Κλωντ Πουγιάντ-Ρενώ
Η γαλλίδα συγγραφέας Claude Pujade-Renaud (*1932)

PUJADE-RENAUD: Αγαπημένοι Απόντες

Πέντε βιογραφίες ανδρών επιφανών στα γράμματα είναι οι Αγαπημένοι απόντες της Claude Pujade-Renaud (Κλωντ Πιζάντ-Ρενώ), οι οποίοι ξαναέρχονται στο παρόν μέσα από τα μάτια των συζύγων που έμειναν πίσω και σκαλίζουν τα γραπτά και τη μνήμη τους. Οι «αγαπημένοι», οι οποίοι συνοικούν σ’ αυτό το βιβλίο όχι από ιδιοτροπία της συγγραφέως, αλλά από ιδιοτροπία της τύχης που τους έχρισε παρόμοιους για πολλά επεισόδια της ζωής και διασταύρωσε, κατά κάποιον τρόπο, τους δρόμους τους είναι οι: Ζυλ Μισελέ, Ρόμπερτ Λιούις Στήβενσον, Μαρσέλ Σβομπ, Ζυλ Ρενάρ και Τζακ Λόντον. Τη μετάφραση υπογράφει η ποιήτρια Ηρώ Τσαρνά, η οποία, ανάμεσα σε άλλα έργα της, μας έχει δώσει και το παρόμοιο με τον τίτλο Louise Labé – Ingrid Auriol, Δύο Γαλλίδες ποιήτριες.

Η Claude Pujade-Renaud, πριν ασχοληθεί με τη συγγραφή, είχε ασχοληθεί με τον χορό, τη χορογραφία και τη διδασκαλία χορού. Το 1978 έκανε την εμφάνισή της στα Γράμματα, δίδαξε ως καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Βενσέν του Σεν Ντενί, ήταν αρχισυντάκτρια περιοδικού μέχρι το 1992, έγραψε νουβέλες και μυθιστορήματα και τιμήθηκε με τα βραβεία Goncourt des Lyceens και Grand Prix de la Societe des gens de letters για το μυθιστόρημά της Η πεθερά. Ο αναγνώστης που έχει υπόψη του και τα άλλα μυθιστορήματα της γαλλίδας συγγραφέως θα διαπιστώσει πως της αρέσει το ραβδί της αφήγησης να το έχουν οι γυναίκες, όπως τώρα, οι πέντε χήρες.

Ζιλ Μισελέ
Ο γάλλος ιστορικός Jules Michelet (1798-1874)

Ιστορία πρώτη: Γαλλία 1848, επανάσταση. Ο φιλοβασιλικός Ζυλ Μισελέ χάνει τη θέση του στο Κολέζ ντε Φρανς, τα έργα του διαγράφονται από τον επιστημονικό κατάλογο και απαγορεύεται η διδασκαλία τους στα σχολεία. Λατρεύει την Ιστορία και τη γυναίκα. Δεν μπορεί να υπηρετήσει τη μία χωρίς να απολαύσει ηδονικά την άλλη. Η χήρα του, συγγραφέας και βοηθός του, Αθηναΐς Μισελέ αφηγείται τη ζωή της, μπαινοβγαίνοντας στα ημερολόγια του συζύγου της και στις αναμνήσεις της. Αγωνιά να επιζήσει για να προλάβει την εκατονταετηρίδα του Μισελέ, το 1898, και το γλυπτό που του ετοιμάζει ένας νεαρός γλύπτης, ο Μπουρντέλ. Ο Μισελέ ήταν παθιασμένος, στοργικός πατέρας και μητέρα ταυτοχρόνως για την Αθηναΐδα, «οραματιστής της Ιστορίας»,  «ηδονοβλεψίας του καθημερινού», ερωτικός σίφουνας, χωρίς φραγμό ή αηδία μπροστά σε τίποτα, γιατί ο βούρκος του παλατιού των Λουδοβίκων ήταν χειρότερος, έλεγε. Εκείνη, μια γυναίκα που ένιωθε αποστροφή για τον γυναικείο της ρόλο, που προσπαθούσε να τον αποφύγει – ένιωθε «σφίξιμο, στέγνωμα, μάζεμα». Εκείνος ζούσε τη συνεύρεση σαν εύθυμη και συνάμα ιερή τελετουργία, με την οποία κατάφερνε δύο πράγματα ταυτοχρόνως – «σπέρμα και σκέψη». Ο Μισελέ ήταν είκοσι οχτώ χρόνια μεγαλύτερός της και χρειάστηκε οχτώ μήνες για να καταφέρει να την εκπαρθενεύσει, όχι όμως από αδυναμία δική του, αλλά δική της. Ο γιος τους πέθανε τον πρώτο μήνα που γεννήθηκε. Με εχθρικό το κλίμα από το προηγούμενο οικογενειακό του περιβάλλον, η φιλάσθενη Αθηναΐς, αφηγούμενη, αναπλάθει την κοινή ζωή τους και αποδεικνύεται με τον τρόπο της ερωτική και τρυφερή: «δεν είμαι η χήρα του όσο η ψυχή του που έμεινε πίσω». Και η «ψυχή» του, πρόλαβε και την εκατονταετηρίδα και την επέτειο του γάμου τους το 1899.

Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον
Ο σκωτσέζος συγγραφέας Robert Louis Stevenson (1850-1894)

Ιστορία δεύτερη: Η Φάννυ είναι ζωγράφος σε μαύρη απελπισία. Θρηνεί το γιο της που πέθανε, ο άντρας της ζει στην Καλιφόρνια και η ίδια σε μια πανσιόν με τον άλλο, τον οχτάχρονο γιο της, και την δεκαεξάχρονη κόρη της, σε μια πανσιόν έξω από το Φονταινεμπλώ, όπου συστεγάζονται Άγγλοι, Σουηδοί, Αμερικανοί ζωγράφοι,  προσπαθώντας να συνέλθει. Εκεί γνωρίζει τον Ρόμπερτ Λιούις Στήβενσον, δέκα χρόνια νεότερό της, ασθενικό, περιπλανώμενο συγγραφέα, μανιώδη καπνιστή και πότη, που ζούσε γράφοντας και παίζοντας με τον θάνατο επικίνδυνα. Ερωτεύονται, παντρεύονται και περιπλανώνται μαζί, γράφουν και διορθώνουν τα δοκίμια των έργων του. Καταλήγουν στα νησιά Σαμόα. Εκείνος, «ένα κουβάρι από βήχα και κόκαλα», πεθαίνει στα 1894. Εκείνη μια αγρότισσα πεισματάρα, και τότε και μετά δέκα χρόνια, ατίθαση, αδάμαστη, ακούραστη, μια γριά λέαινα με άσπρα μαλλιά που έχει περάσει τα εξήντα, συναντά τον Νεντ Φιλντ, σαράντα χρόνια νεότερό της, που ερωτεύεται και αυτήν και τον Στήβενσον. Μέριμνα κοινή η έκδοση των απάντων του, της «Ζωής» του, λες και κάνοντας έρωτα με τον Νεντ ανασταίνει τον Λιούις.

Μαρσέλ Σβομπ
Ο γάλλος συγγραφέας Marcel Schwob (1867-1905)

Ιστορία τρίτη: «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό αγόρι». Μ’ αυτή τη φράση αρχίζει την αφήγησή της η Μαργαρίτα Μονσώ, χήρα του Μαρσέλ Σβομπ, ηθοποιός στην Κομεντί Φρανσαίζ, που χρόνια μετά το θάνατό του, τον θυμάται σαν μικρό αγόρι, γιατί μικρό αγόρι ήθελε εκείνος να παραμείνει. Τον είχε συνεπάρει Το νησί των θησαυρών του Στήβενσον και πήγε να εξερευνήσει και αυτός με τη σειρά του, στα μακρινά εκείνα μέρη. Το 1900 παντρεύτηκε στο Λονδίνο, στον αστερισμό του Στήβενσον, με τον οποίο αλληλογραφούσε όταν ήταν στα νησιά Σαμόα, με κουμπάρο τον Χένλεϋ, φίλο του Στήβενσον. Ο Μαρσέλ ήταν βιβλιόφιλος. Στους αγαπημένους του ο Βιγιόν, ο Ραμπελαί, ο Μονταίν. Παράλληλα με την έκδοση των αναμνήσεών της ως ηθοποιού, η Μαργαρίτα επιμελείται και τα έργα του Σβομπ. Ο Ρενάν εκδίδει πέντε τόμους ημερολογίου, όπου ανάμεσα σε άλλα και η φράση: «Ο Σβομπ. Βαδίζει προς το θάνατο»· ο Σβομπ που δεν είναι ακόμα είκοσι επτά ετών, όμως είναι τραγικά φιλάσθενος, όπως και ο αγαπημένος του Στήβενσον που πέθανε το 1893, ενώ, ένα χρόνο πριν, είχε πεθάνει η τότε αγαπημένη του Βιζ. Ο Χένλευ αναπαράγει την αφήγηση της ζωής του Στήβενσον από την πλευρά του, κατακρίνοντας άσχημα τη Φανή. Ο Χένλεϋ με το ξύλινο πόδι είναι ο πειρατής με το ξύλινο πόδι στο Νησί των θησαυρών του Στήβενσον. Το 1905, μετά από μεγάλη ταλαιπωρία, ο Σβομπ θα πάει να συναντήσει στον άλλο κόσμο τον Στήβενσον, τον οποίο δεν πρόλαβε στα νησιά Σαμόα.

Ζυλ Ρενάρ
Ο γάλλος συγγραφέας Jules Renard (1864-1910)

Ιστορία τέταρτη: Η Γκλοριέτ, η αινιγματική σύζυγος του Ζυλ Ρενάρ, Μαρινέτ το πραγματικό της όνομα, μια χαμηλών τόνων γυναίκα που ασχολείται με το πιάνο, το οποίο εγκαταλείπει και αρχίζει να μυείται στο διάβασμα. Αποκτούν έναν γιο και μια κόρη. Ο Ρενάρ πεθαίνει το 1910 κι εκείνη αναλαμβάνει την επιμέλεια του έργου του  και των πενήντα τεσσάρων τετραδίων του, από τα οποία σκίζει σελίδες, κάνοντας λογοκρισία σε ό,τι κρίνει ότι θα ζημιώσει τη φήμη του συζύγου της. Ζωή δύσκολη, με τρυφερότητα για τη σύζυγο αλλά και την ανάγκη για ένα ανανεωτικό φλερτάκι, μια γκαρσονιέρα όπου πολλοί μαζί έκαναν τι; Το σχόλιο του  Σβομπ, «αυτό το σοφό πιόνι», η δυσκολία του να αποδεχτεί τον Ζιντ. Η αλεπού στους μύθους του Λα Φονταίν είναι ένα παράσιτο. Το Παράσιτο είναι ένα ωμό έργο του Ρενάρ, ρενάρ η αλεπού, παράσιτο ο Ρενάρ (;) εκδίδεται με την μεσολάβηση του Σβομπ. Δύσκολη ζωή, παιδιά, οικονομικά πενιχρά, εχθρικά πεθερικά. Ο πατέρας του αυτοκτόνησε: «υπάρχει λαβωματιά στη ζωή μου: τα σκάγια του θανάτου του»· η σκληρή μητέρα του έπεσε στο πηγάδι. Ο ίδιος θα πεθάνει με το θάνατο που είχε σκηνοθετήσει για τους ήρωές του και η Μαρινέτ θα ρίξει στο τζάκι ένα ένα τα ημερολόγιά του.

Τζακ Λόντον
Ο αμερικανός συγγραφέας Jack London (1876-1916)

Ιστορία πέμπτη: Τρεις μέρες αφού εόρτασαν την ενδέκατη επέτειο του γάμου τους και πέντε μέρες πριν τα γενέθλιά της Τσάρμιαν, ο Τζακ Λόντον πέθανε στα σαράντα του, από υπερβολική δόση μορφίνης.

Ήταν η φυσική κατάληξη ενός καταπονημένου οργανισμού, ενός σώματος με άχρηστα νεφρά και πολύ αλκοόλ, ή αυτοκτονία; Η επίσημη ανακοίνωση ήταν «οξεία ουραιμική κρίση». Η Τσάρμιαν έχασε στα δεκατέσσερα τον πατέρα της στα έξι τη μητέρα της. Ο Τζακ δεν ήξερε ποιος ήταν ο πατέρας του και αυτό ήταν το δράμα του. Είναι λοιπόν ο γιος του «Κανένα»,  ο Μπάσταρδος σκύλος με επιμειξία λύκου. Ο Οιδίπους έμαθε ποιος είναι, με τίμημα την όρασή του. Ο Τζακ δεν έμαθε και αυτή η αμφιβολία ήταν χειρότερη από μια εκτυφλωτική αποκάλυψη. Και στους δύο άρεσε η ιππασία και η θάλασσα· ονειρεύονταν να κάνουν το γύρω του κόσμου με το πλεούμενό τους. «Η ευτυχία μας θα ταξιδέψει με το Σναρκ». Με τον Τζάκ επισκέπτεται τον τάφο του Στήβενσον, στο βουνό ψηλά στο Μπαΐ, εκεί όπου ο Ντεντ θα μεταφέρει και τη στάχτη της Φάννυ.  Τώρα ταξιδεύει μέσα στις αναμνήσεις της, παίζει στο πιάνο τη σονάτα του Σούμπερτ, της λείπει από το σπίτι τους, «Το σπίτι του λύκου», ο Τζακ από το κρεβάτι, ψόφησε ο σκύλος τους. Στον ύπνο της βλέπει τη Φάννυ Στήβενσον, στα έργα του Τζακ τη ζωή τους. Επισκέπτεται την πανσιόν όπου είχαν γνωριστεί η Φάννυ και ο Στήβενσον .

Πέντε χήρες που κληρονομούν το έργο του συζύγου τους, που ξαναζούν, μέσα από αυτό αλλά και έξω από αυτό, τη ζωή τους, τα πένθη τους, τα ανθρώπινα ερείπια, την προκατάληψη των οικογενειών, της κοινής γνώμης των δημοσιογράφων των απογόνων, των εκδοτών. Κι ακόμα βρίσκουν η μία την άλλη μέσα από τα γραπτά και ας μη συναντήθηκαν ποτέ. Πέντε βιογραφίες ενδιαφέρουσες και συγκλονιστικές, συγκινητικές, γοητευτικές, με υπόγειες συναντήσεις και αποκαλυπτικές πληροφορίες, στην πολύ καλή μετάφραση της Ηρώς Τσαρνά.

Claude Pujade-Renaud
Αγαπημένοι Απόντες
Μετάφραση: Ηρώ Τσαρνά
εκδ. Μελάνι, 2017
σελ. 356
ISBN 978-960-591-062-4

Η Ανθούλα Δανιήλ είναι διδάκτωρ φιλολογίας και κριτικός λογοτεχνίας.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ