Θανάσης Δ. Στ;αμούλης, Ab ovo

AB OVO - Θανάσης Δ. Σταμούλης

Δείγμα από το μυθιστόρημα που μόλις κυκλοφόρησε  

~.~

Θανάσης Δ. Σταμούλης (*1978), Ab ovo, εκδόσεις Ποταμός, 2017

Δείγμα από το βιβλίο:

Οι κορυφές των κτηρίων μοιάζουν με επίπεδα, καραφλά κεφάλια. Άμα τα κοιτάξω για αρκετή ώρα παρασύρομαι και νομίζω πως οι κεραίες της τηλεόρασης είναι αποξηραμένα σκουλήκια· τα σκουλήκια στέκουν πάνω στα επίπεδα κεφάλια επειδή θέλουν τον έλεγχο και αναζητούν παρθένες καρδιές. Μόλις βρουν κάτι αμόλυντο, εφορμούν στην καρδιά και διαρρηγνύουν τον καρδιακό υμένα.

Ο αέρας που χτυπά στις κεραίες, κάνει το μέταλλο να σκούξει· ακούγεται σαν πεινασμένο σκουλήκι. Όσο κοιτάζω το παλλόμενο σίδερο τόσο αισθάνομαι τον χτύπο της καρδιάς μου να σκαρφαλώνει στους κροτάφους. Και στον λαιμό νιώθω μία μεταλλική αναγούλα.

Στο νοσοκομείο μία ασθενής βγάζει διαρκώς τους φλεβοκαθετήρες από το χέρι της, αναζητεί συντροφιά. Ανοίγει τα δάχτυλα και πιάνει τον καρπό μου. Το στόμα της ανοίγει, επάνω στα ούλα η φωνή της ακούγεται εξασθενημένη.

«Σήμερα», λέει, «πονάω περισσότερο από χτες. Και χτες πονούσα περισσότερο από προχτές. Για αυτό αναπολώ το παρελθόν. Είναι λιγότερο επώδυνο από το μέλλον».

Τράβηξα απαλά το χέρι μου και προσπάθησα να τρυπήσω ξανά τη φλέβα της. Τα μάτια γλίστρησαν στην άκρη των ζυγωματικών μου, την κοίταξα. Τα μαλλιά της κάθε μέρα χλόμιαζαν περισσότερο και κρέμονταν από τα μάγουλα σαν ξεραμένος κισσός. Το στόμα της απείχε μία παλάμη από τη μύτη της και τα δόντια της δύο δάχτυλα από τα χείλη. Η γυναίκα έμοιαζε νεκρή, αλλά ζούσε. Πέθαινε όμως κάθε μέρα από λίγο.

Στον διάδρομο έπεσα επάνω στη Μαρία. Πίσω από τη λευκή της στολή έμοιαζε πιο ζωντανή από εμένα και εγώ πιο παραδομένη από εκείνη. Σταθήκαμε δίπλα από ένα παράθυρο. Από εκείνο το σημείο η πόλη έμοιαζε αθώα επειδή στα πεζοδρόμια οι άνθρωποι ήταν σκιές που χάνονταν πίσω από γωνίες. Η Μαρία χαμογέλασε.

«Σκιερά σκουλήκια», είπε.

Έπειτα έφυγε επειδή πάνω από την πόρτα ενός θαλάμου άναψε ένα κόκκινο φως. Στο περβάζι του παραθύρου κάθισε ένα περιστέρι. Με κάθε του λαρυγγισμό έκανε τους αρρώστους πιο ανήσυχους. Έκλεισα το παράθυρο και χαμήλωσα το κεφάλι. Τα βλέφαρα τα έριξα στο πάτωμα και τα πάτησα με τις μύτες των παπουτσιών μου. Φοβόμουν πως το βράδυ θα δω ξανά το ίδιο όνειρο: έναν άντρα να πέφτει στον ακάλυπτο και να γίνεται χίλια κομμάτια. Και αυτά τα χίλια κομμάτια να γίνονται χίλια σκουλήκια που σκούζουν αναζητώντας αθώες καρδιές.

***

ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ κυκλοφορεί ένα φάντασμα και κάνει την ησυχία κομμάτια. Σέρνεται στους διαδρόμους και φωνάζει. Η φωνή είναι αχνή, ανήκει σε έναν ηλικιωμένο άντρα. Κάτω από τις πιτζάμες ο ασθενής είναι ένας σωρός από σαρκικά κόκαλα. Τα ούλα του είναι κενά, βρεφικά. Όταν φωνάζει, στο πρόσωπό του γεννιέται η ανάγκη να πιαστεί από κάπου. Τεντώνει τα χέρια και πιάνεται από τα πέτα μας. Μόλις η βελόνα τρυπήσει το δέρμα του, η ανάσα του αλλάζει. Γίνεται αργή ξανά, πεινασμένη, άρρωστη και μετράει αντίστροφα. Κι όπως τον ξαπλώνουμε στο κρεβάτι, το πρόσωπό του ασπρίζει. Γίνεται πρόσωπο παλιού ηθοποιού, πασαλειμμένο με μπόλικη πούδρα. Όμως το δικό του λευκό δεν παραποιούσε τίποτα. Απλώς επέτεινε ένα μαρτύριο. Καθώς ο ηλικιωμένος άντρας αποκοιμιέται, τα χέρια του χαλαρώνουν και εμείς επιστρέφουμε στη θέση μας. Η Μαρία κάθεται πίσω από το γραφείο και ξαπλώνει επάνω στο χέρι της. Σκέφτομαι πως τα δικά της όνειρα είναι ασθενικά και πως ανήκουν στα βραδινά φαντάσματα. Την αφήνω να κοιμηθεί, πίσω από το παράθυρο η πόλη αλλάζει, δεν έχει πια προορισμό. Ούτε γεωγραφικό πλάτος.

Οι γειτονιές της πόλης ήταν μεγάλες και εξαπλώνονταν παντού σαν ενήλικη παλάμη. Και σε κάθε δάχτυλο αντιστοιχούσε ένα κτήριο. Τα καλοκαίρια τα παράθυρα στα δάχτυλα έμεναν ανοιχτά και οι κουρτίνες έπαιζαν με τον άνεμο. Ανάμεσά τους δεν υπήρχαν άνθρωποι ή σκόνη. Μόνο τριχωτούς κλέφτες έβλεπες που πήγαιναν πότε προς τη μία κατεύθυνση και πότε προς την άλλη, σαν τυχοδιώκτες.

Το νοσοκομείο ήταν χτισμένο στο κέντρο της παλάμης. Γύρω του υψώνονταν λόφοι και επίπεδες λεκάνες. Τα δέντρα στις άκρες των δρόμων δεν άνθιζαν, δεν καρποφορούσαν. Έβγαζαν αγκάθια που τσίμπαγαν τα χέρια. Ανάμεσα στα δάχτυλα, οι δρόμοι ήταν ανοιχτές διαβάσεις. Τα αυτοκίνητα κυλούσαν στο κενό βγάζοντας μηχανικούς θορύβους, άφηναν πίσω τους μαύρο καπνό. Κι όταν χειμώνιαζε, οι κουρτίνες στα διαμερίσματα πάγωναν στα κουρτινόξυλα και οι κλέφτες έπεφταν στο έδαφος.

Όσο η Μαρία κοιμόταν επάνω στο χέρι της, δεν σκεφτόταν ούτε το νοσοκομείο ούτε την παλάμη. Η μυρωδιά του καμένου πέλλετ περνούσε ξυστά από τη μύτη της, επειδή στο νοσοκομείο οι αρρώστιες περίσσευαν.

Καθώς η Μαρία χασμουρήθηκε, τα μάτια της άνοιξαν και επάνω στο μάγουλό της φάνηκαν τα απομεινάρια πέντε λεπτών δακτύλων. Πήρε στις χούφτες της ένα πλαστικό ποτήρι με καφέ και ήπιε μία γουλιά.

«Όταν κοιμάμαι», είπε, «δεν βλέπω πια όνειρα. Με κούραζαν επειδή γύριζα στο παρελθόν και στην επαρχία υπήρχαν μόνο κακοτράχαλοι δρόμοι και ιδρώτας».

Η φωνή της ακούστηκε σκληρή, ενοχική. Πρώτα χτύπησε στα ούλα και μετά κόλλησε στα δόντια και έγινε μικρές κηλίδες πικρού καφέ. Άναψε ένα τσιγάρο και κατάπιε τον καπνό. Δεν κάπνιζε, έτρωγε. Μόλις χώνεψε, ο καπνός ακούστηκε σαν ρέψιμο. Σούρωσε στο στόμα της και άκουσε μία βραχνή ανάσα να λέει: επαρχιακό παρελθόν.  

Η Μαρία σε εκείνο το παρελθόν δεν είχε προλάβει ποτέ να υπάρξει παιδί. Μεγάλωσε απότομα επειδή ο πατέρας της έπινε ούζο και μεθούσε· η Μαρία υποστήριζε πως το σκουλήκι στην καρδιά του πατέρα ήταν μονίμως μεθυσμένο. Στο λύκειο ο καθηγητής των μαθηματικών της έλεγε: Μάθε να προσθέτεις και να διαιρείς για να μπορέσεις κάποτε να ξεφύγεις. Μέσα στα μαθηματικά ζει η απόδραση. Και όταν το κουδούνι χτυπούσε, την πήγαινε σπίτι του, την πετούσε στο κρεβάτι και την έγδυνε. Μετά της έλεγε: Τα μαθηματικά είναι έρωτας. Για να τα καταλάβεις πρέπει πρώτα να ερωτευθείς. Αλλιώς δεν έχουν νόημα. Η Μαρία όμως δεν απαντούσε, επειδή το πέος του μαθηματικού  πίεζε την κοιλιά της.

Όταν ο μαθηματικός πήρε μετάθεση, η Μαρία διάβασε αλλά δεν ερωτεύθηκε ποτέ τα μαθηματικά. Έτσι δεν έγινε μαθηματικός αλλά νοσοκόμα. Και μόλις γράφτηκε στη σχολή τού τηλεφώνησε και του ζήτησε να μείνουν μαζί. Εκείνος αρνήθηκε, μέσα στην άρνηση έκρυβε μία αλήθεια. Της είπε πως ήταν παντρεμένος και πως είχε ήδη δύο παιδιά. Της είπε επίσης πως δεν αγαπά ούτε τη γυναίκα ούτε τα παιδιά του όσο εκείνη και πως αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορούν να μείνουν μαζί. Ισχυρίστηκε πως είναι εγκλωβισμένος στην έλλειψη αγάπης. Η Μαρία σκέφτηκε να γυρίσει πίσω, αλλά τελικά το μετάνιωσε. Το μεθυσμένο σκουλήκι ήταν πιο τρομαχτικό από μία μαθηματική ανακρίβεια. Βρήκε ένα σπίτι και το νοίκιασε. Μόλις γνωριστήκαμε μοιράσαμε το ενοίκιο. Και η Μαρία είπε: Στα μαθηματικά ζει το ψέμα. Αλλά δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό· ο Παύλος ισχυρίζεται πως η Μαρία ανέχεται αυτή τη μαθηματική ανακρίβεια επειδή φοβάται να ολοκληρώσει μία άγονη πράξη.

Ο Παύλος την αγαπά κατά βάθος, αλλά αρνείται να το παραδεχτεί.

Η γυναίκα στο απέναντι παράθυρο καθαρίζει ένα κόκκινο μήλο. Τις φλούδες τις πετάει στα σκουπίδια με τα δάχτυλα, με την παλάμη ταΐζει το παιδί πάνω στον πάγκο. Το παιδί τρώει το μήλο από φόβο, κοιτάζει την ακονισμένη αιχμή και τρέμει μήπως το μαχαίρι θυμώσει και του τρυπήσει τη γλώσσα. Μπήγει βιαστικά τα δόντια στη σάρκα και την τεμαχίζει. Το μήλο είναι ζουμερό, γεμίζει το στόμα του παιδιού σάλια. Ο τεμαχισμός όμως είναι στεγνός, ακούγεται μέχρι το μπαλκόνι μας. Το παιδί βγάζει το μήλο από το στόμα και προσέχει πως επάνω στη σάρκα, η γλώσσα του αφήνει μικρές κόκκινες ρωγμές. Η γυναίκα κοιτάζει τις ρωγμές και λέει στο παιδί: Να πλύνεις τα δόντια σου προτού κοιμηθείς. Το παιδί γνέφει καταφατικά, η γυναίκα στρίβει το λαιμό της και κοιτάζει τα καθαρά ρούχα του άντρα που κρέμονται στον καλόγερο. Όση περισσότερη καθαριότητα τόση περισσότερη πείνα, σκέφτεται. Ακούει το ροχαλητό του και θυμώνει. Σφίγγει τα φρύδια και γελά. Το σκουλήκι στην καρδιά της έχει αφήσει ένα κομμάτι ανέγγιχτο, μπορεί να ζήσει. Η Μαρία ακούει το ροχαλητό και μαλακώνει, επειδή εκείνη και ο άντρας στο απέναντι διαμέρισμα όταν κοιμούνται δεν ονειρεύονται, αλλά μοιράζονται μιαν επιστροφή.

~~..~~
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ