Πόρτα με λουκέτο και κορδέλα

ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ

Προδημοσίευση από την προσεχή ποιητική συλλογή Σκοτεινή κλωστή δεμένη της Άννας Γρίβα, που θα κυκλοφορήσει μέσα Ιουνίου 2017 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης:

Σκοτεινή κλωστή δεμένη - εξώφυλλο Άννα Γρίβα,

 

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ 

Πού είναι η Ιφιγένεια;
Μια φήμη έλεγε πως ζει.
Μα εγώ θαρρούσα πάντοτε
πως ήταν λόγια του Αγαμέμνονα
εκείνος τα έβαζε κρυφά
στο στόμα των ανθρώπων
για να υπνώνει τη μανία μου.

Πού είναι ο Ορέστης;
Κάποιος μου ψιθύρισε
ότι μετά το φονικό
βρήκε γαλήνη στην Αθήνα.
Μα εγώ αυτά δεν τα πιστεύω
εγώ το έζησα το αίμα
και δεν μερώνεται ποτέ.

Πού είναι η Ηλέκτρα;
Πάντοτε με τρόμαζε
σαν μαύρος κύκνος
που αρμενίζει
κι ο θρήνος του ανυπόφορος
πεθαίνει όλο το δάσος.

Ο Αίγισθος πού είναι;
Τουλάχιστον εκείνος
μαζί μου έπρεπε να έμενε
εδώ στο δώμα των φονιάδων.
Μα ίσως να μετανόησε
κι ο Πλούτων τον σπλαχνίστηκε.

Πού είναι ο Αγαμέμνων;
Ακούω το γέλιο του κρουστό
και τα βαριά του βήματα.
Αν έρθει πιο κοντά
πόσοι θα θέλαν να τον σφάξουν;
Κι αν σάρκα δεν του έμεινε
να σφάξουν τη σκιά του.
Λόγος σ’ εμένα πια δεν πέφτει
αλλά τους είπα μια φορά:
λουτρό να ετοιμάσετε
λουτρό αχερούσιο
επί θανάτου θάνατο
για να στεριώσει η τελετή.

Μα εδώ κανείς δεν με ακούει
εδώ γίνονται όλοι
του ήλιου νοσταλγοί.

~.~

Σκοτεινή κλωστή δεμένη - εξώφυλλο συλλογήςΠΑΡΑΜΥΘίΑ 

Ας μην βγούμε ποτέ
προς το φως
ας μην δροσιστούμε
στων κυμάτων
το πέρασμα

μια παπαρούνα η φύση μας
τα πέταλα στον πρώτο άνεμο
χαμένα
και μένει μόνο
η καρδιά
μαύρη κι ακίνητη
σαν γύρη μυστική
μιας άγριας άνοιξης.

~.~

ΠΡΙΑΜΟΣ  

Ερχόταν τα βράδια ένα πουλί
και χτύπαγε το τζάμι μου
εγώ δεν του άνοιγα ποτέ
έλεγα θα ’ναι το κακό
απότομο και μαύρο

όμως μια νύχτα πριν το τέλος
δεν ξέρω τι με κίνησε
του έβαλα γάλα και νερό
δύο πιατάκια στο περβάζι
«μα πίνουν γάλα τα πουλιά;»
ρωτούσαν οι γυναίκες

κι έτσι καθώς έφτανε
η κορυφή της νύχτας
είδα στο γάλα να χορεύει
μια αντανάκλαση αστεριών
και το νερό καθρέπτιζε
τη μπάλα της σελήνης

έχω κοντά μου ουρανό
σκεφτόμουν και γελούσα
ανήκω στους αιθέρες
άρμα μού στέλνουν οι θεοί
ένα μικρό παράθυρο
να ταξιδεύω με τα μάτια μου
στα πιο ψηλά μου όνειρα
έλα πουλί μαύρε κομήτη
πέρνα μπροστά μου
κρυφέ βασιλιά
ν’ αγρυπνούμε μαζί
στα παλάτια του δάσους

μα το πουλί ούτε που φάνηκε

όταν ξημέρωνε
άνοιξα το παράθυρο
να το γυρέψω στον ορίζοντα

και ν’ ατενίσω αθέλητα
βροχή τα δόρατα
και το σφαγμένο αίμα.

~.~

Άννα ΓρίβαΕΚΑΒΗ  

Από μικρό κορίτσι
δάκρυ το στήθος μου έβραζε
και πεθαμένο αίμα
και το μυαλό μου γέμιζε
δέντρα και κρεμασμένους

η μάνα μου έλεγε
πως φταίει τ’ όνομά μου:
λιγάκι μόνο διέφερε
της σκοτεινής Εκάτης
ήτανε λάθος τ’ όνομα
γι’ αυτό και με φωνάζανε
φρέσκο κλαρί δροσάτο αγέρι
και ευωδιά των κάμπων

για χρόνια ανήκουστη
είχα ξεχάσει πώς με λένε
μα ένα πρωί όταν σηκώθηκα
υπήρχα πια εν μέρει
κι ο εαυτός μου κραύγαζε
ποια είσαι ποια είσαι
τότε σαν μαγεμένη
στα σωθικά μου απάντησα
είμαι η Εκάβη
η Εκάβη
του εαυτού μου θήραμα
των χθόνιων εργάτης
κρυφτό η  μοίρα μου
αγγείο συντριμμένο
είμαι η Εκάβη

και η θεά ανέβηκε
θαρρώντας πως την κάλεσα
διαλεκτή μου εσύ μου είπε
το γράμμα δεν σε σώζει
εγώ τη λέξη σου περίμενα
το όλον που σε αρπάζει

κι έτσι η Τροία πάρθηκε
καθώς τα δόντια της θεάς
τρυπούσαν τρελαμένα
τα τείχη και τα σπίτια μας

τη μέρα εκείνη
έβρεχε μάγια.

~.~

ΑΧΙΛΛΕΑΣ  

Κλαίω το βράδυ
και τα παιδιά με κοροϊδεύουν
με το σκοτάδι τους
μου γδέρνουνε την πλάτη
και με ντροπιάζουν με το γέλιο τους

οι άντρες σαν με πάρουν στο κατόπι
φτύνουν το τίποτα που έγινα
χλευάζουνε τα όπλα μου
κι ας μην πολέμησαν ποτέ

εδώ που ήρθες μου φωνάζουν
δεν θα σ’ ακούσει η Θέτιδα
αδίκως τρέχεις στα νερά
αδίκως της προσεύχεσαι
από τα κύματα της Στύγας
μόνο εφιάλτες αναδύονται
και στον βυθό βλέπεις κουπιά
του βυθισμένου χρόνου

μα εγώ δεν ψάχνω τίποτα
οι προσευχές μου έχουν στερέψει
τη μάνα μου την ξέχασα
σαν τον επάνω κόσμο
μόνο κοιτάζω το νερό
και το ταράζω με το δάκρυ μου
μήπως ανοίξω μια σχισμή
και μέσα του κυλήσω

ίσως στη λάσπη του βυθού
ο χρόνος πάλι αρχίζει
και οι ψυχές
μωρά που αφήνονται
στην άνωση του ήλιου.

~~..~~

Η Άννα Γρίβα είναι ποιήτρια και φιλόλογος.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ