Έλενα Πολυγένη και
(Δεξιά) Η ποιήτρια Έλενα Πολυγένη (*1979)

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: ΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΤΩΝ ΖΩΝΤΑΝΩΝ ΣΤΙΓΜΩΝ

Η αντίδραση της αδράνειας:
ανάγνωση του βιβλίου της Έλενας Πολυγένη «Τα δευτερόλεπτα των ζωντανών στιγμών» 

 (γράφει η Λένα Καλλέργη)

Αν μου ζητούσαν να περιγράψω το βιβλίο της Έλενας Πολυγένη Τα δευτερόλεπτα των ζωντανών στιγμών με μια πρόταση, να τι θα μου ερχόταν στο μυαλό:

  • Θρίλερ μικρού μήκους, τμήματα ενός σπονδυλωτού έργου που αποκαλύπτει συνεχείς μικρές κορυφώσεις οδύνης
  • Στιγμιότυπα ποτισμένα με κρυστάλλινη, επώδυνη ευαισθησία
  • Ωδή στην ολοζώντανη στιγμή της αδυναμίας, του παραλίγο, του περίπου, του σχεδόν, και του ορίου της τρέλας
  • Ο θρίαμβος του μικρού και του άοπλου που γίνεται ήρωας τις στιγμές της εσωτερικής του αντίστασης – σιωπηλή επανάσταση.

Η ποιήτρια Έλενα ΠολυγένηΤο βιβλίο της Έλενας Πολυγένη (γεν. 1979) είναι ένα πλούσιο ανάγνωσμα. Πρόκειται για το τέταρτο ποιητικό της βιβλίο και διαφέρει από τα προηγούμενα, παρόλο που διακατέχεται από την ίδια ισχυρή ευαισθησία που χαρακτηρίζει την ποιήτρια. Λέω ισχυρή γιατί αντιλαμβάνομαι την ευαισθησία ως δυνατό και δυναμικό στοιχείο της προσωπικότητας ενός ανθρώπου και κυρίως ενός λογοτέχνη. Η Έλενα Πολυγένη λοιπόν έχει ήδη περπατήσει αρκετά στους δύσκολους δρόμους της ποιητικής δημιουργίας και έχει πειραματιστεί με τους τρόπους έκφρασής της. Τη γνωρίσαμε το 2009 με τα Γράμματα σε μαυροπίνακα (εκδόσεις Δωδώνη), στη συνέχεια το 2012 με το βιβλίο Η θλίψη μου είναι μια γυναίκα (εκδ. poema), και μετά, το 2014, ήρθε Η χώρα των παράδοξων πραγμάτων (εκδ. Το κεντρί). Τα τρία αυτά πονήματα διαφέρουν και μεταξύ τους όπως και με το παρόν βιβλίο. Η Πολυγένη έχει μια επιμονή στην εξερεύνηση της ποίησης ως τεχνική αλλά και ως προσωπική της έκφραση. Εξελίσσει την κατανόηση, την έκφραση, και το σύνολο της τέχνης της. Το παρόν βιβλίο είναι πιο πολύπλοκο και δαιδαλώδες μέσα στην κοφτερή ευθύτητα των στίχων του, πιο βαθύ και σκοτεινό, και το χαρακτηρίζει από τη μια μεριά η ομορφιά ενός καλογυρισμένου θρίλερ και από την άλλη ενός ειρωνικού θεατρικού έργου, με στοιχεία από θέατρο του παραλόγου.

Σε ολόκληρο το βιβλίο επαναλαμβάνονται μοτίβα εικόνων και φράσεων, όχι με τρόπο που επιβάλλεται στον αναγνώστη αλλά μάλλον με επίμονη διακριτικότητα. Κάπως σαν επαναλαμβανόμενα όνειρα ή στοιχεία ονείρων, που δένουν την όλη ατμόσφαιρα του βιβλίου. Οι εικόνες αυτές έχουν να κάνουν με χέρια, με πόδια και παπούτσια, με το μυαλό, με το βλέμμα και τα μάτια, με τη φωνή και τα λόγια.

Δύο φορές, τρεις φορές, και περισσότερες, βλέπουμε χέρια –τα χέρια αποτελούν κεντρικό σύμβολο του βιβλίου– που επιτελούν το έργο τους χωρίς να καταφέρνουν τίποτα το ουσιαστικό ή που αφήνουν πράγματα να πέσουν. Διακατέχονται από μια αίσθηση αδυναμίας, απογοήτευσης, ένα «για ποιο λόγο;» μαζί με φόβο. Τα χέρια είναι παρόντα άλλοτε ως εργαλεία και άλλοτε ως ζωντανά όντα που όμως αποτυγχάνουν και απογοητεύονται. Μέσα στα ποιήματα της Πολυγένη η πτώση, το μη-κράτημα, είναι ήττα – μπορεί να σημάνει όμως και έναν εσωτερικό, προσωπικό θρίαμβο, μια νίκη της άρνησης, μια αντίσταση στις καταπιεστικές δυνάμεις που ρουφούν τη ζωή και τη χαρά από μέσα μας. Τα χέρια, βέβαια, όπως και οι άνθρωποί τους, ακόμα κι όταν αντιστέκονται και εκφράζουν αντίθεση, πονούν πάρα πολύ με το να μην κάνουν αυτό για το οποίο προορίζονταν, όπως είναι τα έργα αγάπης και δημιουργίας. Μοιάζει το κόστος να είναι πολύ μεγάλο για την αντιδραστική τους αδράνεια· μοιάζει όμως και να μην υπάρχει άλλος τρόπος.

Σε παρόμοια διάθεση τα πόδια και τα παπούτσια είναι σκληρά και κουρασμένα, διστάζουν να προχωρήσουν, και σε αυτά στρέφεται συχνά το βλέμμα των ανθρώπων (ή του ανθρώπου) που κατοικούν τα ποιήματα της Πολυγένη. Το βλέμμα και τα μάτια κοιτούν τα παπούτσια και το χώμα. Αυτό κάνει ο άνθρωπος που έχει βαρύνει, που υποφέρει, που ντρέπεται, που πονά. Ίσως όμως και ο άνθρωπος που έχει ένα σχέδιο και το επεξεργάζεται, ας μου επιτραπεί να φανταστώ.

Και το μυαλό; Τι επεξεργάζεται ο νους; Η συνολική αίσθηση που αποκόμισα από τα ποιήματα της Πολυγένη είναι ότι το μυαλό θέλει να ταξιδεύει αλλά συχνά πιέζεται τόσο που βρίσκεται στα όρια της τρέλας. «Τρίζοντας οι νευρώσεις μου», «το μυαλό εξεγείρεται» «τα πέταλα του νου μου κλείνουν», είναι μερικοί από τους στίχους που πραγματοποιούν τις κοφτές και κρυστάλλινες εικόνες της Πολυγένη. Και οι φωνές, και τα λόγια; Ηχούν με μια βουερή σιωπή. Άλλωστε η ποιήτρια οργάνωσε τη συγκέντρωση των σιωπηλών ανθρώπων, των ομοίων της, όπως μας λέει στο ποίημά της «Καλώντας τούς ομοίους» (σελ. 15). Και εκεί, τα λόγια δεν είναι παρά ένα κουραστικό προπέτασμα καπνού:

Πάνε χρόνια που κείτομαι άλαλη
σ’ αυτό το έρημο χωράφι.

Περίμενα μήπως
–απ’ τα συντρίμμια –
επιδιόρθωση;

Το ίδιο μοτίβο
δεν ήταν άλλοτε
– δεν ήταν ο μέσα μου χρόνος.

Τότε αποφάσισα να οργανώσω
τη σύναξη
των σιωπηλών ανθρώπων.
 […]

Είναι λοιπόν ένα συνεχές διακύβευμα –στα ποιήματα του βιβλίου αυτού– η αναμέτρηση ανάμεσα στην παθητικότητα, τον φόβο που παραλύει τα μέλη, την τρέλα που πιέζει το μυαλό, την κούραση των λόγων και των βλεμμάτων, και τις εκφάνσεις της ζωής: τα φύλλα των δέντρων, τα κλαδιά, το φως, τον ήλιο, τα χωράφια, τις κινήσεις που έχουν νόημα, τις σιωπές και τις πράξεις που φέρνουν ένα αποτέλεσμα. Αυτή ακριβώς η διαρκής αναμέτρηση, το παιχνίδι που είναι σαν να χάνεται συνεχώς αλλά εξακολουθεί να υπάρχει και να παίζεται, δημιουργεί μια ένταση που είναι ενδιαφέρουσα, συγκινητική και απολαυστική για τον αναγνώστη, ο οποίος αναγνωρίζει τα παιχνίδια και του δικού του ανθρώπινου νου στους άμεσους και καλοφτιαγμένους στίχους της Πολυγένη. Ένας άνθρωπος που πονάει μέσα στον χρόνο αλλά τον απασχολούν τα δευτερόλεπτα των ζωντανών στιγμών νιώθει οικειότητα και συμπόνια για τους αφανείς πρωταγωνιστές των ποιημάτων. Το συναίσθημά του διακινείται και δέχεται, πιθανώς, και μια παρότρυνση προς τη δράση, αν όχι την εξωτερική/φανερή, τουλάχιστον την εσωτερική που είναι συχνά σημαντικότερη.

Η Πολυγένη χρησιμοποιεί την ειρωνεία, το χιούμορ, συχνά πικρό ή μαύρο, και την αμφισβήτηση, τόσο των καταστάσεων και των πραγμάτων όσο και της ίδιας της ποιητικής περσόνας. Η ειρωνεία και το χιούμορ στη λογοτεχνία απαιτούν ιδιαίτερο θάρρος. Μέσα τους συμβαδίζει η στιγμή της καταστροφής και η στιγμή της αναγέννησης μέσα από τις στάχτες, ο ξαφνικός θάνατος και, το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο, το στοιχείο της έκπληξης, η φρεσκάδα και η ζωντάνια. Αποτελούν, επίσης, και μια εσωτερική αντίδραση και αντίσταση στις δυσκολίες και στην ήττα. Πόσο ισχυρή και ζωντανή ακούγεται η φωνή που μιλά στο ποίημα «Κάποιος έζησε εκεί (ΙΙΙ)» (σελ. 39), η οποία ειρωνεύεται πικρά τον ίδιο της τον εαυτό:

Εντάξει, δεν είναι ευγενικό να αμφισβητώ τον Κόσμο.
Οι μικροοργανισμοί που αναπτύσσονται σαν τον εγκέφαλό μας
Θα έπρεπε να μας γεμίζουν αισιοδοξία για το «θαύμα της Ύπαρξης».
Οι αντικατοπτρισμοί όμως των χρωμάτων
Θυμίζουν διαρκώς
εκείνο που χάνεται.
Ναι, ο πίνακας έχει προοπτική
(τόσο βάθος – αδυνατώ να το συλλάβω).

Στα πλαίσια της δημιουργίας ενός κλίματος οριακά παράδοξου, εκτός από την πικρή ειρωνεία η Πολυγένη χρησιμοποιεί πολύ εύστοχα τους τίτλους των ποιημάτων της. Παραθέτω μερικούς: Κάτι υπάκουο στις εντολές της ανησυχίας, Κάτι σαν γραμμή που οδηγεί στο παραλίγο, κάτι ασύμβατο με τα περισσότερα χέρια, Κάτι σαν επικήδειος. Δεν έχουν όλοι οι τίτλοι αυτή τη μορφή, ωστόσο επανέρχονται οι φράσεις που ξεκινούν με «Κάτι» και «Κάτι σαν», ενισχύοντας την εντύπωση ότι το ποίημα έχει φτιαχτεί για να μιλήσει για μια συνθήκη μεταιχμιακή, που είναι αδύνατον να προσδιοριστεί ακριβώς. Η ασάφειά της γεννά αγωνία και φόβο, καθώς και μια αίσθηση ματαιότητας και έλλειψης σκοπού. Συχνά, λοιπόν, διαβάζοντας το βιβλίο, ο αναγνώστης νιώθει ένα ταρακούνημα, μια τρικλοποδιά, μια αλληλουχία λέξεων που προκαλεί ταραχή. Εκεί έγκειται η επιτυχία του πονήματος της Πολυγένη: η πρωτοτυπία του είναι κατά κάποιο τρόπο διακριτική αλλά φέρει έναν ισχυρό εσωτερικό κραδασμό.

Θα ήθελα να κλείσω παραθέτοντας το ποίημα «Άοπλοι» (σελ. 54), το οποίο κλείνει τη συλλογή και στο οποίο συνοψίζεται η αίσθησή μου ότι στα Δευτερόλεπτα των ζωντανών στιγμών έχουμε ένα διπλό μήνυμα αδυναμίας και δύναμης, ζωής και θανάτου, παραίτησης και αντίστασης. Οι άοπλοι του ποιήματος είναι μικροί και κρυμμένοι, δεν μπορούν να ανοίξουν τη βρύση, κρατούν όμως βαθιά στο στόμα τους το κλειδί της άρνησής τους. Η άρνησή αυτή γίνεται η δύναμη και η ταυτότητά τους, ο μόνος τρόπους που έχουν να πουν ένα εντελώς δικό τους «όχι».

Έλενα Πολυγένη, Τα δευτερόλεπτα των ζωντανών στιγμώνΕμείς, οι μικροί, κρυφτήκαμε
στους αχυρώνες.

Τα χέρια μας ανίκανα
ν’ ανοίξουν τη βρύση. 

Μας έμεινε μόνο το κλειδί
της αρνήσεως. 

Το σπρώξαμε μέσα στα κλειστά
στόματά μας.

Ήταν ο μόνος τρόπος
–πονώντας πολύ –
να πούμε το όχι.

~.~

Έλενα Πολυγένη
Τα δευτερόλεπτα των ζωντανών στιγμών
Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2017
σελ. 64
ISBN 978-960-576-671-9

Η Λένα Καλλέργη είναι ποιήτρια και μεταφράστρια.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ