέρα από την υλική των πραγμάτων πλευρά, ανοίγονται οι αιθέριοι ουρανοί της αρετής, όπως την εγκαλλώπισαν αισθητικά οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί και καλλιτέχνες. Μακάρι λοιπόν να αξιωθούμε όλοι να γίνουμε, υπό αυτή την έννοια, «εθνικοί» και «ελληνικοί».

~.~

– Στη δική σας ποίηση, όπως διαπιστώνουμε, καλύπτονται θεματικά όλες οι εποχές του ελληνισμού.

– Αυτό είναι αλήθεια, όμως δεν το επιδίωξα προγραμματικά. Μάλλον είναι απότοκο ανάγκης να συλλαμβάνω τον Ελληνισμό ως ένα όλον. Αν με ρωτάτε ποιος έδωσε μια τέτοια εντολή, δεν ξέρω να απαντήσω. Ίσως να ψάχνω την απάντηση κι εγώ, περνώντας από ανοίγματα που αφήνει η εξελικτική πορεία του λαού μας μέσω ιστορίας, γεωγραφίας και γλώσσας. Έχοντας σπουδάσει ιστορία και αρχαιολογία, τα πράγματα ευκολύνονται απ’ την πλευρά της χρήσης των οργάνων.

Μια πιθανή δεύτερη εξήγηση είναι ότι η Κύπρος ανήκει στον ακραίο Ελληνισμό κι εδώ έχω θεσπιστεί να κατοικώ. Η γεωγραφική θέση και οι ιστορικές περιπέτειες του τόπου προσφέρουν την αιτία για στοχαστική θεώρηση, αναστοχασμό και μετάπλαση του υλικού. Όμως αυτό δεν θα ήταν αρκετό αν δεν υπήρχε από πίσω η σύλληψη του κραδασμού και μια ευθύνη να παραμείνουμε Έλληνες αναζητώντας το χαμένο κέντρο – τα στοιχεία εκείνα που ακεραιώνουν την όψη που «μετράει τη γη».

Αλλά προσοχή, το πανόραμα της ελληνικής διαδρομής μπορεί να καταντήσει εξωτερικό και τουριστικό! Η έγνοια μου ακριβώς συνίσταται από την ευθύνη μου να μην περιπέσω σε κάτι περιγραφικό. Εδώ υπεισέρχεται η δοκιμασία του πνεύματος, η άσκηση της ψυχής και ο εσωτερικός φωτισμός – κοντολογίς ευαισθησία με κλίση πανανθρώπινη.

~.~

– Τι είναι τελικά η Κύπρος για σας και γιατί προσπαθείτε αφενός να την εκφράσετε και αφετέρου να απαγκιστρωθείτε από αυτήν;

– Σε άλλο σημείο της συνέντευξης αναφέρομαι σε έλξεις και απώσεις. Λοιπόν θα σας πω ότι οι Κύπρος είναι απόλυτα συνυφασμένη με την ύπαρξή μου και την τέχνη μου. Ωστόσο με τα υλικά που μου προσφέρει προσπαθώ να εκφράσω ακριβώς αυτό που την υπερβαίνει. Στην ουσία πρόκειται για κάτι που θα πρέπει να υπερβαίνει και μένα. Εν τη πράξει κρίνονται τα πράγματα.

Το δεδομένο είναι ότι η Κύπρος είναι ένα νησί και η λέξη «νησί» αντιστοιχεί στα αγγλικά με τη λέξη island που εμπεριέχει ως έννοια το στοιχείο της απομόνωσης. Άλλωστε η συγγενική λέξη isolation σημαίνει απομόνωση και μοναξιά. Αυτός ο σεισμοπαθής γεωλογικά και ιστορικά χώρος έχει υποστεί μια τραγωδία «υπέρογκη», όπως θα την έλεγε ο Σεφέρης. Μιλάμε για την τουρκική εισβολή και κατοχή. Σε μια στιγμή «όλα ξαλλάξασι για μας και γίναν άνω κάτω»· λαμπρή ευκαιρία για να ξαναγεννηθεί για μας «η φύση των πραγμάτων» που λέει ο  Κορνάρος. Ωστόσο δεν έγινε κατορθωτό αυτό και δεν αντλήσαμε ως λαός από το πάθος μάθος. Η διαχείριση της τραγωδίας δεν είναι μονάχα πολιτική είναι και πνευματική. Φροντίσαμε το πρώτο και παραβλέψαμε το δεύτερο, με αποτέλεσμα να απωλέσουμε όχι μονάχα τη γη μας αλλά και την ποιότητα της ψυχής μας. Και όμως το βάρος μιας τέτοιας τραγωδίας δεν μπορεί παρά να αντισταθμίζεται από την ασκημένη φύση, από ανθρώπους με γρήγορο νου και σώφρονα λογισμό. Αυτή η έλλειψη πνευματικής αντιμετώπισης της τραγωδίας σέρνει το λαό καθημερινά στην εξέδρα των συνθημάτων. Νιώθοντας ξένος στον τόπο μου, πικραίνομαι δημιουργικά, νιώθω μια χαρμολύπη που με καθιστά πεισματικά αισιόδοξο. Η δύναμη του πνεύματος άλλωστε δοκιμάζεται με την εις Άδου κάθοδό του, εκεί όπου φωλιάζει το αναστάσιμο φως που δεν είναι άλλο από τη βαθύτερη γνώση του εαυτού μας. Αυτό με ωθεί να θέλω να αποδράσω και να ξανοιχτώ «στον όμορφο αέρα της αντρείας»,  να λέω τη γνώμη μου ελεύθερα, να γράφω την ποίησή μου ελεύθερα, αγαπώντας σπαρακτικά τον τόπο μου ως σημείο αναγωγής και αφετηρία ποιητικών ανατροπών, ως κάτι πέρα από αυτόν, με κατεύθυνση την ποίηση και μόνο.

~.~

–Έλληνας λοιπόν και οικουμενικός ποιητής. Ποιοι είναι οι κανόνες που ρυθμίζουν την ποιητική σας;

–Εδώ θα πρέπει μάλλον να επαναλάβω τις κωδικοποιημένες ευθύνες μου ως ποιητή, όπως τις έθεσα στο βιβλίο μου «Αιγιαλούσης επίσκεψις»:

«Πρώτη και κύρια ευθύνη: Να πάρεις τη λέξη και να την κάνεις θυρεό προσδίδοντάς της ποιητική αξία και διάρκεια. Δεύτερη ευθύνη: Συγχρωτισμός του χώρου και του χρόνου, ανάπλαση και παλιγγενεσία. Μέσα στη λέξη παίζεται η μοίρα όλου του κόσμου· σε μία μόνο λέξη ανασυντίθενται τα ορατά και τα αόρατα. Τρίτη ευθύνη (κυρίως για Κυπρίους): Να δίνεις εάν χρειάζεται, την αίσθηση της διαλέκτου, όχι να τη μιμείσαι φολκλορικά. Υπάρχουν σημεία κομβικά και κολπώσεις, όπου χωρεί φυσιολογικά ο ενοφθαλμισμός μιας λέξης ή φράσεις του ιδιώματος. Το δέσιμο να είναι λειτουργικό και παράλληλα αποτρεπτικό να «μιμηθούμε» τη διάλεκτο. Αρκεί μια λέξη  (μια απλή ένδειξη υπαινικτική) για να «υποδυθεί» τη διάλεκτο και να υπενθυμίζει πνευματικά τη διαρκή –εντός του ποιήματος– ροή της. Τέταρτη ευθύνη: Να κατέχεις την τέχνη της αναγωγής της ιστορίας σε μύθο και να μιλάς για πράγματα υπαρκτά. Να προσγειώνεις το λόγο με αναφορές στα συγκεκριμένα. Να είσαι σαφής, φιλάνθρωπος, να μη ψευτίζεις την επιστήμη της πραγματικότητας. Πέμπτη ευθύνη: Να σημαδεύεις το υψηλόν της λαϊκής ψυχής, να συνταιριάζεσαι με το ρυθμό της, να συνεχίζεις τη γραμμή. Έκτη ευθύνη: Να εγγράφεις στο έργο σου λέξεις (κοινές είτε σπάνιες, αρχαίες, νεότερες, διαλεκτικές) που χτυπάνε την πόρτα σου. Να γίνεσαι σωτήρας τους δεν είναι λίγο. Έβδομη ευθύνη: Να κατατείνουν όλα σε γλυκεία διατύπωση – ο λόγος, στρογγυλός και  μαλακός, ν’ αποκρύβει περίτεχνα το μόχθο που χρειάστηκε για να φτάσει ως τη λείανση· να ξεγελά πως δήθεν αβασάνιστα.»

Υπάρχουν φυσικά και άλλες ευθύνες. Η καταφυγή μας στην ποίηση δεν γίνεται αναίτια. Αυτή μονάχα έχει τη δύναμη να δώσει τα στοιχεία που χρειαζόμαστε, εφόσον τη συνέχει το ελεύθερο φρόνημα.

Ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης - φωτο: Ρήσος Χαρίσης~.~

– Η  έννοια της «μεθιστορίας» είναι όπως βλέπουμε θεμελιακή για το έργο σας. Επίσης και η έννοια του «μύθου». Μας ενδιαφέρει να ακούσουμε από σας πώς  συνδυάζονται αυτά τα δυο μέσα στο έργο σας.

– Το πράγμα είναι απλό: Ξεκινώ από την ιστορία και τη μυθοποιώ. Ο μύθος σε μένα έχει χαρακτήρα αλληγορίας ή παραβολής ή κάτι άλλου που γεννιέται στη διάρκεια της δημιουργίας, ακολουθώντας τη συρμή του ποιήματος. Τίποτα δεν είναι προκατασκευασμένο. Θα έλεγα μάλιστα πως γράφω όντας περίεργος να δω πού θα με πάει ο μύθος. Αλλά κι αυτός είναι επινόημα που προκαλείται, θαρρώ μαγνητικά, από τη συγχορδία των λέξεων. Δεν εννοώ πως όλα αφήνονται στην τύχη. Αυτό που καλούμε τύχη (μη λησμονάμε πως είχε για τους αρχαίους θεϊκή καταγωγή) ουδεμία σχέση έχει με την τυχαιότητα, αλλιώτικα η έμπνευση θα ήταν φτερό στον άνεμο. Η τύχη είναι ο αναγκαίος οδηγός για τη δημιουργία ενός μύθου που αδημονεί να μάθει ποιος είναι, να γνωριστεί δηλαδή με την εν εξελίξει μορφή του. Αυτή ακριβώς η γνώση είναι που ωθεί το μύθο στην αγκαλιά της ιστορίας, ώστε από την ερωτική τους μίξη να προκύψει τελικά η μεθιστορική υπέρβαση και των δύο.

~.~

– Μιλάτε συχνά για τη σημασία της γλώσσας σε σχέση με τη δική σας δημιουργία. Πώς εννοείτε τη γλώσσα ακριβώς;

– Να μου επιτρέψετε να επαναλάβω ένα σταθερό μοτίβο μου, όπως το είπα στην Ακαδημία Αθηνών κατά την υποδοχή μου ως αντεπιστέλλοντος μέλους της: «Επιθυμώ να καταστήσω τη γλώσσα μου στραγγιστήρι των πολιτισμικών μας διαστρωματώσεων και να την ενεργοποιήσω μουσικά, ώστε να αγγίξω αδρανοποιημένες ηχητικές περιοχές και μυστηριώδεις δυνατότητες του λόγου. Μέσα σ’ αυτόν τελεσιουργείται ο οικουμενικά μαγικός χαρακτήρας της ποίησης».

Η γλώσσα για τους Έλληνες εμάς του ακραίου Ελληνισμού, που ακόμη αγωνιζόμαστε για εθνική επιβίωση, αποτελεί και ουσιώδες στοιχείο εθνικής επιβεβαίωσης. Σε τούτο μάλιστα συμβάλλει και η ζωτική αρχεγονία της κυπριακής διαλέκτου, η οποία παρά τις αναπότρεπτες προσμίξεις από τη γλώσσα τόσων κατακτητών διατηρεί στο ακέραιο τον ελληνικό χαρακτήρα της. Τίποτα λοιπόν δεν μας εμποδίζει να αντλούμε από όλα τα επιστρώματα της ελληνικής μας λαλιάς, καθότι η γλώσσα είναι οικοδομικό υλικό που προσφέρεται στη λογοτεχνική δημιουργία, την εμπλουτισμένη από κελαηδισμούς και  ηχοχρώματα.

Ο δρόμος που ακολουθώ ως προς αυτό είναι προσωπικός, γιατί χειρίζομαι τη γλώσσα ως όργανο και όχι ως πολιτικό μαστίγιο ή όχημα ιδεολογικών εμμονών. Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει, μέσα από τη γλωσσική μου ανεξιθρησκεία, είναι να αναμορφώσω τις λέξεις εμβαπτίζοντάς τες μνημονικά και λειτουργικά στο αρχαίο τους ήθος. Για τούτο επιζητώ να επαναφέρω τη ρυθμική, το ύφος και τη φρεσκάδα μιας μακραίωνης ελληνικής παράδοσης από την οποία εξαρτώνται γόνιμα στοιχεία αναγνώρισης του προσώπου μας, θέλω να πω ο υπαρξιακός μας πολιτισμός.

~.~

Ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης - φωτο: Ρήσος Χαρίσης– Διαπιστώνουμε φιλοσοφικό στοχασμό στο έργο σας και στη ζωή σας. Ποια θεωρείτε πως είναι η σχέση ποίησης και φιλοσοφίας;

– Μεγάλη και ακριβή. Το ζήτημα είναι να μην χρησιμοποιούμε την ποίηση προς έκθεση φιλοσοφικών ιδεών. Ο στοχασμός οφείλει να προβάλλεται στην ποίηση ως άγαλμα. Ουσιαστικά εκείνο που πελεκάται είναι η ίδια η ποίηση ως αποτέλεσμα αισθητικό. Η φιλοσοφία, η μαστοριά και το βάθος του στοχασμού, υπάρχει μέσα από το σημαινόμενο. Όχι από το δηλούμενο, αλλά ακριβώς από το αντίθετο, δηλαδή από αυτό που υπονοείται.

~.~

– Μιλήσατε προηγουμένως για ποιητικό ήθος. Μπορείτε να μας δώσετε ένα σαφέστερο ορισμό;

– Η λέξη δίνει και τον ορισμό. Όλη η ουσία βρίσκεται στην ταύτιση της λέξης με το ήθος της, την εσωτερική ποιότητά της. Αυτό σημαίνει ότι και ο ποιητής οφείλει να ταυτίζεται με το ήθος του λόγου του. Οι λέξεις είναι οι φύλακες άγγελοι του δικού του ήθους. Συλλογιέμαι συχνά ότι η καθαρότητα στη ζωή μας οφείλει να  εκπορεύεται από τις λέξεις  των στίχων. Θέλω να πω ότι τα ποιήματα δεν επιτρέπουν να είμαστε μικροπρεπείς. Η ευτέλεια παράγει κακή ποίηση κι εγώ θέλω να είμαι καλός ποιητής.  Είναι ζήτημα ήθους και πνευματικής ανδρείας (όχι δηλαδή σωματικής ρώμης) η επιλογή. Η ανάγκη να παραμένεις ποιητής υψηλού κινδύνου αντλεί τη δύναμή της από αυτό που υπηρετεί.

~.~

– Ας  μιλήσουμε λίγο και για τους ποιητικούς σας προγόνους.

– Θα ήταν ασφαλώς κοινός τόπος η αναφορά στον Όμηρο, στους αρχαίους Έλληνες τραγικούς και λυρικούς, στον Αριστοφάνη, τους βυζαντινούς υμνωδούς, τον Μαχαιρά, τα δημοτικά μας τραγούδια, τον Κορνάρο, τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Βασίλη Μιχαηλίδη, τον Καβάφη, τον Σεφέρη, τον Παπατσώνη (δεν εξαιρούνται φυσικά και άλλες ποιητικές κορυφές, όπως ο Ελύτης , ο Εγγονόπουλος, ο Εμπειρίκος, ο Καρούζος κι  αυτοί που με πρωτόθρεψαν: Παλαμάς, Σικελιανός, Καρυωτάκης,  Βρεττάκος, Ρίτσος, Καββαδίας, αμή και ο βρακοφόρος διαλεκτικός Παύλος Λιασίδης και ο Παπαδιαμάντης, με την αθώα οικειότητα των ποιημάτων τους, και πλήθος άλλοι, από τον ανθοβολώνα των οποίων τρύγησα το μέλι).

Η αναφορά δεν είναι πλήρης ούτε και η σειρά αξιολογική, απλώς επισημαίνω ονόματα που άσκησαν τη δική τους επίδραση σε κάποιο στάδιο της προσωπικής μου εξέλιξης. Και δεν είναι μόνο αυτοί, από τον ελληνικό μας φυσικά συνέκδημο. Υπάρχει και πλήθος προγόνων από ξένη φύτρα, όπως είναι ο Σαίξπηρ και ο Δάντης, ο Έλιοτ, ο Πάουντ (κυρίως με την «Κατάη»), ο Ρίλκε, ο Λόρκα και η μεγάλη των Γάλλων σχολή, κυρίως ο Ρεμπώ, ο Λωτρεαμόν, ο Μπωντλαίρ, ο Μαλλαρμέ, ο Βαλερύ (ο τελευταίος και για τη βαθιά του σκέψη).

Αλλά γιατί ομιλώ μονάχα για ποιητές; Μορφές όπως ο Θουκυδίδης, για παράδειγμα, συγγραφείς όπως ο Πλάτων, ο Πασκάλ, ο Τσέχοφ και αναρίθμητοι άλλοι, επώνυμοι και ανώνυμοι, διαμόρφωσαν τον ποιητικό μου ψυχοτροπισμό.

Δεν είναι, απ’ ό,τι φαίνεται, σωστό να παραβλέπουμε το χορταράκι χάριν του δέντρου. Σε μια πλαγιά του λόγου, σε μια σκισμή του λόγγου μπορείς να συναπαντηθείς με ένα σπάνιο ενδημικό αγριολούλουδο, μια λέξη, ένα ηχόχρωμα που θα καθορίσει –ποιος ξέρει–  την αισθητική σου πορεία. Ο κόσμος γίνεται από όλα τα πράγματα, και η ποίηση επίσης. Υπό αυτή την έννοια μπορώ να κατατάξω ανάμεσα στους ποιητικούς μου προγόνους τα Κλασικά Εικονογραφημένα και τον Μικρό Ήρωα της παιδικής μου ηλικίας, Ελληνικά Παραμύθια, βιβλία του Νίτσε, του Κακριδή, του Πεντζίκη, ερειπωμένα ξωκκλήσια, κύματα του Αιγαίου, πέταγμα πεταλούδας και  Ηράκλειτο.

Την εικόνα συμπληρώνει η αναζήτηση βάθους στην τέχνη του κινηματογράφου και του θεάτρου (μεγάλοι σκηνοθέτες και η θεωρητική τους ματιά) και από κοντά η μελέτη των άλλων τεχνών, κυρίως των εικαστικών, μέσα από τη εξελισσόμενη  κατάθεση έργων και κειμένων.

~.~

Ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης - φωτο: Ρήσος Χαρίσης– Πώς βλέπετε το μέλλον της ποίησης;

– Η ποίηση είναι ο λόγος που ουδέποτε εκπίπτει. Όσο πιο σκοτεινή η εποχή, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη (των ολίγων) για ποίηση. Η αναμόρφωση του κόσμου δεν γίνεται από τις μάζες. Απλώς αυτές κρατάνε το λοστό. Από τη μετακίνηση κι από τη συντριβή κάτι καινούριο πάντα θα προκύψει. Το αποτέλεσμα θα κριθεί από τη φλόγα του κεριού. Η ποίηση είναι το φως στο σκοτάδι. Καλά το λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ου (=όπου) επλεόνασεν η αμαρτία υπερεπερίσσευσεν η χάρις».

Αν με ρωτάτε για το είδος της ποίησης και τη μελλοντική της εξέλιξη, εδώ θα θυμηθώ τον ήρωα του Τσέχοφ στις «Τρεις αδελφές», τον Βερσίνιν, να προαισθάνεται και να ονειρεύεται αισιόδοξα τον κόσμο σε διακόσια-τρακόσια χρόνια. Ο κόσμος αλλάζει, οι άνθρωποι αλλάζουν, οι σχέσεις μας με τα πράγματα της ζωής μπορεί επίσης να αλλάξουν, εκείνο που παραμένει σταθερό είναι ο νόμος ο φυσικός των αξιών. Το άλας δεν μπορεί να μωρανθεί. Και πού να βρούμε αλάτι αν αυτό μωρανθεί; Ακόμα κι αν η ποίηση καταντήσει, μέσα στην ηλεκτρονική μας αυτοκρατορία, μια καταπιεζόμενη αποικία, ακόμη και τότε θα βρει τον τρόπο να εκφράζεται και να ξεκλειδώνει με μαθηματικές εξισώσεις τη δομή του σύμπαντος, τη δομή εντέλει του σύμπαντος εαυτού της. Θαρσείτε!

~~..~~

Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης είναι Κύπριος ποιητής. Γεννήθηκε το 1940 στην Άχνα και μεγάλωσε στην Αμμόχωστο. Σπούδασε στην Αθήνα και εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση και στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, απ’ όπου αφυπηρέτησε ως Διευθυντής Ραδιοφωνίας. Έχει εκδώσει δεκατρείς ποιητικές συλλογές (και μια δίτομη συλλογή δοκιμίων και άρθρων) από το 1961. Πρόσφατη συλλογή: Ηλίου και Σελήνης άλως (εκδόσεις Ίκαρος, 2017 – Παρουσίαση συλλογής: 20.9.2017 στον Ιανό).
Έχει τιμηθεί με πολυάριθμα βραβεία: Κρατικά Βραβεία Ποίησης Κύπρου (1974, 1978, 1983), Βραβεία Ακαδημίας Αθηνών (1989, 2003), Κρατικό Βραβείο Ποίησης Ελλάδας (1996), Βραβείο Καβάφη (1998), Αριστείο Γραμμάτων, Τεχνών & Επιστημών Κύπρου (2007). Είναι Επίτιμος Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών (2013) και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (2013). Μεταφράσεις του έργου του κυκλοφορούν -σε αυτοτελείς τόμους- στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, σουηδικά, ολλανδικά, βουλγαρικά, αλβανικά. Ποιήματά του έχουν ανθολογηθεί και στα ιταλικά κ.ά. γλώσσες.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ