Νάνα Παπαδάκη, Encore
(Δεξιά) η ποιήτρια και ηθοποιός Νάνα Παπαδάκη

ENCORE (ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ)

Το πένθος της γλώσσας –
για τη συλλογή Encore (Γυναίκες της Οδύσσειας) 

(γράφει η Έλενα Πολυγένη)   

Η τελευταία συλλογή της Νάνας Παπαδάκη λειτουργεί σαν μια μαρτυρία θανάτου, σαν την αντανάκλαση μιας συνεχόμενης πτώσης. Το τέλος δεν έρχεται ποτέ, μολονότι αναφέρεται διαρκώς, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι συνέχεια εδώ. Γιατί στα ποιήματα της Ν. Παπαδάκη ο χρόνος δεν υπάρχει, το παρελθόν και το μέλλον συμπλέκονται πάντοτε σ’ ένα παρόν που μένει αιώνιο και ακολουθεί μια κυκλική περιστροφή – ενώ ταυτόχρονα μοιάζει να αναδημιουργείται ξανά και ξανά, δίνοντας την εντύπωση πως μας κοιτά μέσα από αλλεπάλληλα κάτοπτρα.

Αυτή ακριβώς η ακινησία του χρόνου ανοίγει τη συλλογή, με τα λόγια: «Ούτε επιστρέφει ούτε φεύγει ποτέ αυτή η θάλασσα/ τις μαύρες κόρες μας ορίζει». Πρόκειται για μια δύναμη που επενεργεί σε τοπία και πρόσωπα, αναλλοίωτη όπως η θάλασσα και παντοδύναμη σαν τον ήλιο. Οι μαυροφορεμένες κόρες πενθούν αυτό το σκληρό τοπίο, μέσω της όρασης. Η μνήμη επιβάλλεται ως αντικατοπτρισμός, ο χρόνος ως μεταφυσικό, απόκοσμο όραμα.

Έτσι, από την πρώτη συλλογή Τα δώρα της αγρύπνιας (εκδόσεις Αστάρτη, 2012), όπου τα πράγματα βρίσκονταν σε μια αέναη περιπλάνηση, στατική ωστόσο μέσα στην επαναληπτικότητά της, περνάμε τώρα στην οπτική του τοπίου, που κλείνεται στον ίδιο του τον εαυτό και ανοίγεται μόνο στη μνήμη. Γίνεται το ίδιο μνήμη, ανακαλώντας  τη μοναξιά του, τη μελαγχολία του, τη νοσταλγία του, μέσα από τους μονολόγους των γυναικών αυτών, που εγγράφονται στις πολλαπλές ταυτότητές του και τελικά συγκλίνουν σε μια φωνή, τη φωνή του ίδιου του τόπου:

Σ’ αυτό το κομμάτι γης τα αγάλματα είναι μόνο για τους τυφλούς. Αν χρησιμεύουν ως τόπος συνάντησης ή σημεία προσανατολισμού ορίζουν μονάχα έναν περιμετρικό χώρο για να ξεβράζονται μνήμες πηχτές σαν σκοτάδι, διαδρομές ελικοειδείς ανάμεσα σε μυς φορτωμένους αίμα και χτύπο. (…) Σαν να κοίταξαν επίμονα το πρώτο σώμα, το ανάστροφο. Απ’ το μισάνοιχτο στόμα τους εισέρχονται ξεχασμένοι σκοποί· φωλιάζουν τώρα γύρω απ’ τους άλλοτε στιλπνούς μηρούς στις ακίνητες πτυχώσεις. Χέρια σφιγμένα σε τσεκούρια τα θρυμμάτισαν σαν χιόνι στα πλευρά, στο στήθος. Όσα κομμάτια παρέμειναν ατόφια συγκρατούν με κόπο αυτό που κάποτε υπήρξαν. Αν ακολουθήσει κανείς τη διαδρομή πάνω στο σώμα τους θα νιώσει στις άκρες των δακτύλων τοπία ατέλειωτα, κοιλάδες, κοφτερά βουνά, μικροσκοπικούς ήλιους να ανατέλλουν και να δύουν σε απόσταση παλάμης.

[Από το ποίημα «Αθηνά (Ι)», σελ. 15]

Η Ν. Παπαδάκη τοποθετεί πρόσωπα και αντικείμενα σε μια αρμονικά ενορχηστρωμένη σύνθεση. Αυτό έχει να κάνει με την ικανότητά της να δημιουργεί σκηνικό χώρο δίνοντας στα πάντα λειτουργική σημασία. Στην παρούσα συλλογή αξιοποιεί στο έπακρο το προσωπικό της υλικό, όπως είναι η παραστατική περιγραφή των αντικειμένων και η απόδοση της ρευστότητας του χρόνου. Διευρύνει την οπτική της σ’ ένα πιο ανοιχτό χωροχρονικό πλαίσιο δίνοντας έμφαση στην αισθητηριακή αντίληψη του κόσμου. Το ποιητικό της σύμπαν ορίζεται κι εδώ από τα αντικείμενα, που τώρα αποκτούν ακόμα πιο σκληρή υφή, καθώς η προέλευσή τους είναι αρχέγονη και σκοτεινή. Η υλική μορφή των πραγμάτων παρουσιάζεται τόσο γλαφυρά που νομίζεις πως τα αγγίζεις, πως τα χέρια σου αισθάνονται αυτές τις τραχιές και σκληρές επιφάνειες. Χαλκός, δόντια, κόκαλα, ο τόπος ραγισμένος, τα αγάλματα και τα σώματα σπασμένα, θρυμματισμένα, κοφτερά βουνά, μέταλλα, όλα κομμάτια μνήμης, που παλεύουν να οριοθετήσουν το χρόνο. Τα πάντα συμμετέχουν σε μια συλλογή αναμνήσεων, η οποία στηρίζεται στις αισθήσεις, κι αυτό είναι το αντίβαρο στη φθορά. Το ξημέρωμα, το φως του που «τινάζεται απ’ τον θάνατο στον ύπνο», όπως λέει μια από τις Γυναίκες, η Ναυσικά, μας φέρνει από Τα δώρα της αγρύπνιας στο Encore (Γυναίκες της Οδύσσειας), σε μια ακόμη αναμονή της άλλης μέρας, η οποία τελείται μέσα σε μια σχεδόν συνωμοτική σιωπή:

Συλλογή Encore εξώφυλλοΠυκνή η σάρκα·
Κυλάει σαν τόπι σε έρημο χωράφι που αμέτρητα γέλια παιδιών
αυλακώνουν.
Κι εμείς, σβήνουμε στο σκοτεινό νερό· απ’ τα βαθιά μας κόκαλα
Ξαναφτιάχνουμε τη μέρα

Πιο τυφλή.

[«Ναυσικά (Ι)», σελ. 23]

Η αδυναμία της γλώσσας να εκφράσει όλο το εύρος των συναισθημάτων, η ήττα της επικοινωνιακής διαδικασίας, η φθορά, ανάμεσα στα άλλα και των λέξεων, απασχολούν τη Νάνα Παπαδάκη, και την οδηγούν να δημιουργήσει μια εικονοποιία που κατορθώνει να απεικονίσει και όχι να ερμηνεύσει/εξηγήσει την εξορία της γλώσσας. Η γλώσσα, όπως και το υποκείμενό της, κείτεται σε τόπο ερημωμένο κι ο μόνος τρόπος να μιλήσει είναι μέσω μιας υπόρρητης, υπαινικτικής λειτουργίας.

Όλες αυτές οι γυναίκες που μας μιλούν, οι γυναίκες της Οδύσσειας, μολονότι φαινομενικά διηγούνται διαφορετικές ιστορίες, είναι στην πραγματικότητα μέρη μιας ενιαίας φωνής. Πρόκειται για μια φωνή που ψάχνει να βρει τη χαμένη της ταυτότητα, την προσωπική της μαρτυρία, όπως η ποιητική φωνή ψάχνει να αναστήσει τις λέξεις στα ελάχιστα περιθώρια που έχουν αφήσει η επανάληψη και η χρηστικότητα. Γι’ αυτό και στο βάθος η σιωπή καραδοκεί σαν μόνη επιλογή. Σ’ αυτό το συμπέρασμα καταλήγει πάντα η Νάνα Παπαδάκη.

Οι λέξεις, όπως και ο τόπος, όπως και το σώμα, είναι τραυματισμένες, κατακερματισμένες, παρουσιάζονται σαν μια αντανάκλαση άλλων σκέψεων, καθώς προσπαθούν να ανακατασκευάσουν το μύθο για να φτάσουν από μια υποκειμενική θέαση σε μια συλλογική αλήθεια. Το υποκείμενο διασπάται κι αυτό σε πολλαπλά μέρη, σε φωνές που μιμούνται άλλες, όπως στο ποίημα «Ελένη». Ο λόγος πια μένει γυμνός ενώ προσπαθεί να βρει τις απαρχές, τις ρίζες του. Μιλά με τις φωνές άλλων, με τη φωνή του παρελθόντος, ενδύεται ο ίδιος το σεφερικό «αδειανό πουκάμισο», αφού το άδειο είναι ο προορισμός του:

(…) Υπάρχει βαθιά μες στη σάρκα κάτι που γνωρίζει
Πριν ακόμη μιλήσει τα πράγματα.
Που το λυμαίνονται άνεμοι
με ράμφος σκοτεινό να το καρφώσουν
Να ενταφιάσουν εκεί ξανά και ξανά το μεγάλο αίμα.
Καθετί από μένα σκηνικό, για να παιχτεί γύρω του το
δράμα που θα γεμίσει με περιεχόμενο
Κάτι
Που παραμένει
Πεισματικά
Άδειο.
Λες κι έτσι θα αποκτήσουν νόημα οι λέξεις.

[Από το ποίημα «Ελένη», σελ. 32-33]

Παρακάτω, η Αρήτη φέρνει συνειρμικά στο μυαλό το άρρητο, πράγμα που επιβεβαιώνεται από το κείμενο και τον τρόπο που παρουσιάζει τη γλώσσα, σαν έναν τόπο οικείο και αλλότριο ταυτόχρονα, που κλυδωνίζεται κάτω από ξένα βήματα, από ίχνη που αφήνουν πάνω της οι άλλοι, ώσπου πια είναι αδύνατον να ξεχωρίσεις τι είναι δικό σου και τι ξένο, ποιοι είναι στ’ αλήθεια οι δεσμοί που σε συνδέουν μαζί της:

(…) κάποια στιγμή, που μυστικά ευχόσουν, παρακαλείς, καθώς οι λέξεις δεν αποτελούν πια σταθερό έδαφος, να φτιάξεις έναν δεσμό. Διαπιστώνεις όμως ότι πλέον είσαι ανίκανος για κάθε είδους ειλικρίνεια, έχεις αρχίσει να καθορίζεσαι από κάτι που μέχρι στιγμής απέδιδες μόνο στις λέξεις των άλλων. Πιστεύεις ότι εφηύρες έναν δικό σου τόπο, η ευφυΐα όμως κυρίως αυτών που θα αποκαλούσες εχθρούς, σε κάνει να υποψιάζεσαι ότι δεν είσαι ο μόνος. Έτσι, μπαίνεις στον μάταιο αγώνα του ενός σαθρού βασιλείου ενάντια στο άλλο, προσφέροντας ως φτηνή λεία τον μόνο ως τα τώρα πιστό σου σύμμαχο, τις λέξεις.

(Απόσπασμα από το ποίημα «Αρήτη», σελ. 46)

Η ποιήτρια Νάνα ΠαπαδάκηΤα σύμφωνα και τα φωνήεντα διαστέλλονται σε μια μεγάλη σιωπή που είναι η τελική απελευθέρωση για το ποιητικό υποκείμενο, καθώς αντικατοπτρίζει την εξορία του σώματος και τη βαθιά επιθυμία του για ένωση με τη μυστική αρχή που δεν γνωρίζει ποια είναι. Αυτή η απελπισμενη αναζήτηση ενός νέου τρόπου έκφρασης, αποδομώντας και αναδομώντας το παρελθόν και τους ιστούς που συνδέουν μαζί του, στοχεύει στην ανάδειξη της αιτίας για όλα όσα οδηγούν στην καταστροφή και την απώλεια, που είναι επίσης ένα διακύβευμα για τις Γυναίκες της Οδύσσειας. Η αντιστροφή της ομηρικής «ανδρικής» φωνής, που μιλά για να εξιστορήσει κατορθώματα, σε μια γυναικεία φωνή που ψάχνει να βρει λόγια προκειμένου να αρθρώσει σπαράγματα πένθους και ματαίωσης, είναι το επίτευγμα του βιβλίου της Ν. Παπαδάκη. Αποτελεί μια ζωντανή έκφραση της ήττας των μεγάλων αφηγήσεων και των «ηρωικών» πράξεων που αφήνουν πίσω μόνο ερείπια. Από αυτά τα ερείπια ανασύρεται η γυναικεία φωνή, που, κατά τη γνώμη μου, επιλέγεται γιατί είναι κατά βάση θρηνητική φωνή.

Κι αυτός ο θρήνος φτάνει μέχρι το σήμερα, για να απευθυνθεί πια στο ελλαδικό τοπίο που παρακμάζει. Το κυρίαρχο στοιχείο του, η θάλασσα, που τόσο υμνήθηκε από τους ποιητές όλων των εποχών γίνεται εδώ σύμβολο θανάτου. Εκτός από τη γλώσσα, έχουν χάσει και οι πέτρες το νόημά τους, οι πέτρες που –μνημονεύοντας ξανά τον Σεφέρη– αποτελούν τον συνδετικό κρίκο του τόπου με την ιστορία του. Παραλληλίζονται με τα πρόχειρα κατασκευάσματα, με παιδικά κάστρα που πρόκειται να διαλυθούν από τα απρόσεκτα βήματα των περαστικών, όπως λέει η «Αθηνά» στον δεύτερο μονόλογό της. Αυτή είναι η φωνή των Γυναικών της Οδύσσειας, φωνή των αγαλμάτων και των φαντασμάτων του παρελθόντος, που μας μιλά «με χίλια στόματα» μέσα από ένα διαμελισμένο σώμα που παλεύει, πάνω στα ερείπιά του, να βρει τη δύναμη να σταθεί όρθιο κοιτώντας κατάματα τον χρόνο.

~.~

Νάνα Παπαδάκη 
Encore (Γυναίκες της Οδύσσειας) 
Εκδόσεις Μελάνι, 2016
σελ. 56
ISBN 978-960-591-054-9

Η Έλενα Πολυγένη είναι ποιήτρια και ηθοποιός.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ