Παράσταση Lenz της Ομάδας Kursk
Φωτο παράστασης: Γιάννης Μακρογιαννέλης

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΤΗΣ ΣΚΛΗΡΟΤΗΤΑΣ - της Χρ. Μυγδάλη

Φωτο παράστασης: Γ. Μακρογιαννέλης

Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε με αφορμή την παράσταση Lenz της ομάδας Kursk που είδα δυο φορές στο Bios. Την πρώτη φορά την είδα μόνη μου και τη δεύτερη με παρέα. Νομίζω πως δεν ήταν η ίδια παράσταση. Νομίζω πως μια καλή παράσταση δεν είναι ποτέ η ίδια παράσταση. Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε με το ύφος –και μερικές λέξεις– του έργου και τον τρόπο –ή τη βιωματική προσέγγιση– της παράστασης. Η παράσταση δεν παίζεται πια. Play, over.

Lenz  του Georg Büchner[1]
(σκηνοθεσία: Χάρης Φραγκούλης / από την Ομάδα Kursk)

~.~

«Η αγάπη είναι το αντίθετο της σκληρότητας».

Και η τρέλα;

Ο Λεντς.

Είμαι στα 19. Κάνουμε βόλτα με τα πόδια, και ξαφνικά καβαλάς τον μαντρότοιχο. Γίνεσαι ένα παράξενο αιλουροειδές, κάτι ανάμεσα σε τίγρη και γάτα, και ισορροπείς στον τρόμο μου. Μου λες πως πλησιάζει η Δευτέρα Παρουσία. Και πως εσύ και η εκλεκτή σου οικογένεια είστε οι Δώδεκα Πίθηκοι. Και είσαι και ο Χριστός, και ο Ιωάννης, και διάφοροι μαθητές και μαζί και μάρτυρες. Σου λέω αυτό είναι εντάξει. Κατεβαίνεις. Καβαλάμε τη μηχανή. Λέω να φτάσω σπίτι να ξεψυχήσω ήσυχη. Χάνομαι για καιρό. Επιστρέφω. Έχω τις ζωγραφιές σου πάντα στους τοίχους μου, κρύβουν τις πληγές απ’ τα καρφιά και το αίμα. Σου λέω, αυτό είναι εντάξει.

Ο Λεντς.

Είμαι στα 26. Καθόμαστε και πίνουμε καφέ. Ισχυρίζεσαι πως μπορείς να ανοίξεις και να κλείσεις τον υπολογιστή με τη δύναμη του μυαλού σου. Μου λες, όταν πάμε στο σπίτι θα δεις. Σκέφτομαι να μην πάμε. Να μη δω. Η καρδιά μου χτυπάει με βία. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο. Πάμε στο σπίτι. Δεν μπορείς. Θυμώνεις. Λυπάσαι. Δεν αισθάνομαι τίποτα λες. Σου λέω, αυτό είναι εντάξει. Φεύγω. Έρχεσαι να με βρεις. Κόβεις τα φάρμακα. Δεν θέλω να είμαι γιος σου, άντρας σου θέλω να είμαι. Φεύγεις. Δεν επιστρέφεις. Επιβιώνω. «Δεν την καταλαβαίνω αυτή την κωλοπιλάλα περί αποτελέσματος». Λέω, αυτό είναι εντάξει.

Ο Λεντς.

Είμαι στα 28, στα 29, στα 30, στα 31, στα 32. Έρχεσαι και φεύγεις. Κάθεσαι στο στηθαίο. Έχει φεγγάρι. Μου λες, έλα να κάτσεις δίπλα μου, θα βλέπεις καλύτερα. Με κοιτάς με το βλέμμα κενό. Ανατριχιάζω. Έλα, μου λες, και κοιτάζεις με νόημα κάτω. Γίνεσαι άλλος. Μουγκρίζεις, γρυλίζεις, μουγκανίζεις. Γυρνάνε τα μάτια σου ανάποδα. Παίζεις με το μυαλό μου και το μυαλό σου, και το μυαλό. Αυτό δεν είναι εντάξει σου λέω. Είμαι στα 33, στα 34, στα 35. Κατεβαίνεις απ’ το στηθαίο. Κοιμάσαι στο στήθος μου. Το πρωί ξυπνάς και είσαι μικρός και όμορφος. Σαλτάρεις και μιμείσαι τον ανθρώπινο χορό. Πετάς πολύ ψηλά. Μετά πέφτεις πάνω μου με όλη σου τη δύναμη και σπάει ένα πλευρό. «Κοντά σου δεν μπορώ να νιώσω ενήλικας», λες. «Κοντά σου νιώθω μονάχα πόνο», λέω. «Να φύγω: οι δύο λέξεις που καταστρέφουν τον κόσμο». Μας. Εντάξει;

Ο Λεντς.

Είμαι στα 36. Δεν έχω γνωρίσει πιο χαρισματικό παιδί από σένα. Λες έχω μια πληγή. Σου λέω αυτό είναι εντάξει, και σε χαϊδεύω στα πλευρά. Δεν με κοιτάς όταν το λες. Οι λέξεις έχουν όμως μια ύπουλη δύναμη, σκάνε πάνω στους τοίχους και τους ματώνουν, σκάνε πάνω στον ουρανό και βρέχει, σκάνε πάνω μου. Σου λέω, πάμε να δούμε μαζί μια παράσταση;

Ο Λεντς.

Και περιμένω.

Ψάχνω την εκδοχή του Λεντς που κουλουριάζεται στο κρεβάτι και του γλείφω ένα ένα τα δάχτυλα, γιατί «ο φόβος είναι ο δρόμος για να ακουμπιόμαστε, γιατί ο φόβος είναι ο τρόπος να αγαπιόμαστε».

Η τρέλα είναι μια πληγή που δεν μ’ έχεις αφήσει ακόμα να γλείψω.

Η παράσταση τελειώνει και αγκομαχάμε. Μου λες, να βάλει κάτι επάνω του, θα κρυώσει.

Ο Λεντς.

Και η αγάπη είναι ακόμα το αντίθετο της σκληρότητας.

Φεύγουμε.

~~..~~

Γκέοργκ Μπύχνερ (1813-1837)
Georg Büchner

 [1]  Σ.τ.Σ. Ο Λεντς (πρώτη δημοσίευση το 1839) είναι πεζό του γερμανού συγγραφέα Γκέοργκ Μπύχνερ (17.10.1813-19.2.1837) που πέθανε 23 ετών από τύφο που έπαθε από ανατομικές εργασίες σε ψάρια για το εργαστηριακό μάθημα Ζωοτομίας που δίδασκε στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης.
Το κείμενο αναφέρεται στην επιδείνωση της ψυχικής κατάστασης του συγγραφέα του ρεύματος της Θύελλας και Ορμής Γιάκομπ Λεντς (1751-1792), αντλώντας από επιστολές του ίδιου του Λεντς και σημειώσεις του πάστορα Όμπερλιν που τον φιλοξενούσε, οι οποίες αποδίδονται εν μέρει αυτολεξεί από τον Μπύχνερ, πράγμα που οδήγησε αργότερα στην κατηγορία της λογοπλοκής. Το έργο, που έλαβε τον τίτλο του μετά θάνατον (και ανήκει στην εποχή του Vormärz, τα χρόνια πριν την επανάσταση του 1848, και όχι στον Ρομαντισμό, όπου τσουβαλιάζεται μεγάλο ποσοστό των γερμανών συγγραφέων στα καθ’ ημάς γράμματα), εγγράφεται κατά κανόνα στην παράδοση της γερμανικής νουβέλας, παρόλη την αίσθηση αποσπασματικότητας του κειμένου.

Γιάκομπ Λεντς
Jakob M.R. Lenz

Ο Μπύχνερ εγκιβωτίζει –με πλατωνικό τρόπο– στο κείμενο προσωπικά του αισθητικά προτάγματα, αφήνοντας τον ήρωά του Λεντς (κόντρα στον ιστορικό Λεντς) να διατρανώσει τον δικό του ριζοσπαστικό ρεαλισμό: το μοναδικό κριτήριο της τέχνης –κατά τον Μπύχνερ– είναι το αν έχει το έργο ζωή, δηλαδή η υπαρξιακή αληθοφάνεια της μίμησης (στη μη-ωραιοποιημένη απόδοση της πραγματικότητας), όχι η ομορφιά ή η ασχήμια. Μία από τις πρώτες φράσεις της «νουβέλας» χαρακτηρίστηκε από κριτικούς ως η απαρχή της σύγχρονης γερμανικής αφήγησης: «(Ο Λεντς) δεν ένιωθε κούραση, μονάχα μερικές στιγμές τον ενοχλούσε που δεν μπορούσε να περπατήσει ανάποδα, με το κεφάλι κάτω.» (για την Αποικία, Α.Μ.)

Η Χριστιάνα Μυγδάλη είναι μεταφράστρια και διδάκτωρ πολιτισμικών σπουδών.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ