Πόδια γυναίκας που κάθεται σε βαλίτσα

ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΕΣ ΚΛΗΣΕΙΣ

ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΕΣ ΚΛΗΣΕΙΣ  

(διήγημα του Ρομπέρτο Μπολάνιο)

Ο Β ερωτεύεται την Χ. Προφανώς πρόκειται για έναν απόκληρο έρωτα. Ο Β κάποια εποχή στη ζωή του ήταν διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για την Χ, ούτε λίγο ούτε πολύ αυτά που σκέφτονται και λένε όλοι οι ερωτευμένοι. Η Χ τον χωρίζει. Η Χ τον χωρίζει τηλεφωνικά. Στην αρχή ο Β υποφέρει, αλλά στην πορεία, όπως συνηθίζεται, ανακάμπτει. Η ζωή, όπως λένε στις σαπουνόπερες, συνεχίζεται. Περνούν τα χρόνια.

Ένα βράδυ που δεν έχει τι να κάνει, ο Β καταφέρνει ύστερα από δυο κλήσεις να έρθει σε επαφή με την Χ. Κανείς τους δεν είναι πια νέος, αυτό φαίνεται κι από τις φωνές τους που διασχίζουν την Ισπανία, από τη μια άκρη στην άλλη. Ξαναγεννιέται η φιλία και, μέσα σε λίγες ημέρες, κανονίζουν να ξαναβρεθούν. Και οι δύο έχουν στους ώμους τους διαζύγια, καινούργιες ασθένειες, δυσανεξίες. Όταν ο Β παίρνει το τρένο για την πόλη της Χ, ακόμη δεν είναι ερωτευμένος. Περνούν την πρώτη ημέρα κλεισμένοι στο σπίτι της Χ, μιλώντας για τις ζωές τους (στην πραγματικότητα αυτή που μιλάει είναι η Χ, ο Β ακούει και ενίοτε ρωτά). Το βράδυ η Χ τον προσκαλεί να μοιραστεί μαζί της το κρεβάτι της. Ο Β κατά βάθος δεν επιθυμεί να πλαγιάσει με την Χ, αλλά δέχεται. Το πρωί που ξυπνά, ο Β είναι ξανά ερωτευμένος. Αλλά είναι ερωτευμένος με την Χ ή με την ιδέα να ερωτεύεται; Η σχέση είναι προβληματική και έντονη: η Χ καθημερινά φτάνει στα όρια της αυτοκτονίας, λαμβάνει ψυχιατρική αγωγή (χάπια, πολλά χάπια, που κατά τα άλλα δεν τη βοηθούν καθόλου), κλαίει συχνά και χωρίς προφανή αιτία. Οπότε ο Β φροντίζει την Χ. Οι φροντίδες του είναι τρυφερές, επιμελημένες, ωστόσο και ατσούμπαλες. Μιμούνται τις φροντίδες ενός αληθινού ερωτευμένου. Ο Β δεν αργεί να το καταλάβει. Επιχειρεί να τη βγάλει από την κατάθλιψη, αλλά το μόνο που κατορθώνει είναι να τη φέρει μπροστά σε ένα αδιέξοδο ή σε αυτό που η Χ θεωρεί αδιέξοδο. Μερικές φορές όταν είναι μόνος ή την παρατηρεί να κοιμάται, και ο ίδιος σκέφτεται πως δεν υπάρχει διέξοδος. Επιχειρεί να θυμηθεί τις παλιές αγάπες σαν κάποιο αντίδοτο, να πειστεί ότι μπορεί να σωθεί μόνος του. Ένα βράδυ η Χ του ζητά να φύγει και ο Β παίρνει το τρένο και εγκαταλείπει την πόλη. Η Χ πάει στο σταθμό να τον ξεπροβοδίσει. Ο αποχαιρετισμός είναι στοργικός και χωρίς ελπίδα. Ο Β ταξιδεύει σε κουκέτα, όμως δεν μπορεί να κλείσει μάτι μέχρι αργά τη νύχτα. Όταν επιτέλους αποκοιμιέται, βλέπει όνειρο με έναν χιονάνθρωπο να περπατά στην έρημο. Αλλά ο χιονάνθρωπος προτιμά να μην το ξέρει και η πονηριά του μετουσιώνεται σε θέληση: περπατά τη νύχτα, όταν τα παγωμένα αστέρια διασχίζουν την έρημο. Με το που ξυπνά στη Βαρκελώνη (ήδη βρίσκεται στον σταθμό Σαντς), ο Β πιστεύει ότι καταλαβαίνει τη σημασία του ονείρου και ότι μπορεί να τραβήξει προς το σπίτι του έχοντας μια ελάχιστη παρηγοριά. Το ίδιο βράδυ καλεί την Χ και της διηγείται το όνειρο. Η Χ δεν λέει τίποτε. Την επόμενη μέρα ξανακαλεί την Χ. Και τη μεθεπόμενη. Η συμπεριφορά της Χ είναι όλο και πιο ψυχρή κάθε φορά, λες και με κάθε κλήση ο Β απομακρύνεται στο χρόνο. Εξαφανίζομαι, σκέφτεται ο Β. Με διαγράφει και γνωρίζει τι κάνει και γιατί. Ένα βράδυ ο Β απειλεί την Χ ότι θα πάρει το τρένο και θα της κατσικωθεί σπίτι την επομένη. Ούτε να σου περνά από το μυαλό, λέει η Χ. Θα έρθω, λέει ο Β, δεν αντέχω πια αυτές τις κλήσεις, θέλω να σε κοιτάζω κατά πρόσωπο όταν σου μιλάω. Δεν θα σου ανοίξω την πόρτα, λέει η Χ και του το κλείνει. Ο Β δεν καταλαβαίνει τίποτε. Εδώ και πολύ καιρό σκέφτεται: πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να πηγαίνει από το ένα άκρο στο άλλο στα συναισθήματά του, στις επιθυμίες του. Μετά μεθά ή γυρεύει παρηγοριά σε ένα βιβλίο. Περνούν οι μέρες.

Ένα βράδυ, μισό χρόνο αργότερα, ο Β παίρνει την Χ τηλέφωνο. Η Χ αργεί να αναγνωρίσει τη φωνή του. Α, εσύ είσαι, λέει. Η ψυχρότητα της Χ είναι από εκείνες που σε κάνουν να ανατριχιάζεις. Ο Β αντιλαμβάνεται παρόλα αυτά ότι η Χ θέλει να του πει κάτι. Με ακούει σαν να μην πέρασε ο καιρός, σκέφτεται, σαν να τα λέγαμε χτες. Τι κάνεις;, λέει ο Β. Πες μου κάτι, λέει ο Β. Η Χ απαντά μονολεκτικά και σε μια στιγμή το κλείνει. Περίεργο, ο Β ξαναπαίρνει το νούμερο της Χ. Όταν απαντά, βέβαια, ο Β προτιμά να σιωπά. Στο άλλο άκρο της γραμμής η φωνή της Χ λέει: λοιπόν, ποιος είναι. Σιωπή. Μετά λέει: παρακαλώ και σωπαίνει. Ο χρόνος –ο χρόνος που χώριζε τον Β από την Χ και που ο Β αδυνατούσε να καταλάβει– περνά από την τηλεφωνική γραμμή, συμπιέζεται, διαστέλλεται, αφήνει να φανεί ένα μέρος της φύσης του. Ο Β, χωρίς να το συνειδητοποιήσει, αρχίζει να κλαίει. Ξέρει ότι η Χ ξέρει πως αυτός είναι που τηλεφωνεί. Μετά, σιωπηλά, κατεβάζει το ακουστικό.

Μέχρι εδώ η ιστορία είναι χυδαία. Αξιοθρήνητη αλλά χυδαία. Ο Β καταλαβαίνει ότι δεν πρέπει να τηλεφωνήσει ποτέ ξανά στην Χ. Μια μέρα χτυπούν την πόρτα και εμφανίζονται οι Α και Ζ. Είναι αστυνομικοί και επιθυμούν να τον ανακρίνουν. Ο Β ζητά να μάθει το λόγο. Ο Α δείχνει απρόθυμος να του πει. Ο Ζ, μετά από μια αδέξια υπεκφυγή, του τον λέει. Πάνε τρεις μέρες που στο άλλο άκρο της Ισπανίας κάποιος δολοφόνησε την Χ. Στην αρχή ο Β τα χάνει, μετά καταλαβαίνει ότι είναι ένας από τους υπόπτους και το ένστικτο της επιβίωσης τον θέτει σε επιφυλακή. Οι αστυνομικοί ρωτούν για τις συγκεκριμένες δυο ημέρες. Ο Β δεν θυμάται τι έκανε, ποιον είδε αυτές τις ημέρες. Ξέρει, πώς να μην το ξέρει, ότι δεν το κούνησε από τη Βαρκελώνη, πως δεν έφυγε από τη γειτονιά και το σπίτι του, αλλά δεν μπορεί να το αποδείξει. Οι αστυνομικοί τον παίρνουν μαζί τους. Ο Β περνά τη νύχτα στο κρατητήριο. Κάποια στιγμή της ανάκρισης πιστεύει ότι θα τον μεταφέρουν στην πόλη της Χ και η πιθανότητα, παραδόξως, του φαίνεται ελκυστική. Όμως τελικά αυτό δεν συμβαίνει. Του παίρνουν δακτυλικά αποτυπώματα και του ζητούν την άδεια για να του κάνουν αιματολογική. Ο Β δέχεται. Το επόμενο πρωί, του επιτρέπουν να πάει σπίτι του. Επίσημα ο Β δεν υπέστη κράτηση, συνεργάστηκε απλώς οικειοθελώς με τις αρχές στην εξακρίβωση μιας δολοφονίας. Επιστρέφοντας σπίτι του ο Β ρίχνεται στο κρεβάτι και αποκοιμιέται αμέσως. Ονειρεύεται μια έρημο, ονειρεύεται το πρόσωπο της Χ, λίγο προτού ξυπνήσει καταλαβαίνει ότι αμφότερα είναι το ίδιο. Δεν δυσκολεύεται πάρα πολύ να δει ότι αυτός είναι ο χαμένος στην έρημο.

Για τη νύχτα βάζει ένα ρούχο σ’ ένα σάκο και τραβά προς το σταθμό, όπου παίρνει ένα τρένο με προορισμό την πόλη της Χ. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, που κρατά όλη τη νύχτα, από τη μία άκρη της Ισπανίας στην άλλη, δεν μπορεί να κοιμηθεί και μένει να σκέφτεται όλα όσα θα μπορούσε να είχε κάνει και δεν έκανε, όλα όσα θα μπορούσε να είχε δώσει στην Χ και δεν της έδωσε. Επίσης σκέφτεται: αν εγώ ήμουν ο νεκρός, η Χ δεν θα έκανε αυτό το ταξίδι στη θέση μου. Και σκέφτεται: για αυτό, ακριβώς, είμαι εγώ ο ζωντανός. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, άυπνος, συλλογίζεται την Χ για πρώτη φορά στο πραγματικό της ανάστημα, νιώθει πάλι αγάπη για την Χ και υποτιμά τον εαυτό του, σχεδόν ανόρεχτα, για τελευταία φορά. Φτάνοντας, πολύ νωρίς, πάει κατευθείαν στο σπίτι του αδελφού της Χ. Αυτός μένει έκπληκτος και μπερδεμένος, βέβαια τον προσκαλεί να περάσει, του προσφέρει έναν καφέ. Ο αδελφός της Χ στέκει μπροστά του με φρεσκοπλυμένο πρόσωπο και μισοντυμένος. Δεν έκανε ντους, διαπιστώνει ο Β, μόνο έπλυνε το πρόσωπο και έριξε λίγο νερό στα μαλλιά. Ο Β δέχεται τον καφέ, μετά του λέει πως μόλις έμαθε για τη δολοφονία της Χ, πως η αστυνομία τον ανέκρινε και να του εξηγήσει τι έγινε. Ήταν πολύ λυπηρό, λέει ο αδελφός της Χ ενώ ετοιμάζει τον καφέ στην κουζίνα, αλλά δεν βλέπω τι σχέση έχεις εσύ με όλο αυτό. Η αστυνομία πιστεύει ότι μπορεί να είμαι ο δολοφόνος, λέει ο Β. Ο αδελφός της Χ γελά. Εσύ πάντα ήσουν κακότυχος, λέει. Παράξενο που μου το λέει, σκέφτεται ο Β, όταν εγώ ακριβώς είμαι ο ζωντανός. Αλλά και τον ευχαριστεί που δεν αμφισβητεί την αθωότητά του. Μετά ο αδελφός της Χ πάει για δουλειά και ο Β μένει σπίτι του. Ξαφνικά πτώμα, πέφτει σε βαθύ όνειρο. Η Χ, πώς αλλιώς, εμφανίζεται στο όνειρό του.

Ξυπνώντας νομίζει ότι ξέρει ποιος είναι ο δολοφόνος. Είδε το πρόσωπό του. Εκείνη τη νύχτα βγαίνει με τον αδελφό της Χ, μπαίνουν σε μπαρ και μιλάνε για μπανάλ θέματα και όσο κι αν θέλουν να μεθύσουν, δεν τους βγαίνει. Γυρνώντας σπίτι, περπατώντας σε άδειους δρόμους, ο Β του λέει πως μια φορά τηλεφώνησε στη Χ και δεν μίλησε. Τι πουστιά, λέει ο αδελφός της Χ. Μόνο μια φορά το έκανα, λέει ο Β, αλλά τότε κατάλαβα ότι η Χ συνήθιζε να δέχεται τέτοιες κλήσεις. Και πίστευε ότι ήμουν εγώ. Ο αδελφός της Χ συνοφρυώνεται. Εγώ πιστεύω, λέει, ότι ο δολοφόνος είναι ένας από τους πρώην της, η αδελφή μου είχε πολλούς που τη διεκδικούσαν. Ο Β προτιμά να μην απαντήσει (ο αδελφός της Χ κατά την γνώμη του δεν κατάλαβε τίποτα) και σιωπούν και οι δυο μέχρι να φτάσουν σπίτι του.

Στο ασανσέρ ο Β θέλει να κάνει εμετό. Το λέει: θα κάνω εμετό. Περίμενε, λέει ο αδελφός της Χ. Μετά προχωρούν βιαστικά στο διάδρομο, ο αδελφός της Χ ανοίγει την πόρτα και ο Β μπαίνει μανιασμένος ψάχνοντας το μπάνιο. Αλλά φτάνοντας εκεί δεν θέλει πια να κάνει εμετό. Είναι ιδρωμένος και τον πονά το στομάχι, αλλά δεν μπορεί να κάνει εμετό. Η λεκάνη με το σηκωμένο καπάκι τού φαίνεται ένα στόμα από ούλα που τον κοροϊδεύουν. Ή που κοροϊδεύουν κάποιον, τέλος πάντων. Αφού πλύνει το πρόσωπο, κοιτάζεται στον καθρέφτη: το πρόσωπό του είναι άσπρο σαν ένα φύλλο χαρτί. Τη νύχτα δεν μπορεί παρά να κοιμηθεί ελάχιστα και προσπαθεί να διαβάσει ακούγοντας τα ροχαλητά του αδελφού της Χ. Την επόμενη μέρα τον ξεπροβοδίζει και ο Β επιστρέφει στη Βαρκελώνη. Ποτέ ξανά δεν θα επισκεφτώ αυτήν την πόλη, σκέφτεται, επειδή η Χ δεν είναι πια εδώ.

Μια εβδομάδα αργότερα ο αδελφός της Χ τον παίρνει τηλέφωνο για να του πει ότι η αστυνομία έπιασε τον δολοφόνο. Ο τύπος ενοχλούσε την Χ, λέει ο αδελφός της, με ανώνυμες κλήσεις. Ο Β δεν απαντά. Ένας παλιός ερωτευμένος, λέει ο αδελφός της Χ. Χαίρομαι που το μαθαίνω, λέει ο Β, ευχαριστώ που με πήρες. Μετά ο αδελφός της Χ κατεβάζει το ακουστικό και ο Β μένει μόνος.

(Μετάφραση από τα ισπανικά: Αντιγόνη Κατσαδήμα) 

~.~

*Σημείωμα της μεταφράστριας:
Διαβάζοντας τον Roberto Bolaño (Ρομπέρτο Μπολάνιο, Σαντιάγο Χιλής 1953 – Βαρκελώνη Ισπανίας 2003) έχω την αίσθηση ότι κάθε λέξη είναι και ένα αναντικατάστατο γρανάζι του λογοτεχνικού χρόνου, όπως στην ελάσσονα λογοτεχνία του Κάφκα. Προφανώς και δεν πρόκειται για έναν Κάφκα της Χιλής –αυτό θα μείωνε και τους δύο–, αλλά έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση ρεαλισμού που ξεδιπλώνει τις πιθανότητες και τα δυνατά θεατρικά σενάρια για το τι θα μπορούσε να έχει συμβεί. Σε αυτήν τη μικροκλίμακα των λέξεων, στην οποία το κείμενο σαν να προκύπτει από αναδιατάξεις ενός περιορισμένου αριθμού τους, το ενδιαφέρον τροφοδοτείται από τη διερεύνηση των εξισώσεων, των σχέσεων που κρατούν ζωηρή την προσοχή του αναγνώστη από την αρχή μέχρι το τέλος, ή, όπως το θέτει ο ίδιος ο Μπολάνιο, από τη μία άκρη στην άλλη, από τον προσωπικό μας χώρο μέχρι το αόρατο που επενεργεί για να γίνει θεατό μέσω του εσώτερου εαυτού, της ενδόμυχης κατάστασης και μιας ζωής σε διαρκή κίνηση. Οι χαρακτήρες του συγγραφέα είναι τόσο αληθινοί όσο επιτρέπουν οι σκέψεις μας που τους καθιστούν σκηνικούς.

Η Αντιγόνη Κατσαδήμα είναι ποιήτρια, δημοσιογράφος.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ