Ο ιταλός ποιητής Cecco Angiolieri
Cecco Angiolieri (Ιταλία, Σιένα 1260-1312 μ.Χ.)

ΣΤΗΛΗ: ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ (7)

Τα παιδιά του Διονύσου: Ο Cecco Angiolieri και η κωμικο-ρεαλιστική ποίηση στην Ιταλία του 13ου και 14ου αιώνα

(γράφει η Άννα Γρίβα)

ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΦΩΤΙΑ

Αν ήμουν φωτιά, τον κόσμο θα έκαιγα.
Αν ήμουν άνεμος, θα τον διέλυα.
Αν ήμουν νερό, θα τον έπνιγα.
Αν ήμουν Θεός, στον πάτο θα τον έστελνα.
Αν ήμουν πάπας, θα το διασκέδαζα,
που όλοι οι χριστιανοί θα δούλευαν για μένα.
Αν ήμουν αυτοκράτορας, θα το ’βλεπες,
σύρριζα σε όλους τις κεφαλές θα έκοβα.
Αν ήμουν θάνατος, στον πατέρα μου θα πήγαινα.
Και ζωή αν ήμουν, δίπλα του δεν θα ’μενα.
Το ίδιο αυτό και στη μητέρα μου θα έκανα.
Αν ήμουν ο Τσέκκο, όπως ήμουνα και είμαι,
θα κυνήγαγα τις νέες, τις όμορφες γυναίκες:
κι οι αρρωστιάρες, οι γριές χάρισμα στους άλλους.

~.~

Si fosse foco

S’i fosse fuoco, arderei ‘l mondo;
s’i fosse vento, lo tempestarei;
s’i fosse acqua, i’ l’annegherei;
s’i fosse Dio, mandereil’ en profondo;
s’i fosse papa, allor serei giocondo,
ché tutti cristiani imbrigarei;
s’i fosse ‘mperator, ben lo farei;
a tutti tagliarei lo capo a tondo.
S’i fosse morte, andarei a mi’ padre;
s’i fosse vita, non starei con lui;
similemente faria da mi’ madre.
Si fosse Ceccocom’i’ sono e fui,
torrei le donne giovani e leggiadre:
le zoppe e vecchie lasserei altrui.

[Cecco Angiolieri, Poesia LXXXII (ed. Marti), LXXXII (ed. Vitale)]

~.~

Συγχρόνως με το Dolce Stil Novo [1] εμφανίζεται στον ιταλικό χώρο η λογοτεχνική τάση που ονομάστηκε κωμικό-ρεαλιστική ποίηση. Σε αυτή την ποίηση, εκτός από το κωμικό στοιχείο, το οποίο ερχόταν σε αντίθεση με το πιο ευγενές και υψηλό ύφος του Dolce Stil Novo, ήταν παρούσα η διάθεση απόδοσης της πραγματικότητας, όχι της ιδεόπλαστης πραγματικότητας που παρουσίαζαν οι εκπρόσωποι του Dolce Stil Novo, αλλά εκείνης που συναντά κανείς στην καθημερινή ζωή. Ο ρεαλισμός της κωμικό-ρεαλιστικής ποίησης ήταν συχνά αποτέλεσμα της προσπάθειας εναντίωσης στη σύγχρονη λογοτεχνική τάση του Dolce Stil Novo. Έτσι, η γυναίκα και ο έρωτας φωτίζονται από μια σκοπιά καθαρά αισθητική και αισθησιακή και όχι ιδεατή, ενώ άλλα συνήθη θέματα είναι το κρασί, η ξένοιαστη ζωή, η διασκέδαση, το καλό φαγητό, τα ζάρια – την ίδια στιγμή που εξοβελίζεται από τους στίχους η εξύμνηση της ευγένειας της ψυχής. Πρόκειται για μια ποίηση περιπαικτική, που κάποτε φθάνει έως την καρικατούρα και την παρωδία. Η ζωή της κοινότητας βρίσκεται στο επίκεντρο, ενώ δεν λείπουν οι προσβολές προς τις άσχημες και ηλικιωμένες γυναίκες, οι επιθέσεις ενάντια στους εχθρούς, η ανταλλαγή ψόγων μεταξύ λογοτεχνών.

Κι όμως οι ποιητές που εκπροσωπούν αυτό το λογοτεχνικό ρεύμα δεν είναι πρόσωπα άγριων ηθών ούτε άξεστα και ακαλλιέργητα. Αντιθέτως, γνωρίζουν και ακολουθούν την παράδοση και τους κανόνες της μεσαιωνικής ποίησης goliardica.[2] Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ακόμη και οι ποιητές του Dolce Stil Novo όπως οι Guinizzelli, Cavalcanti και Dante θα δοκιμαστούν σε αυτόν τον τρόπο γραφής.[3]

Όσο λοιπόν κι αν εκ πρώτης όψεως η κωμικο-ρεαλιστική ποίηση μας φαίνεται κάτι προκλητικό για την εποχή, εξαιτίας του τολμηρού περιεχόμενου των στίχων, τα φαινόμενα απατούν. Εκπροσωπεί μια μακρά παράδοση με λαϊκές βάσεις, ένα διονυσιακό στοιχείο, το οποίο εκφράζεται αδιάκοπα μέσα στους αιώνες, παρά τη μεσολάβηση του χριστιανισμού και του νέου ηθικού πλαισίου που αυτός δημιουργεί. Από την άλλη πλευρά, η υψηλή ποίηση, με τον ιπποτικό χαρακτήρα, τον ιδεόπλαστο έρωτα και τις ποικίλες φιλοσοφικές αναζητήσεις, επίσης έχει βαθιές ρίζες στον χρόνο, όχι μόνο στους τροβαδούρους του Μεσαίωνα,[4] αλλά πολύ πιο πίσω στο παρελθόν, φτάνοντας μέχρι το ελληνιστικό μυθιστόρημα, όπου συναντάμε την αγωνιώδη προσπάθεια ένωσης του ιδανικού ζευγαριού.[5] Επομένως, τα δύο προαναφερθέντα είδη, που ανθούν κατά τον 13ο και 14ο αιώνα, είναι το αποτέλεσμα μακρών αισθητικών και πνευματικών διαδικασιών.

Η διαφορά είναι ότι, ενώ στην περίπτωση της κωμικο-ρεαλιστικής ποίησης η παράδοση που ακολουθείται δεν αλλοιώνεται σημαντικά, στην περίπτωση της υψηλής ποίησης, η δύναμη των στίχων του Δάντη και του Πετράρχη και η ρηξικέλευθη αντίληψη που συγκροτούν για τα κοσμικά και τα υπερκόσμια ζητήματα οδηγούν σε μια πραγματική επανάσταση, όχι μόνο για την λογοτεχνία, αλλά και για ολόκληρο τον πολιτισμό της Δύσης, κάνοντας πραγματικότητα την περίοδο που έμεινε στην ιστορία ως Αναγέννηση. Σε καμία περίπτωση βέβαια δεν σημαίνουν τα παραπάνω ότι η κωμικο-ρεαλιστική ποίηση δεν κατέχει σημαντική θέση στην ιστορία της λογοτεχνίας. Αντιθέτως. Θα πρέπει να κριθεί με βάση την ίδια της τη φύση και τον προορισμό της: αυτή η ποίηση εκφράζει αλήθειες σημαντικές για τον άνθρωπο, τον κάνει να συνειδητοποιεί τα πάθη του και τις αδυναμίες του, και μέσα από το χιούμορ μπορούσε να αμβλύνει το ασφυκτικό πλαίσιο που η χριστιανική ηθική καλλιεργούσε. Μέσα από αυτά τα ποιήματα οι άνθρωποι μπορούσαν να αναπνέουν έναν διαφορετικό, πιο ελεύθερο αέρα, μπορούσαν να θεραπεύονται από την ενοχή και τον φόβο της τιμωρίας, που η θρησκεία της εποχής εμφυσούσε στις ψυχές τους.

Ο Cecco Angiolieri (Τσέκκο Αντζολιέρι) είναι ο βασικότερος εκπρόσωπος της κωμικό-ρεαλιστικής ποίησης του 13ου και 14ου αιώνα.[6] O Angiolieri γεννήθηκε στη Σιένα γύρω στο 1260 και πέθανε μεταξύ 1311 και 1313. Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τη ζωή του, όπως ότι καταγόταν από πλούσια οικογένεια ευγενών, η οποία βρέθηκε στο πλευρό των Γουέλφων.[7] Παντρεύτηκε και απέκτησε πολλά παιδιά, αλλά ακολούθησε μια ζωή που κάθε άλλο παρά αφιερωμένη στις οικογενειακές φροντίδες ήταν. Φαίνεται πως διωγμένος από τη Σιένα έζησε για κάποιο διάστημα στη Ρώμη. Από την οικογενειακή περιουσία λίγα υπάρχοντα του απέμειναν, καθώς παραδομένος στις διασκεδάσεις, φαίνεται να απέκτησε πλήθος χρεών. Στον Cecco Angiolieri αποδίδονται γύρω στα 150 σονέτα, αλλά μόνο 112 είναι βέβαιο ότι γράφτηκαν από αυτόν. Στα ποιήματά του δύο είναι τα βασικά θέματα: ο έρωτας για κάποια Becchina, κόρη ενός βυρσοδέψη, ένας έρωτα που έχει απολύτως σαρκικό χαρακτήρα, καθώς και το μίσος για τους γονείς του, οι οποίοι τον εμποδίζουν να σπαταλά τα λεφτά της οικογένειας σε άσκοπες διασκεδάσεις.

Το ποίημα που προηγήθηκε είναι το γνωστότερο από τα σονέτα του. Σε αυτό έντονος είναι ο μισανθρωπικός χαρακτήρας, αλλά εμμέσως και το πάθος για τη ζωή με όλες τις απολαύσεις της. Ας μην περιοριστούμε να διαβάσουμε το ποίημα μόνο με βάση τα βιογραφικά στοιχεία του ποιητή, αλλά ενταγμένο στη μεσαιωνική παράδοση της σκωπτικής ποίησης, η οποία εξελίχθηκε στην κωμικο-ρεαλιστική ποίηση του 13ου και 14ου αι. Ας σημειωθεί όμως, ότι παρόλη την ένταξη του ποιήματος στη λογοτεχνική αυτή παράδοση, στην εποχή του θεωρήθηκε βέβηλο και προκλητικό.

~.~

Σ.τ.Μ.
[1] Ποιητική τάση που αναπτύχθηκε στην Τοσκάνη μεταξύ 13ου και 14ου αι. Ονομάστηκε έτσι από τους ιστορικούς της λογοτεχνίας με βάση την αναφορά της συγκεκριμένης φράσης στο Καθαρτήριο (Purg. XXIV, 49-62) της Θείας Κωμωδίας. Η φράση στα ελληνικά αποδίδεται ως Γλυκό νέο ύφος.  Θεματική αυτής της ποίησης είναι ο έρωτας, όχι μόνο ως εξομολόγηση των συναισθημάτων, τόσο και ως αναζήτηση φιλοσοφικών αληθειών. Το Dolce stil novo αποτελεί έναν σημαντικό σταθμό στην εξέλιξη της ιταλικής λυρικής ποίησης, αφού, εκκινώντας από τη σικελική παράδοση, φθάνει στην πετραρχική ποίηση, και έπειτα διαμορφώνει όλη τη μεταγενέστερη λυρική ποίηση. Ο πρώτος εκπρόσωπος των stil novisti, όπως αναφέρει ο Dante σε άλλο σημείο του Καθαρτηρίου (XXVI, 97-99), ήταν ο G. Guinizzelli. Εκτός αυτού και του ίδιου Dante στον κύκλο αυτών των ποιητών εντάσσονται και ο G. Cavalcanti, Lapo Gianni, D. Frescobaldi, G. Alfani, Φλωρεντίνοι στους οποίους προστίθεται ο μεταγενέστερος Cinoda Pistoia. Επίγονοι πρέπει να θεωρηθούν και οι Τοσκανοί M. Frescobaldi και S. Del Bene, καθώς οι Βενετοί G. Quirini και N. dei Rossi.

[2] Αυτό το είδος της ποίησης ανθεί γύρω στα 1100 σε όλη την Ευρώπη χάρη στους περιπλανώμενους κληρικούς, που ονομάζονται επίσης goliardi. Οι goliardi είναι μέλη του κλήρου που όμως δεν έχουν την υποχρέωση να παραμένουν σε μια επισκοπή. Η γλώσσα στην οποία συνθέτουν τα ποιήματά τους είναι η λατινική. Υμνούν τη γυναίκα, το πιοτό, τα τυχερά παιχνίδια, το χρήμα που μπορεί να εξασφαλίσει την καλοπέραση. Απεχθάνονται τη φτώχεια, τη στέρηση των γήινων απολαύσεων και χρησιμοποιούν τις εκκλησιαστικές μορφές ως παρωδία. Η πιο διάσημη συλλογή τέτοιων ποιημάτων είναι τα Carmina burana του 1300 που επεξεργάζονται υλικό του 1200. Αυτά τα ποιήματα είναι συνδεδεμένα με περιστάσεις όπως οι γιορτές και τα κάθε είδους λαϊκά ξεφαντώματα και είναι συντεθειμένα σε απλές μορφές, με γρήγορο και εύκολο ρυθμό και σε λαϊκή γλώσσα. Επρόκειτο για ένα προφορικό είδος ποίησης. Κι όμως υπάρχουν στοιχεία που αποκαλύπτουν δεσμούς ανάμεσα στη σύνθεση αυτών των ποιημάτων με την υψηλή ποίηση της εποχής. Συχνά δηλαδή, θέματα της υψηλής ποίησης, όπως εγκαταλελειμμένες γυναίκες, αυστηροί γονείς ή ερωτικοί θρήνοι, συναντώνται στην poesia goliardica. Επίσης, υπάρχουν και έργα πολιτικού περιεχομένου. Όλη αυτή η ποιητική παραγωγή είναι ανώνυμη, παρόλο που σε κάποια χειρόγραφα έχουν διασωθεί ονόματα, όπως αυτό του Cielo D’Alcamo.

[3] Για παράδειγμα ο Dante σε κάποια από τα νεανικά του έργα (Rimegiovanili) ακολούθησε τον παιγνιώδη χαρακτήρα της poesia goliardica.

[4] Οι τροβαδούροι ήταν ευγενείς και μορφωμένοι τραγουδιστές, λυρικοί ποιητές και μουσικοί, που έζησαν γύρω στον 11ο αιώνα στη Γαλλία, νότια του Λίγηρα ποταμού και ιδιαίτερα στην Προβηγκία. Η ονομασία τους προήλθε από το ρήμα trouvar-trobar, δηλαδή βρίσκω, εφευρίσκω, επινοώ μια καινούρια μουσική. Τα τραγούδια των τροβαδούρων κινήθηκαν κυρίως γύρω από τη θεματική του ευγενούς και ιδανικού έρωτα.

[5] Το μυθιστόρημα σχηματίστηκε προς το τέλος του 2ου και τις αρχές του 1ου π.Χ. Η τυπική για τα μυθιστορήματα υπόθεση έχει ως αφετηρία έναν κεραυνοβόλο και αμοιβαίο έρωτα, που όμως δεν ευοδώνεται, καθώς από κακή τύχη (ναυάγιο, αρπαγή, πειρατεία κ.τ.ό.) ο νέος και η κόρη βρίσκονται ο ένας μακριά από τον άλλον. Ακολουθούν πλήθος περιπέτειες, δοκιμασίες, κίνδυνοι, αγώνες και αγωνίες, ώσπου με τη βοήθεια των θεών η δύναμη της αγάπης τους και η πίστη τους ανταμείβονται: ξαναβρίσκονται, αναγνωρίζονται και ολοκληρώνουν τον έρωτά τους. Κατά κανόνα τα ονόματά τους συνθέτουν τον τίτλο του μυθιστορήματος.

[6] Άλλοι εκπρόσωποι είναιοι Rustico Filippi και Forese Donati.

[7] Οι Γουέλφοι και οι Γιβελλίνοι ήσαν δύο αντίπαλες πολιτικές παρατάξεις που δρούσαν στη βόρειο και κεντρική Ιταλία από τον 12ο μέχρι τον 14ο αι. Οι μεν Γουέλφοι υποστήριζαν αρχικά την υπόθεση του Πάπα, οι δε Γιβελλίνοι τον αυτοκράτορα.

~~..~~

Η Άννα Γρίβα είναι ποιήτρια και φιλόλογος.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ