Δημήτρης Καρακίτσος και Παλαιστές
Ο πεζογράφος και ποιητής Δημήτρης Καρακίτσος (φωτο: Αλέξιος Μάινας, αρχείο Αποικία)

ΣΕ ΠΟΙΟ ΕΙΔΟΣ ΑΝΗΚΟΥΝ ΟΙ "ΠΑΛΑΙΣΤΕΣ" ΤΟΥ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΥ;

Δημήτρης Καρακίτσος, Παλαιστές
Σε ποιο είδος ανήκει το βιβλίο;

(γράφει η Ελένη Τσαντίλη)

Οι ιστορικές μορφές του Τζιμ Λόντου, του Παναγή Κουταλιανού και του Δημήτρη Τόφαλου έχουν δημιουργήσει τη γνωστότερη εικόνα των μασιστών ή κατσέρ, δηλαδή των παλαιστών που έστηναν θεάματα, άλλοτε αγώνες με αντιπάλους κι άλλοτε επιδείξεις των «υπερφυσικών» τους δυνάμεων.

Ο Ζήσης Σαρίκας στο μικρό πεζό «Οι κατσέρ» (από τη συλλογή Ψίχουλα, εκδόσεις Νησίδες, Σκόπελος 1998, σελ. 147) περιγράφει τη ζωντανή στη μνήμη του εικόνα από το γήπεδο της ΧΑΝΘ τη δεκαετία του ’60: «Έβγαιναν οι κατσέρ με μάσκες, με προβιές, με ξενικά ονόματα (τάχα αλλοδαποί ή ανθέλληνες) με μπάκες ένα μέτρο. Και μετά, μουγκρίζοντας, άρχιζαν να κάνουν πως παλεύουν, κάτω απ’ τις ιαχές μας και τις γυναικουλίστικες παροτρύνσεις μιας κοντής σπανομαρίας, δήθεν διαιτητή, με το μικρόφωνο στο χέρι». Στην αφήγηση του Σαρίκα η μετέπειτα εμπειρία μετατοπίζει την οπτική της παιδικής μνήμης. Τώρα, προς το τέλος της δικτατορίας, κάποιοι κατσέρ βρίσκονται δίπλα σε αστυνομικούς και ασφαλίτες (σ. 147). Η εικόνα τους είναι γνωστή και από τον κινηματογράφο. Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία «Θου Βου Φαλακρός Πράκτωρ» (ταινία που, σύμφωνα με το ρεύμα της εποχής, σατιρίζει τις κατασκοπικές ταινίες του Τζέιμς Μποντ), όπου ο πρωταγωνιστής Θανάσης Βέγγος παλεύει με έναν κατσέρ. Σε κάθε περίπτωση η εικόνα των παλαιστών αυτού του είδους είναι φοβερή, κωμική και ανοίκεια.

Παλαιστές, Δημήτρης ΚαρακίτσοςΤην περιθωριακή τους ζωή και τα λούμπεν χαρακτηριστικά τους αναπλάθει ο Δημήτρης Καρακίτσος στο βιβλίο Παλαιστές (εκδόσεις Ποταμός, 2016). Επινοεί ένα φανταστικό πρόσωπο, τον Αποστολάρα, και μέσω των απομνημονευμάτων του αλλά και άλλων πηγών αφηγείται τη δράση των παλαιστών από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα. Εστιάζει περισσότερο στην περίοδο του μεσοπολέμου, οπόταν τα παλαιστικά θεάματα είχαν περισσότερη αξία και ανταπόδοση για τους πρωταγωνιστές (μαζί με τις παραστάσεις του Καραγκιόζη στον τομέα του φθηνού λαϊκού θεάματος) και ακολουθεί τους πρωταγωνιστές στη μεταπολεμική τους δύση. Το ενδιαφέρον στο αφήγημα του Καρακίτσου είναι η ολότελα επινοημένη ματιά πάνω στο θέμα του.  Μια φανταστική ερευνητική μελέτη που με επιμέλεια αναδιπλώνει τη σχέση αφήγησης-πραγματικότητας. Όταν τελειώνει η ανάγνωση του βιβλίου σχηματίζεται ένα ερωτηματικό πάνω στις έννοιες ανάγνωση και πρόσληψη, γεγονός και μύθευμα, πραγματικότητα και φαντασία.

Ό,τι λοιπόν φαίνεται να αφηγείται από μνήμης ο Σαρίκας, το αναζητά σε αρχεία ο Καρακίτσος. Συγκεκριμένα, ο συγγραφέας-αφηγητής, που υπογράφει ως Δ.Κ., υποδύεται τον ρόλο του ερευνητή που αναλαμβάνει να φέρει στο φως σκηνές από τη ζωή των μασιστών, δηλαδή των παλαιστών θεάματος, να ανασυστήσει τα αγωνιστικά τους θαύματα και τις προσωπικές τους ιστορίες που βρίσκονται σκορπισμένες σε αρχειακό υλικό. Έτσι ο αφηγητής επικαλείται έρευνα σε αρχεία: Εφημερίδες με ευφάνταστα ονόματα (Το Κουδούνι, Καρπενήσι, Η Ωραία Αιθιοπίς), βιβλία (Τι ήτο η Απλωταριά;), περιοδικά, ημερολόγια, απομνημονεύματα, επιστολές και συγκεντρώνει επίσης προφορικές μαρτυρίες. Αν και μερικά από τα παραπάνω μπορεί πράγματι να υπάρχουν, μέσα στην αφήγηση λειτουργούν αποπροσανατολιστικά για τον αναγνώστη, π.χ. το ψευδές συμβάν μαρτυρείται σε ένα υπαρκτό έντυπο. Με την αφηγηματική ύφανση των πληροφοριών που έχει συλλέξει από τα αρχεία δομεί ένα μισοψεύτικο-μισοαληθινό σκηνικό. Ο συγγραφέας μετατρέπεται σε έναν ψευδοερευνητή που εξαπατά –αληθοφανώς– τους αναγνώστες όπως ακριβώς έκαναν για χάρη της ψυχαγωγίας οι κατσέρ. Επομένως, οι Παλαιστές δεν μπορεί παρά να είναι ένα ψυχαγωγικό βιβλίο στο οποίο η περιπαικτική αφήγηση του Καρακίτσου ερεθίζει το ερευνητικό πνεύμα του αναγνώστη.

Ο πεζογράφος και ποιητής Δημήτρης Καρακίτσος - φωτο: Αλέξιος Μάινας
Δημ. Καρακίτσος (φωτο: Α.Μ. για Αποικία)

Το βιβλίο δεν φέρει υπότιτλο, π.χ. μυθιστόρημα, μαρτυρία, ιστορία, λαογραφική μελέτη. Εμπεριέχει όμως κάτι από όλα τα παραπάνω διότι στην ουσία του είναι μια παρωδία στο είδος της λαογραφικής μελέτης και κυρίως στις ερασιτεχνικές αναδιφήσεις. Εξάλλου, η υπογραφή του αφηγητή, Δ.Κ., παρωδεί την ιδιότητα του ιστοριοδίφη. Αυτό αποδεικνύεται από ορισμένα στοιχεία:

α) Καταρχάς από τα υποκειμενικά σχόλια του συγγραφέα-ερευνητή που δεν τον αφήνουν να αποστασιοποιηθεί από το θέμα ώστε να είναι αντικειμενικός αλλά αντιθέτως τον εμπλέκουν συναισθηματικά, π.χ. μιλώντας για τον Αποστολάρα, τον «μοναδικό εγγράμματο παλαιστή» (σ. 25) σχολιάζει ότι «μάλλον άξιζε να πλουτίσει» (σ. 34).  β) Περαιτέρω, η συμπάθεια ή αντιπάθεια του συγγραφέα προς τα πρόσωπα που παρουσιάζει. Δηλώνεται ο φαβοριτισμός του προς τον Αποστολάρα («όπως εύκολα θα διαπιστώσει ο αναγνώστης μου, το βιβλίο τούτο αποτελεί ένα ταπεινό εγκώμιο για τον εξαίσιο παλαιστή Αποστολάρα», σ. 47), αντιθέτως μπορεί να γίνει σαρκαστικός για πρόσωπα που θεωρεί λιγότερο σημαντικά («γνωρίστηκε με μια ασήμαντη Καρπενησιώτισσα ποιήτρια» και λίγο παρακάτω «η ποιήτρια μοιάζει να ’ναι λίγο φαντασμένη», σ. 22).  γ) Χρησιμοποιεί δραματικό τόνο γύρω από διάφορα γεγονότα («[…]οι παλαιστές που ενέδιδαν σε στημένα παιχνίδια αντέχανε –το πολύ– δυο χρόνια. Το πέρασμα του Ηλία και του Γαρούφαλου από τις παλαίστρες ήτανε σύντομο και σκοτεινό. Το ’27 η παλαίστρα τους κατάπιε –χαθήκανε τα ίχνη τους», σ. 46-47).  δ) Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του ιστοριοδίφη είναι η σιγουριά για τη σπουδαιότητα των ευρημάτων του, αλλά και η κριτική προς τρίτους που δεν ασχολήθηκαν με αυτό το ανεξερεύνητο θέμα («Έχει σημασία να πούμε ότι με τους παλαιστές δεν ασχολήθηκαν οι συγγραφείς λαϊκών μυθιστορημάτων. Ο Αριστείδης Κυριακός [αληθινό πρόσωπο], φερειπείν, που το εκτεταμένο έργο του περιλαμβάνει μυθιστορήματα για λήσταρχους, φονιάδες, αραπάδες, έως και τη λέσχη των Φίφτι Του, δεν έγραψε γραμμή για κάποιον παλαιστή. Το πέρασμα, το 1885, του Κουταλιανού από τον Βόλο έδωσε στον ζωγράφο Θεόφιλο έμπνευση για μια ωραία τοιχογραφία – μα ο Θεόφιλος δεν έδωσε καμία σημασία στους παλαιστές που περνούσαν τους θερινούς μήνες από την πόλη», σ. 103). Έτσι έρχεται ο ίδιος να καλύψει το κενό (από την εισαγωγή «Γράφω για τους εν Ελλάδι παλαιστές του μεσοπολέμου σημαίνει: ψάχνω για τα ίχνη τους και μόνο», σ. 11).  ε) Τέλος η προβολή από τον συγγραφέα-αφηγητή, συνήθως μέσω εισαγωγής και επιμέτρου, του μόχθου να συλλέξει όσα περισσότερα μπορούσε για να προσφέρει στην έρευνα και την ιστορία («Των παλαιστών τούτων τα ίχνη γύρεψα μέσα σε σάπια φύλλα περιοδικών και εφημερίδων», σ. 103).

Οι τεχνικές που χρησιμοποιεί ο Καρακίτσος είναι αποπροσανατολιστικές αλλά με ένα τρόπο που διαρκώς υπενθυμίζουν ότι διαβάζουμε λογοτεχνία και όχι κάποιου είδους ιστορική-λαογραφική μελέτη, παρά τη σχεδόν πειστική παράθεση χρονολογιών, προσώπων, αρχειακού υλικού. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω τεσσάρων τεχνασμάτων: την έντεχνη αγωνία, τις παραπομπές σε αυθεντίες (δηλαδή σε γνωστά έργα), τον εγκιβωτισμό άλλων αφηγήσεων και την υπονόμευση της αφήγησης εν γένει.

Όσον αφορά το πρώτο τέχνασμα, εφόσον ο συγγραφέας έχει θραύσματα αρχειακού υλικού, μόνο αποσπασματικά μπορεί να ανασυστήσει τη ζωή των παλαιστών. Έτσι δημιουργούνται πολλά κενά στη χρονολογική και την πραγματολογική αφήγηση των γεγονότων. Ο συγγραφέας μεγεθύνει αυτά τα κενά μέσω π.χ. εκκρεμών ερωτημάτων («Πάλεψε ή τραγούδησε ο Αποστολάρας στο πλευρό του Γυφτοθόδωρα; Ποιος μπορεί να το πει…», σ. 96). Επίσης συσκοτίζει τα πραγματικά στοιχεία με τα επινοημένα παραπέμποντας σε γνωστά έργα και πρόσωπα (Ιωάννης Κονδυλάκης, Φώτης Κόντογλου). Αν και το βασικό θέμα είναι οι παλαιστές του Μεσοπολέμου, ο συγγραφέας δεν διστάζει να εγκιβωτίσει ιστορίες πρωτοπαλαιστικές, παρακολουθώντας την εξέλιξη αυτού του τύπου θεάματος. Και ενώ από τη μία το χρονολογικό βάθος δίνει την ψευδαίσθηση μιας περιπτωσιολογικής ιστορικής αφήγησης, από την άλλη υπονομεύει την αφήγηση, και από την ιστορική της διάσταση την επαναφέρει με νύξεις στη λογοτεχνική («Ο κόσμος τα πίστευε αυτά τότε. Όπως επίσης έπαιρνε τα καραγκιοζάκια στο πανί για αληθινά», σ. 27). Ή όπως δηλώνει ο αφηγητής στο επιμύθιο: «Έπιασα να γράψω δυο πράγματα για τους παλαιστές, γιατί η ζωή τους είναι ένα έτοιμο ρομάντσο – μια λαϊκή φυλλάδα» (σ. 115).

~.~

Δημήτρης Καρακίτσος
Παλαιστές

Εκδόσεις Ποταμός, 2016
σελ. 140
ISBN 978-960-545-062-5

Η Ελένη Τσαντίλη είναι φιλόλογος και κριτικός λογοτεχνίας.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ