Ο ποιητής Φρανκ Ο'Χάρα
Ο αμερικανός ποιητής Frank O'Hara (1926-1966)

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ

Δυο λόγια ακόμα για τον Φρανκ Ο’Χάρα
(της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη)

Ο Φρανκ Ο'ΧάραΣ’ ένα γράμμα της 6ης Ιουνίου 1951, ο μόλις βραβευθείς με το σημαντικό βραβείο Χόπγουντ του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, Φρανκ Ο’Χάρα, γράφει στη φίλη του Τζέιν Φράιλιχερ, στη Νέα Υόρκη:
«Το βραβείο Χόπγουντ δεν οδηγεί σε έκδοση [των ποιημάτων], δυστυχώς. Από την άλλη, ο Άλφρεντ Κνοπφ και ο Χέρμπερτ Γουάινστοκ, της ιδίας «εταιρείας», μου είπαν ότι είναι σχεδόν αδύνατον να δημοσιεύσει κανείς ποίηση στις μέρες μας. Στη σκέψη και μόνο της ντροπής που θα νιώσουν οι συγγενείς μου, βέβαια, όταν θα αναγκαστούν να ξεθάψουν τα ποιήματα από τις επιστολές που στέλνω, αν ποτέ εκδοθώ, νιώθω πραγματική απόλαυση. Όπως και να ’χει, οι άνθρωποι για τους οποίους γράφω χωρούν όλοι μαζί, έστω και στριμωχτά, στο μπάνιο σου. Και χωρίς να παρεξηγηθεί και κανείς τους, μάλιστα.»

Η ειρωνεία της τύχης είναι, φυσικά, ότι εκδότης της μετά θάνατον συλλογικής έκδοσης των ποιημάτων του Ο’Χάρα δεν ήταν άλλος από τον Άλφρεντ Κνοπφ (The Collected Poems of Frank O’Hara, πρώτη έκδοση 1971). Κι ότι αν ο Ο’Χάρα ήθελε να χωρέσει, λίγο πριν το θάνατό του το 1966, όλους τους γνωστούς και φίλους για τους οποίους έγραφε σε ένα και μόνο δωμάτιο, τότε δε θα τον έφτανε ούτε η μεγάλη αίθουσα του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, όπου περνούσε τις ημέρες του ετοιμάζοντας εκθέσεις των Τζάκσον Πόλλοκ, Βίλεμ Ντε Κούνινγκ, Ρόμπερτ Μάδεργουελ, Φραντς Κλάιν και γράφοντας ποιήματα κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού διαλείμματός του (βλ. Φρανκ Ο’Χαρα, Lunch Poems, San Fransisco: City Lights Books, 1964).

Σ’ ένα από αυτά τα ποιήματά του, ο Ο’Χάρα περιγράφει τη στιγμή που πληροφορήθηκε το θάνατο της Μπίλλι Χόλιντεϊ: πώς είδε το πρόσωπό της στο πρωτοσέλιδο της New York Post και, λίγο αργότερα, περιμένοντας στην ουρά της τουαλέτας σ’ ένα μπαρ, άκουσε τη φωνή της να σιγοψιθυρίζει από τα μεγάφωνα και ξαφνικά «σ’ όλους, μας κόπηκε η ανάσα» («The day Lady died»).

Φρανκ Ο'ΧάραΚάπως έτσι πρέπει να αισθάνθηκε στο άκουσμα του ατυχήματος που στέρησε τη ζωή στον Ο’Χάρα στα 40 του χρόνια, οποιοσδήποτε είχε την παραμικρή ιδέα για την αμερικάνικη ποίηση της δεκαετίας του ’50 και του ’60.

Στην κηδεία του, ο Τζον Άσμπερυ διάβασε ποιήματά του· ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ κι ο Πήτερ Ορλόβσκυ τραγούδησαν σούτρας πάνω από τον τάφο του. Ο Ο’Χάρα είχε καταφέρει ν’ αποστάξει όλη τη μανιώδη δημιουργικότητα της καλλιτεχνικής σκηνής της Νέας Υόρκης στα εκατοντάδες ποιήματά του. Μέχρι και σήμερα, πάνω στον τάφο του γράφει: Χάρις, να γεννηθεί κανείς και να’χει ζήσει…

~~..~~

ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Φρανκ Ο’Χάρα ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ:

ΠΟΙΗΜΑ

Ανυπόμονο το μήνυμα στην πόρτα, έλεγε “Πάρε με,
πάρε με τηλέφωνο, με το που μπεις!”, κι έτσι κι εγώ
έχωσα γρήγορα κάτι μανταρίνια σ’ ένα σακίδιο,
φρεσκάρισα βλέφαρα και ώμους, και
βγήκα έξω με τη μία. Μέχρι να στρίψω στη γωνία
φθινοπώριασε, και παρότι απρόθυμος να εκπλαγώ
ή να σχολιάσω, τα φύλλα λαμποκοπούσαν
πιο πολύ κι απ’ το γρασίδι του πεζοδρομίου!
Τι περίεργο, σκέφτηκα, που είν’ τα φώτα αναμμένα τόσο αργά
κι η πόρτα της εισόδου ανοιχτή· δεν κοιμάται, τέτοια ώρα,
ένας πρωταθλητής του τζάι αλάι; Πωπω, ντροπή!
Τι ένθερμος οικοδεσπότης είναι αυτός! Κι ήταν εκεί,
στο χολ, απλωμένος σ’ ένα αιμάτινο σεντόνι
που ’σταζε στις σκάλες. Το εκτίμησα. Πόσοι οικοδεσπότες
προετοιμάζονται έτσι, επιμελώς, να υποδεχτούνε καλεσμένους
εκ του προχείρου προσκληθέντες τόσους μήνες πριν;

(Από τη συλλογή: Meditations in an Emergency, Grove Press: New York, 1957)

Poem [“The eager note on the door said”]

The eager note on my door said “Call me,
call when you get in!” so I quickly threw
a few tangerines into my overnight bag,
straightened my eyelids and shoulders, and
headed straight for the door. It was autumn
by the time I got around the corner, oh all
unwilling to be either pertinent or bemused, but
the leaves were brighter than grass on the sidewalk!
Funny, I thought, that the lights are on this late
and the hall door open; still up at this hour, a
champion jai-alai player like himself? Oh fie!
for shame! What a host, so zealous! And he was
there in the hall, flat on a sheet of blood that
ran down the stairs. I did appreciate it. There are few
hosts who so thoroughly prepare to greet a guest
only casually invited, and that several months ago.

~~..~~

AVE MARIA 

Μανάδες της Αμερικής
αφήστε τα παιδιά σας να πάνε σινεμά!
Βγάλτε τ’ απ’ το σπίτι για να μην ξέρουν τι σκαρώνετε·
είναι αλήθεια: ο φρέσκος αέρας κάνει καλό στο κορμί
αλλά τι γίνεται με την ψυχή
που θεριεύει στο σκοτάδι, σκαλισμένη από ασπρόμαυρες εικόνες;
Κι όταν γεράσετε  –που θα γεράσετε–
δε θα σας μισούν
δε θα σας επικρίνουν  δε θα γνωρίζουν·
θα ζουν σε κάποια χώρα εξωτική
που είδαν πρώτη φορά ένα απόγευμα Σαββάτου ή
κάνοντας κοπάνα·

ίσως και να σας είναι ευγνώμονα
για την πρώτη τους σεξουαλική εμπειρία
που μόνο εικοσιπέντε σεντς σας κόστισε
κι ούτε αναστάτωσε το ήσυχο σπιτικό σας·
θα ξέρουν από πού προέρχονται οι σοκολάτες
κι οι δωρεάν σακούλες με ποπκόρν
– χαριστικές σαν το να φεύγεις πριν τελειώσει η ταινία
μ’ έναν ωραίο ξένο που ’χει διαμέρισμα στο κτήριο
Ο Επί Γης Παράδεισος
κοντά στη γέφυρα του Γουίλιαμσμπεργκ.
Ω μανάδες   πόσο ευτυχισμένα θα κάνετε τα πιτσιρίκια σας
γιατί αν κανείς δεν τα ψαρέψει μες στο σινεμά
δεν έγινε και τίποτα
μα αν κάποιος τα ψαρέψει, θα πιάσουν την καλή
κι όπως και να ’χει, θα το διασκεδάσουν
αντί να τριγυρίζουν άσκοπα μες την αυλή
ή στο δωμάτιό τους
μισώντας σας
προκαταβολικά, αφού δε θα ’χετε προλάβει να κάνετε
τίποτα φρικτά μικροπρεπές ακόμα
παρά να εμποδίζετε τις σκοτεινές χαρές τους
– κι αυτό το τελευταίο δε συγχωρείται·
άρα μη ρίξετε το φταίξιμο σε μένα αν δεν ακούσετε τη συμβουλή μου
κι η φαμίλια σας χωρίσει
και τα παιδιά σας γεράσουνε τυφλά  μπροστά σε μια τιβί
χαζεύοντας
ταινίες που δεν τ’ αφήσατε να δούνε σαν ήτανε μικρά.

(Από τη συλλογή: Lunch Poems, 1960)

Ave Maria 

Mothers of America
let your kids go to the movies!
get them out of the house so they won’t know what you’re up to
it’s true that fresh air is good for the body
but what about the soul
that grows in darkness, embossed by silvery images
and when you grow old as grow old you must
they won’t hate you
they won’t criticize you they won’t know
they’ll be in some glamorous country
they first saw on a Saturday afternoon or playing hookey
they may even be grateful to you
for their first sexual experience
which only cost you a quarter
and didn’t upset the peaceful home
they will know where candy bars come from
and gratuitous bags of popcorn
as gratuitous as leaving the movie before it’s over
with a pleasant stranger whose apartment is in the Heaven on Earth Bldg
near the Williamsburg Bridge
oh mothers you will have made the little tykes
so happy because if nobody does pick them up in the movies
they won’t know the difference
and if somebody does it’ll be sheer gravy
and they’ll have been truly entertained either way
instead of hanging around the yard
or up in their room
hating you
prematurely since you won’t have done anything horribly mean yet
except keeping them from the darker joys
it’s unforgivable the latter
so don’t blame me if you won’t take this advice
and the family breaks up
and your children grow old and blind in front of a TV set
seeing
movies you wouldn’t let them see when they were young

~~..~~

ΝA ΠΙΝΩ ΜΙΑ ΚΟΚΑ ΚΟΛΑ ΜΑΖΙ ΣΟΥ

είναι πιο απολαυστικό κι απ’ το να πηγαίνω στο Σαν Σεμπαστιάν, στο Ιρούν, στο Εντέ, στο Μπιαρίτς και στην Μπαγιόν
ή απ’ το ξερνώ τα σωθικά μου στην Τραβεσέρα ντε Γκράθια της Βαρκελώνης
εν μέρει, γιατί με το πορτοκαλί πουκάμισό σου μοιάζεις με τον Άγιο Σεβαστιανό
(μόνο ωραιότερος κι ευτυχέστερος)
κι εν μέρει γιατί σ’ αγαπώ· εν μέρει γιατί αγαπάς το γιαούρτι,
εν μέρει λόγω των φωσφοριζέ πορτοκαλί τουλιπών γύρω από τις σημύδες
κι εν μέρει λόγω των μυστικών χαμόγελών μας μπροστά από ανθρώπους και αγάλματα·
πώς να πιστέψω, σαν είμαι μαζί σου, ότι υπάρχει κάτι τόσο ακίνητο
τόσο σοβαρό, τόσο δυσάρεστα οριστικό όπως τ’ αγάλματα, όταν ακριβώς μπροστά τους
στο ζεστό φως της Νέας Υόρκης στις 4 το απόγευμα, λικνιζόμαστε μπρος-πίσω
ο ένας προς τον άλλον, σαν δέντρο που ανασαίνει μέσ’ απ’ τα γυαλιά του

κι η έκθεση με τα πορτρέτα μοιάζει σαν να μην έχει πρόσωπα, μόνο μπογιά
κι αναρωτιέσαι ξαφνικά γιατί στο καλό τα ’φτιαξε κάποιος τούτα

κοιτάζω
εσένα και θα προτιμούσα να κοιτάζω εσένα παρά όλου του κόσμου τα πορτρέτα
άντε, με την πιθανή εξαίρεση του Πολωνού Καβαλάρη· τουλάχιστον αυτός βρίσκεται στη Συλλογή Φρικ
που ευτυχώς δεν έχεις δει ακόμα οπότε μπορούμε να τη δούμε μαζί πρώτη φορά
κι αφού κινείσαι και τόσο όμορφα, πάει κι ο Φουτουρισμός
και δεν μου περνά ποτέ στο σπίτι απ’ το μυαλό το Γυμνό, Κατεβαίνοντας τη Σκάλα, ή
σε κάποια πρόβα, κάποιο σκίτσο του Λεονάρντο ή του Μικελάντζελο που μου προκαλούσε κάποτε δέος·
και τι κέρδισαν κι οι Ιμπρεσιονιστές με όλη αυτή η έρευνα που ‘καναν
αφού δεν έβαλαν ποτέ τον σωστό άνθρωπο να κάτσει δίπλα στο δέντρο σαν έδυε ο ήλιος;,
ή, εδώ που τα λέμε, ο Μαρίνο Μαρίνι όταν διάλεγε προσεκτικά το άλογο αλλά όχι και τον καβαλάρη;

μου φαίνεται πως χάσαν όλοι τους μια θαυμάσια εμπειρία
που εγώ δεν πρόκειται επ’ ουδενί ν’ αφήσω να πάει χαμένη και γι’ αυτό στα λέω όλα αυτά.

(Από το βιβλίο: Poems from the Tibor De Nagy Editions, 1952-1966,
Tibor De Nagy: New York, 2006)

Having a Coke with You

is even more fun than going to San Sebastian, Irún, Hendaye, Biarritz, Bayonne
or being sick to my stomach on the Travesera de Gracia in Barcelona
partly because in your orange shirt you look like a better happier St. Sebastian
partly because of my love for you, partly because of your love for yoghurt
partly because of the fluorescent orange tulips around the birches
partly because of the secrecy our smiles take on before people and statuary
it is hard to believe when I’m with you that there can be anything as still
as solemn as unpleasantly definitive as statuary when right in front of it
in the warm New York 4 o’clock light we are drifting back and forth
between each other like a tree breathing through its spectacles

and the portrait show seems to have no faces in it at all, just paint you suddenly wonder why in the world anyone ever did them
I look
at you and I would rather look at you than all the portraits
in the world except possibly for the Polish Rider occasionally and anyway it’s in the Frick
which thank heavens you haven’t gone to yet so we can go together the first time
and the fact that you move so beautifully more or less takes care of Futurism
just as at home I never think of the Nude Descending a Staircase or
at a rehearsal a single drawing of Leonardo or Michelangelo that used to wow me
and what good does all the research of the Impressionists do them
when they never got the right person to stand near the tree when the sun sank
or for that matter Marino Marini when he didn’t pick the rider as carefully as the horse

it seems they were all cheated of some marvelous experience which is not going to go wasted on me which is why I am telling you about it

~~..~~

Για άλλα ποιήματα του Φρανκ Ο’Χάρα πατήστε στο πλαίσιο:

Η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη είναι ποιήτρια και μεταφράστρια.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ