Ο ποιητής και μεταφραστής Άρης Δικταίος (1919-1983) και (δεξιά) ο γερμανόφωνος ποιητής Rainer Maria Rilke (1875-1926)

ΟΤΑΝ ΠΡΩΤΟΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟΝ ΡΙΛΚΕ

Ράινερ Μαρία Ρίλκε
Rainer Maria Rilke (1875-1926)

Όταν πρωτογνώρισα τον Rainer Maria Rilke, δυο-τρία χρόνια πριν από τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, ήμουν τόσο νέος ακόμα και τόσο αφοσιωμένος στον Rimbaud, που δεν μπορώ να πω ότι τον αγάπησα αμέσως, μολονότι η εντύπωση που μου προκάλεσε ήταν σπάνιας έντασης. Να έφταιγαν οι, ολίγιστες άλλωστε, μεταφράσεις του στη γλώσσα μας, που πολύ λίγα πράγματα διάσωζαν από το μεγαλείο του ποιητή (τι πομπώδης λέξη, προκειμένου για τον Ρίλκε! – αληθινή, εν τούτοις), ή αυτή τούτη η ιδιότητα της νεότητας στην ηλικία μου, που μ’ έκανε ανίκανο να τον εννοήσω (δηλαδή: να τον στήσω μέσα μου), μια και τα νιάτα εύκολα γοητεύονται από το κάλλος του σώματος – πιο εύκολα, τουλάχιστον, παρ’ όσο από το αβυσσαλέο βάθος της ανθρώπινης ψυχής, που τόσο τρομάζει το νέο, όταν το αντικρίσει, αν, φυσικά, του δοθεί η χάρη να του συμβεί κάτι τέτοιο; Οπωσδήποτε, δεν είναι ο Ρίλκε που με πήρε από τον Ρεμπώ. Ανάμεσα στις δυο τούτες αγάπες που κυριαρχικά με παίδεψαν, πέρασε ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα τυφλό. Η πρώτη έφτασε στο απόγειό της με την ήττα της Γαλλίας στα 1939 – μέσα σ’ εκείνο τον ποιητικό έρωτα, που έφτανε ως το πάθος, υπήρχε όλη μου η βαθιά θλίψη, η απελπισία σχεδόν, κ’ ένα είδος διαμαρτυρίας και πληγωμένης υπερηφάνειας για λογαριασμό ενός έθνους που μου είχε δώσει τι πιο μεγάλες, ως τότε, πνευματικές χαρές. Αλλ’ όλ’ αυτά ήταν περιβλημένα με τις άχνες του ονείρου, έξω από κάθε πραγματικότητα: κι ο φοβερός πόλεμος, ακόμη, που είχε απλωθεί σ’ ολόκληρη τη Δύση, μου ήταν τόσο, πρακτικά, άγνωστος, τόσο, ποιητικά και φανταστικά, γνωστός, όσο, λόγου χάρη, κι ο Τρωικός Πόλεμος ή οι Σταυροφορίες. Χρειαζόμουν ένα συγκλονιστικό γεγονός, για να διαλυθεί η γοητεία αυτή, να γίνει δυνατό ν’ αλλάξω ριζικά μέσα μου – όχι ακριβώς ν’ αλλάξω, αλλά: το αισθητικό να γίνει ηθικό, ακριβέστερα: το αισθητικό να προβληθεί πάνω στο ηθικό βάθος του μέσα μου. Και το γεγονός αυτό στάθηκε η βίαιη έφοδος της πραγματικότητας στην Ελλάδα – γιατί και τον πόλεμο ακόμη τον έβλεπα ωραίο, ονειρικό, ελληνικό: ώσπου τον έζησα σαν στρατιώτης, σαν ένας αριθμός δηλαδή, ανάμεσα σε χιλιάδες τέτοιους αριθμούς, κι ολότελα απροετοίμαστος, χτυπημένος σ’ ό,τι πιο πολύτιμο είχα, κι όχι, όχι μόνο στο πιο πολύτιμο, παρά σ’ ό,τι ήμουν, στο ίδιο μου το εγώ, αιστάνθηκα έναν τόσο ανείπωτο πανικό, που όλες οι δυνάμεις του θυμικού και του πνεύματος νεκρώθηκαν μέσα μου. Δεν είχα απομείνει παρά ένα ένστικτο που δρούσε μηχανικά, ή μια μηχανή που ενεργούσε όσο μόνο βρισκόταν στα ξένα χέρια. Πέρασα μέσ’ απ’ όλες τις δοκιμασίες και τις φάσεις του πολέμου ναρκωμένος, σχεδόν αναίσθητος, ενώ μέσα μου δεν ανάδευαν παρά μόνο δυο αισθήματα, το ένα κάτω από τη συνείδηση, μέσα στη συνείδηση το άλλο: ο σκληροτράχηλος πόνος της εμποδισμένης επιστροφής στη μάνα μου, και η, άρρωστη από ανησυχία και άγνοια, περιέργεια να γνωρίσω τι τερατώδη πλάσματα ήταν οι εχθροί – οι Γερμανοί. Κάτι παράξενο: οι νίκες μας στην Αλβανία είχαν αφήσει απείραχτους μέσα μου τους Ιταλούς· δεν είχαν βγει έξω από τ’ ανθρώπινα μέτρα, έξω από το κανονικό ανθρώπινο ανάστημα. Ενώ, αντίθετα, οι Γερμανοί, φορείς του τρόμου και της καταστροφής, είχαν ξεπεράσει όχι μόνο το ανθρώπινο μέτρο, μα και την ανθρώπινη μορφή: τους φανταζόμουν κάτι σαν τέρας, ένα είδος μηχανής-ζώου. Κ’ ήμουν σχεδόν βέβαιος γι’ αυτό. Ο πόλεμος που ζούσα δεν είχε καμιά σχέση με τους πολέμους των βιβλίων, του Ομήρου, να πούμε: τρομοκρατημένος από την εθνική παιδεία κι από τ’ αντιπολεμικά ελληνικά βιβλία, κ’ έρμαιο των τρόμων μου, ύστερα από το ανεμογκάστρι των φουσκωμένων λόγων των προϊσταμένων μου και την εξαφάνισή τους, στο μακεδονικό μέτωπο, όπου είχα βρεθεί τελικά, έβλεπα τον εαυτό μου, μ’ όλα κείνα τα διαλυμένα ελληνικά και γιουγκοσλαβικά στρατεύματα, αιχμάλωτο, κουρελή και βρόμικο, να σπάζει πέτρες, κάτω από έναν ανελέητα πυρωμένο ήλιο, σε μακρινές δημοσιές, μην ξέροντας ακόμη πως η δουλεία χτυπά πιο άμεσα την ψυχή παρ’ όσο το σώμα. Άγνοια; Παραφροσύνη; Μπορεί· όλη η τάξη είχε, οπωσδήποτε, χαλάσει μέσα μου.

Ο γάλλος ποιητής Arthur Rimbaud (1854-1891)

Η αρχή της γερμανικής κατοχής του τόπου μ’ είχε βρει ώριμο. Δηλαδή: ερειπωμένο μέσα μου, αλλά μ’ ερείπια κατάλληλα να χρησιμοποιηθούν σε καινούργια ηθικά και πνευματικά χτίσματα. Και, στην Κρήτη, θεληματικά απομονωμένος επί ολόκληρους μήνες στο σπίτι μου, κάτω από τη σκέπη της μάνας μου, αφοσιώθηκα απερίσπαστος στη μέσα μου αναδιοργάνωση, με την πιο συστηματική μελέτη. Τα παιδικά, τα εφηβικά χρόνια, ήταν πια πάρα πολύ μακρινά – κι ο Ρεμπώ, σαν ένα αόριστο όνειρο, μαζί τους: Un soir, j’ ai assis la Beauté sur mes genoux. – Et je l’ ai trouvée amère. Τι πείρα! Τι άπειρη πείρα! Όχι πια μόνο του Ρεμπώ. Μα και δική μου, επιτέλους. Μα κι όλης της άπειρης νεότητας της πενταετίας γύρω στα 1940.

 

Ο Λεφ Σεστώβ (Λεφ Σεστόφ)
Ο ρωσο-εβραίος υπαρξιστής φιλόσοφος Lev Shestov (γερμ. Leo Schestow) (1866-1938)

Η ομορφιά! Μαχαίρι δίκοπο, από γήινο πόνο κι ουράνια έκσταση. Ολόκληρη η ζωή μου πλάστηκε φυσικά, για να σταθεί πάνω στις κόψεις αυτού του μαχαιριού, κ’ εκεί πάνω ακριβώς να βρει τη θέση που της ανήκει σε τούτον τον κόσμο. Έναν κόσμο κοινό για όλους μας, ώστε να μη χρειάζεται να δημιουργούμε έναν άλλο, πλασματικό, κ’ ελεφάντινους πύργους. Έπρεπε, λοιπόν, να βρω τη θέση μου. Αλλ’ ο ίδιος εγώ ήμουν ήδη μια θέση οικοδομήσιμη, ένα έδαφος δυναμωμένο από τη φωτιά και το σίδερο που πέρασε από πάνω μου, ετοιμασμένο για μια καινούργια σπορά. Και τότε ήρθαν οι καλοί σπορείς: ο Leon Isaakowitch Schestow[1] κι ο Rainer Maria Rilke· τους αφέθηκα διψασμένος και γεμάτος ευγνωμοσύνη, κι αυτοί μου δίδαξαν τον τρόπο της αναζήτησής μου. Ο πρώτος μου έδωσε τη μέθοδο: ν’ απεχθάνομαι τις έτοιμες ιδέες και να μη δέχομαι τίποτε απέξω· το αντίθετο, μάλιστα: να γκρεμίζω το έξω, για να χτίζω το μέσα μου, ζώντας κ’ ερευνώντας μέσα στο άγνωστο και στο δημιουργικά φανταστικό. Ο δεύτερος μου έδωσε τις πνευματικές αισθήσεις του, για να βιώνω το άγνωστο: να βλέπω πέρα από το ορατό και, για ν’ ακούω, να παραβιάζω αυτή τούτη την τρομερή σιωπή των, ζωντανών όλων, πραγμάτων. Κι όλ’ αυτά, όχι απλά μόνο γι’ αυτό τούτο το κάλλος της αισθητικής ευφροσύνης, το τόσο πολύτιμο, άλλωστε, για την εσωτερική αρμονία και ισορροπία μας, παρά, κυρίως για το κάλλος που παιδεύει ηθικά κι ολοκληρώνει τον άνθρωπο σ’ αρετή και κατανόηση. Σε κατανόηση των πραγμάτων (όχι για τα ίδια αυτά, γιατί είναι ό,τι είναι: τελειωμένα, αυτάρκη, και δε μας έχουν ανάγκη, αλλά για τους ίδιους εμάς) και, προπαντός, του ανθρώπου για τον άνθρωπο.

Τον Σεστώβ, για να είμαι συνεπέστερος σ’ ό,τι με δίδαξε, τον άφησα πίσω μου, χωρίς να πάψω να του χρωστώ αιώνια ευγνωμοσύνη και να τον αγαπώ πάντα – έτσι μπόρεσα να μιλήσω, κάποτε, γι’ αυτόν. Πότε θα μιλήσω για τον Ρίλκε; Αλλά ο Ρίλκε δεν τέλειωσε ακόμη το έργο του μέσα μου: ζει και δουλεύει αδιάκοπα μέσα μου και ζυμώνεται με το μέσα μου κι ακόμη δε μου ’πε τον τελευταίο λόγο του. Επί χρόνια άρχιζε και τέλειωνε η μέρα μου μ’ αυτόν, κι αν εξαιρέσω τα νεανικά θεατρικά έργα του, μπορώ να πω, ότι τον διάβασα ολόκληρο κι ακόμη, ό,τι σημαντικότερο γράφτηκε γι’ αυτόν στον τόπο του, στην Αγγλία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Δεν αρκεί, όμως. Για να μιλήσει κανείς για τον Ρίλκε, θα πρέπει να έχει φτάσει στα ύστατα βάθη της πιο αυστηρής Σιωπής, που είναι η μήτρα του λόγου, ως τις πιο βαθιές ρίζες της αρχέτυπης ανθρωπιάς, τότε που το πράγμα συνεκφερόταν ως λόγος και Λόγος, ακολουθώντας τον. Διαφορετικά, δε θα δει παρά ένα μέρος μονάχα, λειψό, και, το πιο συχνά, δε θα πει παρά, για να θυμηθούμε τον αηδιασμένο Άμλετ, words, words, words – παίρνοντας την αντίθετη κατεύθυνση από κείνη που πήρε ο ποιητής.

~.~

[1] Σ.τ.Σ. Ο Δικταίος γράφει γερμανικά: Schestow. Το πλήρες όνομα του ρωσο-εβραίου υπαρξιστή φιλόσοφου (που στην πραγματικότητα λεγόταν Schwarzmann) μεταγράφεται από τα ρωσικά στα γερμανικά συνήθως ως εξής: Leo (ή Lew) Isaakowitsch Schestow.

~~..~~

Το παρόν κείμενο αποτελεί το πρώτο από τα έξι μέρη του δοκιμίου του Άρη Δικταίου «Rainer Maria Rilke – Τα νεανικά του χρόνια».
Εδώ ανθολογείται από το επίμετρο της επιλογής διηγημάτων του Ρίλκε με τίτλο: «Έβαλντ Τράγκυ και άλλα διηγήματα», μτφρ. Άρης Δικταίος, εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, 1987.
Ανθολόγηση για το περιοδικό Αποικία: Αλέξιος Μάινας.

Ο Άρης Δικταίος (ορθώνυμο: Κώστας Κωνσταντουλάκης), 1919-1983, ήταν Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ