Ο ποιητής Φρανκ Ο'Χάρα
Ο αμερικανός ποιητής Frank O'Hara (1926-1966)

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Μικρό εισαγωγικό για τον Φρανκ Ο’Χάρα
(της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη)

O αμερικανός ποιητής και κριτικός τέχνης Φρανκ Ο’Χάρα γεννήθηκε το 1926 στη Βαλτιμόρη των Η.Π.Α.
Ως φίλος κι επιμελητής εκθέσεων των Τζάκσον Πόλλοκ, Βίλεμ ντε Κούνινγκ και Φραντς Κλάιν στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜοΜΑ), του ήταν αδύνατον να μην επηρεαστεί στην ποιητική του σύνθεση από τον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό τους. Η γραφή του, απατηλά φλύαρη, είναι καθόλα μετρημένη ως προς το ρυθμό και τη φωνητική οργάνωση του υλικού· συνδυάζει, δε, με σπάνια επιτυχία τη χαλαρή προφορικότητα με μια αιχμηρή ακρίβεια – τόσο στο χιούμορ/περιεχόμενο όσο και στη σύνταξη/δομή. Στον Ο’Χάρα άρεσε να γράφει ποιήματα (α) για τη γραφή, (β) για τη Νέα Υόρκη, την οποία αγαπούσε ιδιαίτερα, και (γ) για τους φίλους του. Όχι για να μιλήσει για τον εαυτό του, αλλά για να αποτίσει φόρο τιμής στην ομορφιά της καθημερινότητας και στη λυτρωτική δύναμη της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η μποέμικη ζωή του αντικατοπτρίζει –και η παιχνιδιάρικη γραφή του περιγράφει– την κοσμοπολιτική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία έζησαν και δημιούργησαν οι ποιητές της Νεοϋορκέζικης Σχολής (New York School), όπως ο Τζων Άσμπερυ, ο Κένεθ Κοχ, ο Τζέιμς Σούλερ, ο Ρον Πάτζετ κι η Μπάρμπαρα Γκεστ.
Ο ποιητής Φρανκ Ο'ΧάραΟ Φρανκ Ο’Χαρα δεν πρόλαβε να ζήσει τις κοσμοϊστορικές ανακατατάξεις των τελών της δεκαετίας του ’60, τον πόλεμο του Βιετνάμ, τον Μάη του’68, τον πόλεμο των έξι ημερών. Δε θα μάθουμε ποτέ πώς θα μπόλιαζαν την ποίησή του αυτές οι συνθήκες.
Πέθανε με τραγικό τρόπο τον Ιούλιο του 1966, στο Φάιαρ Άιλαντ της Νέας Υόρκης, όταν, μετά από μια μέρα διασκέδασης στην παραλία, τον χτύπησε, μέσα στο σκοτάδι, ένα όχημα. Εξέπνευσε από διάτρηση ήπατος την επομένη.
Η ποίησή του θα διατηρεί πάντα τη φρεσκάδα μιας επείγουσας αίσθησης του παρόντος.

~~..~~

ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Φρανκ Ο’Χάρα ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ:

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΓΙΝΑ ΖΩΓΡΑΦΟΣ

Δεν είμαι ζωγράφος, είμαι ποιητής.
Γιατί; Νομίζω ότι θα ήθελα να ήμουν
ζωγράφος, αλλά δεν είμαι. Που λέτε,

ιδού ο Μάικ Γκόλντμπεργκ, λόχου χάριν, που
αρχίζει έναν πίνακα. Περνώ να τον δω.
«Κάτσε πιες κάτι», λέει.
Πίνω· πίνουμε. Κοιτάζω ψηλά
«Έχεις γράψει ΣΑΡΔΕΛΕΣ στον πίνακα.»
«Ναι, κάτι του χρειαζόταν ’κει.»
«Χμ.» Φεύγω και οι μέρες περνούν
και ξαναπάω να τον δω. Ο πίνακας συνεχίζεται
κι εγώ φεύγω, και οι μέρες περνούν.
Πάω να τον δω. Ο πίνακας έχει τελειώσει.
«Πού ’ναι οι ΣΑΡΔΕΛΕΣ;»
Το μόνο που ’χει μείνει είναι κάποια γράμματα,
«Πήγαινε πολύ», λέει ο Μάικ.

Μα εγώ; Σκέφτομαι μια μέρα ένα χρώμα:
πορτοκαλί. Γράφω ένα στίχο για το πορτοκαλί.
Σύντομα έχει γίνει ολόκληρη σελίδα λέξεις,
όχι στίχοι. Και μετά άλλη μια.
Θα ’πρεπε να ’χει κι άλλο – όχι πορτοκαλί,
αλλά λέξεις, λέξεις για το πόσο τρομακτικό είναι το πορτοκαλί
και η ζωή. Περνούν οι μέρες.
Είναι και σε πρόζα, φαντάσου,
είμαι πραγματικός ποιητής.
Το ποίημά μου τέλειωσε και δεν έχω αναφέρει
ακόμα το πορτοκαλί. Είναι δώδεκα ποιήματα,
τα λέω ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ. Και μια μέρα, σε μια γκαλερί,
βλέπω τον πίνακα του Μάικ, που λέγεται ΣΑΡΔΕΛΕΣ.

(Γραμμένο το 1956, δημοσιευμένο στο βιβλίο Τhe New American Poetry: 1945-1960, Ed. Donald Allen, Grove Press: New York, 1960)

Why I Am Not a Painter

I am not a painter, I am a poet.
Why? I think I would rather be
a painter, but I am not. Well,

for instance, Mike Goldberg
is starting a painting. I drop in.
“Sit down and have a drink” he
says. I drink; we drink. I look
up. “You have SARDINES in it.”
“Yes, it needed something there.”
“Oh.” I go and the days go by
and I drop in again. The painting
is going on, and I go, and the days
go by. I drop in. The painting is
finished. “Where’s SARDINES?”
All that’s left is just
letters, “It was too much,” Mike says.

But me? One day I am thinking of
a color: orange. I write a line
about orange. Pretty soon it is a
whole page of words, not lines.
Then another page. There should be
so much more, not of orange, of
words, of how terrible orange is
and life. Days go by. It is even in
prose, I am a real poet. My poem
is finished and I haven’t mentioned
orange yet. It’s twelve poems, I call
it ORANGES. And one day in a gallery
I see Mike’s painting, called SARDINES.

~~..~~

Concert Champêtre[1]

Η αγελάδα ρεύτηκε και με προσκάλεσε
για πρωινό. «Α», είπα, «έχω να γράψω
ποιμενικό χρόνια τώρα!

Πώς και με θυμήθηκες;»
Κυλιστήκαμε στο γρασίδι
μ’ ευχαρίστηση· τι ωραία που ’ταν!

Με την τεράστια, χοντρή της γλώσσα
εκείνη έμοιαζε καλή γιγάντισσα, όχι
σαν τις άλλες, τις παλιές, τρομακτικές.

Πετάρισε τα ματοτσίνορα στις μέλισσες
μοιάζοντας εντυπωσιακή· βουκολική
ουδόλως. «Ξέρεις», είπα,

«ότι κάποτε έγραψα μια ιστορία
για μια αγελάδα; Και να σκεφτείς,
ούτε που γνωριζόμασταν!»

Εκείνη χαμογέλασε πλατιά, δαγκώνοντας
ναζιάρικα το γόνατό μου (γνωριζόμασταν
κι από χθες;) «Άου! Με ζαλίζεις!»

Τα μαστάρια της απλώνονταν πλουσιοπάροχα
επάνω στο γρασίδι. Σιγομουρμούρισε,
κι ύστερα πέρασε το ένα πόδι

πάνω από τον ώμο μου, κούρνιασα
το κεφάλι μου επάνω στο λαιμό της.
Kοιτάξαμε, θαυμάζοντας, τον ουρανό.

Φιλαράκια, κι έτσι. «Μια μέρα
θα σου διαβάσω την ιστορία μου», της είπα.
«Θα μείνεις.»

(Από τη σειρά ποιημάτων: A Byzantine Place, που είχε αποσπάσει το Βραβείο Avery and Julie Hopwood Award in Creative Writing 1950-51. Το ποίημα δημοσιεύτηκε μετά θάνατον. Εδώ μεταφράζεται από το The Collected Poems of Frank O’Hara, ed. Donald Allen, University of California Press: Berkeley&Los Angeles, 1995)

Concert Champêtre

“The cow Belched and invited me
to breakfast. “Ah” I said “I
haven’t written a pastoral for
ages! What made you think of
me?” We rolled in the clover
pleasantly, my! it was nice.
With her great fat tongue she
seemed a giantess of good, not
the old fearsome kind. Sweeping
her lashes at the bees she
looked very grand and not at all
bucolic. “Do you know” I said
“That I once wrote a story,
about a cow? and to think I
didn’t even know you then!”
She grinned and bit me (did
I know her?) captiously upon
the knee! “Ouch! you bewilder
me!” Her udder splayed richly
in the green, she crooned
silently and threw a leg
over my shoulder. I leaned my
head against her throat. We
looked admiringly skyward.
Very chummy. “Some day I’ll
read you my story” I said.
“It will kill you.”

~~..~~

ΚΕΜΠΡΙΤΖ

Βρέχει ακόμα κι οι ξανθοπράσινοι καρποί
μοιάζουν γελοίοι γύρω από το παράθυρο που βλέπει
στα δέντρα του χειμώνα, με τα τρία άχρωμά τους φύλλα.
Το μάτι της κουζίνας λειτουργεί, μόνη πηγή θερμότητας στον κόσμο.
Νεσκαφέ. Φορώ το ζεστό κοτλέ μου παντελόνι, ένα βαρύ
μπορντό πουλόβερ, τυλίγομαι με το παλιό μπορντό μπουρνούζι.
Σαν τον Πάστερνακ στο Μάρμπουργκ (λεν ότι η Ιταλία κι η Γαλλία είν’ πιο κρύες
αλλά στοιχηματίζω ότι κι η Γερμανία είναι το ίδιο κρύα) και,
στερούμενος την έμπνευση του Δασκάλου, μπορεί και να παγώσω
πριν βγω έξω στη λευκή βροχή. Μήπως έπρεπε να ’χα κλείσει
το παράθυρο χθες βράδυ; Μα είναι πηγή υγείας!
Η Ουράλια πνοή του, που με τραβάει προς τη φλόγα
σαν τσιγάρο ξεχασμένο. Να καείς! διόλου αμελητέα προσταγή,
καθότι ποιητική κι ουχί ασθενική, εγκεκριμένη από το μεγαλύτερο
εν ζωή Ρώσσο ποιητή, με κόστος ανυπολόγιστο.
Στην απέναντι μεριά του δρόμου, ένα σπίτι υπό κατασκευή
στέκει εγκαταλειμμένο στη βροχή. Κρυφά, θα πάω να το χτίσω.

(Γραμμένο το 1956, από τη συλλογή: Lunch Poems, City Lights Books: San Francisco, 1964)

Cambridge

It is still raining ad the yellow-green cotton fruit
looks silly round a window giving out on winter trees
with only three drab leaves left. The hot plate works,
it is the sole heat on earth, and instant coffee. I
put on my warm corduroy pants, a heavy maroon sweater,
and wrap myself in my old maroon bathrobe. Just like Pasternak
in Marburg (they say Italy and France are colder, but
I’m sure that Germany’s at least as cold as this) and,
lacking the Master’s inspiration, I may freeze to death
before I can get out into the white rain. I could have left
the window close last night? Bat that’s where health
comes from! His breath from the Urals, drawing me into flame
like a forgotten cigarette. Burn! this is not negligible,
being poetic, and not feeble, since it’s sponsored by
the greatest living Russian poet at incalculable cost.
Across the street there is a house under construction,
abandoned to the rain. Secretly, I shall go work on it.

~~..~~

[1] Σ.τ.Μ. Βουκολικό κονσέρτο.

~~..~~

Για άλλα ποιήματα του Φρανκ Ο’Χάρα πατήστε στο πλαίσιο:

Η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη είναι ποιήτρια και μεταφράστρια.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ