Βασίλης Παπαγεωργίου
Ο συγγραφέας και μεταφραστής Βασίλης Παπαγεωργίου (*1955)

ΑΫΠΝΙΑ

Προδημοσίευση από το βιβλίο Αϋπνία του Βασίλη Παπαγεωργίου που πρόκειται να κυκλοφορήσει εντός των ημερών (Οκτώβρης 2017) από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν.

~.~

Ακολουθεί ένα από τα κείμενα/σημειώματα του βιβλίου:

Θεσσαλονίκη, 20 Ιουλίου 2013

Από τη μια μελαγχολία, αυτή που συνδέεται με τα αρνητικά γεγονότα της ιστορίας και της φύσης, ο Ζέμπαλντ ανυψώ­νεται στην άλλη μελαγχολία, αυτή που προξενεί η τραγική συναίσθηση της αβύσσου πάνω στην οποία έχει κτιστεί ο κόσμος μας. Η δεύτερη αυτή μελαγχολία είναι συγχρόνως και ευφορία καθώς ανοίγει τον δρόμο για την καταφατική στάση προς τον κόσμο, καθώς απεγκλωβίζει τον λόγο από τις αρνήσεις της μεταφυσικής, από τη βία και τις αιτίες που τη γέννησαν. Την ευφορία αυτή ωστόσο δεν θα πρέπει να την εννοήσουμε ως ευδαιμονία. Ούτε πρέπει να εννοήσουμε τη μελαγχολία ως κατάθλιψη. Σε συνέντευξη στους Martin Doerry και Volker Hage, όπου αποκαλύπτει τον φόβο του για το μελοδραματικό («Ich fürchte das Melodramatische», Der Spiegel, 12-3-2001), ο Ζέμπαλντ είναι σαφής: «Η με­λαγχολία είναι κάτι διαφορετικό από την κατάθλιψη. Ενώ η κατάθλιψη καθιστά αδύνατη τη σκέψη και τον διαλογισμό, η μελαγχολία – όχι απαραιτήτως μια ευχάριστη κατάσταση καθαυτή – σου επιτρέπει να στοχάζεσαι…»

Β.Γκ. Ζέμπαλντ
W.G. Sebald (1944-2001)

Ακολουθώντας τον ειρμό αυτόν μπορούμε να πούμε ότι η ευφορία, αντίθετα από την ευδαιμονία, είναι μια ενεργός, δημιουργική κατά­σταση, μια ατέρμονη συνειδητοποίηση που δεν αφήνει τη μνήμη να αναπαυθεί ούτε στιγμή. «Είναι σαφές νομίζω», διευκρίνισε λίγο πριν από τον θάνατό του ο Ζέμπαλντ, «ότι όσοι δεν έχουν μνήμη έχουν πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να ζήσουν μια ευτυχισμένη ζωή» (Maya Jaggi, «The last word», The Guardian, 21-12-2001). Η συρροή αυτή της μελαγχολίας με την ευφορία παίρνει τη μορφή της αποστα­σιοποιημένης πατίνας που υπερίπταται λίγο πάνω από τα γεγονότα και τα φαινόμενα τα οποία ο Ζέμπαλντ περιέρχεται, που ζυγιάζεται «μια σπιθαμή πάνω από το έδαφος». (Την εικόνα αυτή μας την προσφέρει ο Ζέμπαλντ στο Αί­σθημα ιλίγγου, σ. 124, και στους Δακτύλιους του Κρόνου, σ. 213. Και με διαφορικές λέξεις στο δοκίμιό του για τον Βάλζερ στο Logis in einem Landhaus, 1998, σ. 166, και στο δοκίμιό του για τον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ στο Campo Santo, στη σ. 150 για παράδειγμα.) Στην ευφορία της νε­φελώδους πατίνας, της περιρρέουσας αβύσσου (θα πρέπει οπωσδήποτε κάποια στιγμή να βρούμε ένα άλλο όνομα για την άβυσσο, ένα που να μη φοβίζει και απειλεί, που θα υποδεικνύει το μη αρχοκρατούμενο άπειρο), ο κόσμος ανα­πτύσσεται με τρόπο τυχαίο όσο ο λόγος εγκαταλείπει τον λόγο και ξεδιπλώνει, στοχάζοντάς την και απολαμβάνοντάς την συγχρόνως, μια κοσμητική, την οποία μπορούμε, για άλλους λόγους βεβαίως (αλλά και όχι), να εντοπίσουμε και στα λόγια του Άουστερλιτς (μτφ. Ι. Μ., σ. 49):

[…] μια δύναμη που προέχει ή υπερέχει της νοητικής μου ικανότητας, και προφανώς επιβάλλει την προνοητική της λει­τουργία σε κάποιο σημείο του εγκεφάλου μου, με προστάτευε πάντοτε από το ίδιο το μυστικό μου και συστηματικά με κρα­τούσε σε απόσταση από τα πιο προφανή συμπεράσματα και τις έρευνες που υπαγόρευαν τα συμπεράσματα αυτά. 

Βρισκόμαστε στον χώρο με τη δική του άλογη εσωτερικότη­τα, όπου ο κόσμος παραμένει ανοιχτός επειδή είναι ερμητικά αλεξίλογος, επειδή δεν επιτρέπει στις αχτίνες του λόγου να διεισδύσουν. Τα αντικείμενα εδώ εμφανίζονται με τον τρόπο που τα περιγράφει ο Άουστερλιτς μιλώντας για τον σκοτεινό θάλαμο και την τέχνη της φωτογραφίας (σ. 81, μτφ. Ι. Μ.):

Από την αρχή με απασχολούσε η μορφή και η ερμητική διά­σταση των πραγμάτων, η κίνηση του κάγκελου της σκάλας, οι αυλακώσεις μιας πέτρινης αψίδας, η ασύλληπτα ακριβής αταξία των μίσχων σε μια τούφα ξερά χόρτα. 

Ζέμπαλντ
Ο γερμανός συγγραφέας W.G. Sebald

Τα κείμενα του Ζέμπαλντ έχουν από την πρώτη τους λέξη την ίδια υπόσταση με τις ενσωματωμένες τους φωτογρα­φίες. Δεν εξαρτώνται από επεξηγήσεις, από αιτιολογική νοηματοδότηση. Αναπτύσσουν μια αχρονικότητα που θέλει να υπερβεί τόσο το κακό όσο και τις πηγές του. Η ευφορία της γραφής του μας βγάζει σε ένα αστήριχτο στερέωμα που μετάρσιο απομακρύνεται παραμένοντας πάντα μετέωρο εδώ γύρω, μας εναποθέτει σε μια κοσμητική, όπου το Είναι δεν είναι παρά ένα ανυπολόγιστο πλέγμα απρόοπτων εναρμονί­σεων και ετερόκλητων συνυφάνσεων. Πάντα με το τραγικό σκοτάδι των πράξεών μας στο κατόπιν μας:

Εν πάση περιπτώσει, τον καιρό που ακολούθησε, δεν έπαψα να αναλογίζομαι τόσο την υπέροχη αίσθηση ελευθερίας κινήσεων όσο και την παραλυτική φρίκη που με κατακυρίευε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όποτε τύχαινε να βρεθώ αντιμέτωπος με τα ίχνη που είχε αφήσει πίσω της η καταστροφή, από καταβολής κόσμου, ακόμα και σε τούτη την απομακρυσμένη περιοχή. (Οι δακτύλιοι του Κρόνου, σ. 13, μτφ. Γ.Κ.)

~~..~~

Ο Βασίλης Παπαγεωργίου γεννήθηκε το 1955 στη Θεσσαλονίκη, είναι συγγραφέας και μεταφραστής, καθηγητής δημιουργικής γραφής και θεωρίας της λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο Λινναίος, στη Σουηδία.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ