Μάκης Τσίτας, Μάρτυς μου ο Θεός, εκδ. Κίχλη, 2013

ΜΑΡΤΥΣ ΜΟΥ Ο ΘΕΟΣ

Μάκης Τσίτας (φωτο: Γ. Φερμελετζής)

Με αφορμή τη συνάντηση της Τετάρτης 14.2.2018 με τον πεζογράφο Μάκη Τσίτα στα πλαίσια του κύκλου «ΣμεΣ» (Συναντήσεις με Συγγραφείς) του Λογοτεχνικού Εργαστηρίου 2017-2018 (Πολιτιστικά Θέματα ΔΔΕ Ανατολικής Αττικής),
ένα δείγμα από το μυθιστόρημά του Μάρτυς μου ο Θεός (Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης / European Union Prize for Literature, 2014).
(Πληροφορίες για τη συνάντηση παρακάτω)

~.~

Μάκης Τσίτας (*1971)
Μάρτυς μου ο Θεός
εκδόσεις Κίχλη, 2013

Δείγμα από το βιβλίο:

Ἡ πρώτη μου ἐπαφὴ μὲ τὸ ἁμάρτημα τῆς πορνείας ἔγινε γύρω στὰ δεκαεφτά μου, σ’ ἕνα μπουρδέλο Μαινάνδρου καὶ Πειραιῶς. Ἀπέναντι ἀκριβῶς ἦταν ἡ στάση τοῦ λεωφορείου. Εἶδα ἕνα παράθυρο ἀνοιχτὸ καὶ μιὰ γυναίκα μὲ τὸν ἀγκώνα στὸ περβάζι. Δίπλα της ἕνα φλιτζανάκι τοῦ καφὲ καὶ μιὰ γλάστρα ἀνθισμένη. Μοῦ ἔκανε νόημα σὰν νὰ μὲ χαιρετοῦσε, κι ὅταν κατάλαβε ὅτι μοῦ κίνησε τὴν περιέργεια, εἶπε: «Δὲν ἔρχεσαι μέσα νὰ τὰ ποῦμε;».

Ἤθελα πολὺ νὰ πάω, ἀλλὰ εἶχα καὶ τοὺς ἐνδοιασμούς μου. Τελικὰ μπῆκα μὲ χτυποκάρδι. Εἶχα ἀκούσει ἀπὸ ἄλλα παιδιὰ ὅτι τὰ μπορντέλα εἶναι παράδεισος· ἤθελα νὰ τὸν ζήσω κι ἐγώ. Δὲν εἶχα καὶ κόμπλεξ τότε, δὲν ἤμουν τόσο παχύς.

Μοῦ ἀνοίγει μιὰ πενηντάρα κι ὄχι ἡ κοπέλα στὸ παράθυρο. Ἤξερα ὅτι αὐτὴ ἦταν ἡ λεγόμενη τσατσά, μιὰ γυναίκα πολὺ γλυκιὰ πάντως. Μὲ ὁδήγησε στὸ δωμάτιο ὅπου περίμενε ἡ ἄλλη. Μιὰ ὀμορφούλα, μελαχρινή. Ντρεπόμουν πολύ, ἀλλὰ τὴν ἄφησα νὰ μὲ γδύσει. Εἶχα τὴν ἐντύπωση ὅτι πρῶτα θὰ μὲ ἔπλενε κι ὕστερα θὰ κάναμε αὐτὰ ποὺ μοῦ ἔλεγαν οἱ φίλοι μου. Ἐκείνη ὅμως μὲ χάιδευε συνέχεια κι ἔλεγε γλυκόλογα ποὺ δὲν εἶχα ξανακούσει στὴ ζωή μου. Δυστυχῶς μοῦ ἔφυγαν πρὶν κάνουμε τίποτα. Ἔνιωσα ὅτι τὸ ἔκανε ἐπίτηδες, γιὰ νὰ ξεμπερδεύει μιὰ ὥρα ἀρχύτερα, καὶ δὲν ξαναπάτησα.

Τὴ δεύτερη φορὰ πῆγα σ’ ἕνα σπίτι στὸ Κολωνάκι, ὅπου δούλευαν ἡ Σόνια καὶ ἡ Τζένη. Ἡ Σόνια ἦταν μιὰ καλοφτιαγμένη σαραντάρα μὲ τουρλωτὸ πισινὸ καὶ ζεστὰ χείλη. Εὐχαριστήθηκα πολὺ μαζί της. Κάναμε τὰ πάντα – ὁλοκληρωμένα, ἐμπεριστατωμένα. Ξαναπῆγα ἄλλες ἕξι φορές. Μετὰ τὴν ἔχασα, καὶ ἡ Τζένη μοῦ εἶπε ὅλο καμάρι ὅτι ἡ Σόνια παντρεύτηκε καὶ πῆγε στὸν Βόλο· τὴν ἀγάπησε ἕνας καλὸς πελάτης καὶ τὴν πῆρε μακριά. Λυπήθηκα, ἀλλὰ καὶ χάρηκα ποὺ βγῆκε ἀπ’ τὸ βοῦρκο.

Ἕνα νοικοκυρεμένο ξενοδοχεῖο μὲ ὡραῖες γυναῖκες ὑπῆρχε καὶ στὴ Σατωβριάνδου. Μόλις τελείωνα τὴ δουλειά, πέντε μὲ ἕξι τὸ ἀπόγευμα, πήγαινα κατευθείαν ἐκεῖ, δυὸ-τρεῖς φορὲς τὴ βδομάδα. Κατευθείαν στὴν Ἐλβίρα, πού ’χε κάλλη μὰ καὶ πείρα.

~.~

Μακάρι ὁ ἄνθρωπος νὰ μπορεῖ νὰ μετανοεῖ καὶ νὰ βρίσκει τὸν παλιὸ καλὸ ἑαυτό του. Ὡς γνωστόν, δὲ γεννηθήκαμε σκάρτοι, σκαρτεύουμε στὴν πορεία. Δηλαδὴ γιὰ μένα ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὰν τὸ αὐτοκίνητο. Τὸ παίρνεις ἀπ’ τὴν ἀντιπροσωπεία ἀστραφτερὸ κι ὁλοκαίνουργιο, ὅλα εἶναι ὡραῖα καὶ καλά, μέχρι ποὺ σαραβαλιάζει, ρετάρει, σκουριάζει, πάει καλιά του.

Κινούμενο φέρετρο, χαλκὸς ἠχῶν γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἅμα τοῦ πάει στραβὰ ἡ ζωή.

~.~

Εἶχα κάτι οἰκονομίες, ἔπεσα ὅμως στὴν παγίδα τῶν τραπεζῶν. Στὴν παγίδα τοῦ «πάρτε πιστωτικὲς κάρτες καὶ κάντε τὴ δουλειά σας». Ἐκεῖ τὴν πάτησα. Ἔβγαλα τοῦ κόσμου τὶς κάρτες καὶ ξαφνικὰ ὁ Ἐξαποδῶ πῆγε καὶ κήρυξε πτώχευση. Δὲ φανταζόμουν ποτὲ ὅτι θὰ ἔρθουν ἔτσι τὰ πράγματα, ὅτι θὰ εἶμαι ἐπὶ δύο χρόνια ἄνεργος. Τότε πῆρα τὴν κάτω βόλτα. Κι ὕστερα ἄλλαξα τρεῖς δουλειὲς μέσα σὲ δυόμισι χρόνια. Τὰ ἔξοδα ὅμως τὰ εἶχα δημιουργήσει: ροῦχα, ἑστιατόρια, μαθήματα βυζαντινῆς μουσικῆς, ταξίδια, ὅλο τὸ σπίτι τῆς Εὐμορφίας καὶ τὸ νοίκι της γιὰ ἕνα ἑξάμηνο. Καὶ βέβαια γιατροὶ καὶ φάρμακα γιὰ τὸν πατέρα καὶ τὴ μικρή. Ἀλλὰ αὐτὰ ἦταν ἀπὸ τὸ χρέος τῆς ἀγάπης.

Πῶς νὰ ἀνταποκριθῶ στὶς ὑποχρεώσεις μου τώρα πιά; Ἀναγκάζομαι νὰ κρύβομαι. Χτυπάει τὸ κινητὸ καὶ δὲν τὸ σηκώνω. Αἰσθάνομαι ὅτι ἐξωφυγοδικῶ. Ἀναστατώνομαι.

Ψάχνω νὰ βρῶ δουλειὰ σὰν τρελὸς καὶ κουράζομαι κι ἀγχώνομαι περισσότερο. Ἀλλὰ ἡ δουλειὰ εἶναι ὅπως ὁ λαγός. Μπορεῖς νὰ πιάσεις λαγὸ χωρὶς καρτέρι;

~.~

Μάκης Τσίτας, Μάρτυς μου ο Θεός, εκδ. Κίχλη, 2013Ὅταν ἤμουν πιὸ νέος μοῦ χρωστοῦσαν κάποια λεφτὰ ἀπ’ τὴ δουλειά. Μιὰ μέρα μοῦ λέει ὁ πατέρας μου «θὰ πάω αὔριο νὰ τὰ πάρω». Ἐγὼ δὲν ἤθελα καθόλου, γιατὶ οἱ ἐργοδότες μου ἦταν κάτι κουμάσια καὶ φοβόμουν μήπως τοῦ φερθοῦν ἄσχημα καὶ τὸν στενοχωρήσουν – ἦταν τότε στὴν προπαρκινσονικὴ περίοδο, τὸν προλάβαμε μὲ χάπια καὶ γιατρούς. Ἐγὼ τοῦ ἔλεγα νὰ μὴν πάει· ἐκεῖνος ἐπέμενε καὶ μὲ τσάτισε καὶ χτύπησα τὴν πόρτα κι ἔφυγα. Τελικὰ ὅμως πῆγε καὶ μοῦ ἔφερε τὰ χρήματα – αὐτὸ θὰ πεῖ πατέρας! Καὶ τότε τοῦ ζήτησα συγγνώμη. Ἦταν καὶ πολλὰ λεφτά: ἑκατὸν τριάντα πέντε χιλιάδες πρὶν ἀπὸ τόσα χρόνια. Πῆγα τὴν ἄλλη μέρα στὸν πνευματικό μου καὶ τὸν ρωτάω «τί νὰ κάνω;». Καὶ μοῦ λέει «μὴ στενοχωριέσαι, ὁ Θεὸς θὰ σὲ συγχωρήσει».

~.~

Ἡ μητέρα μου εἶναι ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος, μιὰ γυναίκα καθαρὰ οἰκογενειακή, ὑπηρεσιακή – ὁ φύλακας τοῦ σπιτιοῦ. Ἀλλὰ τρομαγμένη. Τὴ θυμᾶμαι νὰ στέκεται ὄρθια πίσω ἀπ’ τὴν πλάτη τοῦ πατέρα μόλις τοῦ ἔβαζε τὸ πιάτο στὸ τραπέζι ἢ νὰ γελάει μὲ τὴν ψυχή της ὁλομόναχη, κρυφά, μισοχωμένη στὴν ντουλάπα τὴν ὥρα ποὺ κρεμοῦσε τὰ σιδερωμένα του πουκάμισα. Τὴν κοιτοῦσα φοβισμένος καὶ σκεφτόμουν «πάει, τρελάθηκε ἡ μαμά». […]

~.~

Θὰ ἤθελα νὰ κάνω παιδιὰ γιὰ τρεῖς λόγους: πρῶτον, γιατὶ ὁ Θεὸς εἶπε «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε», δεύτερον, γιὰ νὰ μὲ φροντίσουν στὰ γεράματα καί, τρίτον, γιὰ νὰ δώσω χαρὰ στοὺς γονεῖς μου. Λαχταρᾶνε τόσο πολὺ ἐγγόνια ἀπ’ τὸ γιό τους. Εἶναι τὸ μόνο ποὺ μπορῶ νὰ τοὺς χαρίσω, ἀφοῦ λεφτὰ δὲν κατάφερα νὰ τοὺς προσφέρω μέχρι τὰ πενήντα μου. Δυστυχῶς. Μόνο λύπες εἶχα γι’ αὐτοὺς μέχρι τώρα, ἂς τοὺς δώσω ἐπιτέλους καὶ λίγη χαρά.

Θὰ ἤθελα νὰ κάνω ὅσα παιδιὰ μοῦ δώσει ὁ Θεός. Ἂν εἶχα τὴ δυνατότητα τὴν οἰκονομική, δὲ θὰ μὲ πείραζε νὰ κάνω καὶ τρία καὶ τέσσερα καὶ πέντε. Καὶ νὰ διέθετα κι ἕνα μεγάλο σπίτι γιὰ νὰ μένουμε ὅλοι μαζί – ἀκόμα κι ὅταν τὰ παιδιὰ μεγαλώσουν, νὰ μὴ μοῦ ποῦν «πατέρα, ἄντε γειὰ χαρά», διότι αὐτὸ τὸ πράγμα ἐγὼ δὲν τὸ ἔχω κάνει στὸν πατέρα μου καὶ δὲ θὰ ἤθελα ὁ Πανάγαθος νὰ μοῦ δώσει τέτοιο πικρὸ ποτήρι. Θὰ ἤθελα νὰ μένουν μαζί μου καὶ νὰ ἀκοῦνε τὶς ἐμπειρίες τοῦ τρελομπαμπᾶ τους – ὄχι νὰ φύγουν μακριά. Θὰ μὲ στενοχωροῦσε πάρα πολύ. Ἐκτὸς κι ἂν εἶχα λεφτὰ καὶ τὰ ἔστελνα γιὰ σπουδὲς στὸ ἐξωτερικό. Τότε θὰ πήγαινα μιὰ φορὰ τὸ μήνα νὰ τὰ βλέπω. Κι ὕστερα θὰ ἐπέστρεφαν στὴ σιγουριὰ τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ. Πάντα ἕνας γονιὸς θέλει τὰ παιδιά του δίπλα του.

Θὰ προτιμοῦσα περισσότερο ἀγόρια παρὰ κορίτσια, γιατὶ τὰ κορίτσια εἶναι πιὸ ἀχαλίνωτα καὶ κάνουν τοὺς μπαμπάδες ὅ,τι θέλουν. Εἶναι πιὸ δύσκολο νὰ χαλιναγωγήσεις ἕνα θηλυκὸ παρὰ ἕνα ἀρσενικό.

Ναί. Ἔτσι νὰ πέρναγε ἡ ζωή μου ρομαντικά, νὰ κάναμε ἀτελείωτες βόλτες στὶς τεράστιες λεωφόρους τοῦ Παρισιοῦ. Καὶ νὰ καθόμασταν στὰ περίκομψα καφὲ καὶ ἑστιατόρια, ὅπου ἐπικρατεῖ ἀπόλυτη ἡσυχία, διότι οἱ Γάλλοι συζητᾶνε χαμηλόφωνα, ἔχουν τρόπους αὐτοί – κρατᾶνε τοὺς τύπους (ἄσχετα ἂν σὲ θάβουν στὰ μουλωχτά). Νὰ καθόμαστε ὅλη ἡ οἰκογένεια σ’ ἕνα ἀπ’ τὰ ὡραῖα μαγαζιὰ τῆς Σαὶν Ζερμαίν, νὰ τοὺς παραγγέλνω ὅ,τι ἐπιθυμοῦν, νὰ πληρώνω καὶ νὰ δίνω καὶ γερὸ πουρμπουάρ. Γενικά, θὰ ἤθελα πάρα πολὺ νὰ μὲ ἀγαπᾶνε τὰ παιδιά μου. Ἀνιδιοτελῶς.
[…]

~.~

Μάκης Τσίτας
Μάρτυς μου ο Θεός 
εκδ. Κίχλη, 2013
σελ. 272
ISBN 978-618-5004-10-1

~~..~~

Πληροφορίες για τη συνάντηση με τον συγγραφέα Μάκη Τσίτα, 14.2.2018:

Τα Πολιτιστικά Θέματα ΔΔΕ (Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης) Ανατολικής Αττικής σε συνεργασία με τον ποιητή Αλέξιο Μάινα διοργανώνουν τη σειρά «ΣμεΣ» (Συναντήσεις με Συγγραφείς): Έναν κύκλο σεμιναρίων/συναντήσεων με σημαντικούς –καταξιωμένους αλλά και νεότερους– Έλληνες συγγραφείς, τόσο ποιητές όσο και πεζογράφους, στα πλαίσια του Λογοτεχνικού Εργαστηρίου 2017-2018.

Τα σεμινάρια/συναντήσεις με συγγραφείς απευθύνονται πρωτίστως σε εκπαιδευτικούς. Όμως οι συναντήσεις είναι ανοιχτές και για κάθε άλλο ενδιαφερόμενο. Οι καλεσμένοι είναι συγγραφείς που πρωταγωνιστούν στον χώρο της λογοτεχνίας των ημερών μας.

Ο συγγραφέας Μάκης ΤσίταςΗ 4η Παρουσίαση/Συνάντηση θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη
14 Φεβρουαρίου 2018
στον (Άνω) Χολαργό, Τερψιχόρης 11,
στις 17:00–19:00
. Ο καλεσμένος συγγραφέας Μάκης Τσίτας
θα παρουσιάσει το μυθιστόρημά του Μάρτυς μου ο Θεός και θα συνομιλήσει με τους παρευρισκόμενους.
Διευθύνει ο Αλέξιος Μάινας.
Πληροφορίες/συντονισμός: Κατερίνα Αλεξιάδη,
τηλ. 210 3576046, e-mail: [email protected].

~~..~~

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ