Παλιές ξύλινες πόρτες και παράθυρα σε ερείπιο
φωτο: Αλέξιος Μάινας

ΔΙΗΓΗΜΑ

Για την τυχαία εν μέρει κατάργηση των βασανιστηρίων στο Βασίλειο της Πρωσίας μία ημέρα μετά τη γέννηση του Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά ντε Σαντ  

(διήγημα)

Εκείνη την τρομερή στιγμή, στις 8 παρά τέταρτο το πρωί της Δευτέρας 6 Νοεμβρίου 1730, άλλοι τον ήθελαν λιπόθυμο να υποβαστάζεται και άλλοι σ’ ένα καγκελόφραχτο παράθυρο να σπαράζει. Αντιφατικές έχουν καταγραφεί και οι πληροφορίες αφενός για την ακριβή θέση του ιστορικού παραθύρου στο κάστρο Κυστρίν, εκεί κοντά στα παγωμένα νερά του Όντερ, και αφετέρου για το ακριβές σημείο στο οποίο πρώτα έπεσε κι ύστερα κύλισε το κομμένο κεφάλι.

Αδιαφιλονίκητο γεγονός, ωστόσο, παραμένει ότι ο κατ’ αρχάς άτυχος κι ύστερα προδομένος ανθυπολοχαγός έχασε το κεφάλι του στα είκοσι έξι του χρόνια, γιατί ο πρίγκιπας, μέσα στη βιασύνη του και τον νεανικό ενθουσιασμό του, άφησε ημιτελή τη διεύθυνση παραλήπτη στην επιστολή που του έστειλε. Και έτσι η επιστολή εκείνη, που δεν ήταν γραμμένο να φτάσει ποτέ στο Βερολίνο, παραδόθηκε στο ταχυδρομείο του Ερλάνγκεν, και εκεί ο αρχιταχυδρόμος, αφού προς στιγμήν απόρησε με τον εσφαλμένο στρατιωτικό βαθμό του παραλήπτη, έτσι όπως αναγραφόταν στην επιστολή, πιάστηκε, όπως του φάνηκε πρέπον, παρά την απορία του από του παραλήπτη τ’ όνομα, οπότε και την παρέδωσε σε λάθος χέρια, την επιστολή, στα χέρια κάποιου ίλαρχου, πρώτου εξαδέλφου του ανθυπολοχαγού, που είχε συμπτωματικά το ίδιο όνομα μ’ εκείνον, κι ύστερα εκείνος ο ίλαρχος, ταραγμένος πιθανότατα από το περιεχόμενο της επιστολής και από ειλικρινή πίστη και αφοσίωση στον βασιλιά, αν όχι από υπερβολικό φόβο της αυστηρότητάς του μόνο, πήγε και παρέδωσε με τα ίδια του τα χέρια, εκείνα τα λάθος χέρια, την επιστολή που εξέθετε ανεπανόρθωτα τον συνονόματο εξάδελφό του, στα χέρια του βασιλιά, τα μόνα χέρια στα οποία ήταν σαφές ότι δεν έπρεπε να πέσει.

Έτσι είχαν γίνει τα πράγματα τον Αύγουστο, τρεις μήνες προτού αυτός, ο μεγαλύτερος από τα 14 παιδιά του βασιλιά και της βασίλισσας και διάδοχος του θρόνου, αρχίσει να σπαράζει σ’ εκείνο το παράθυρο του κάστρου Κυστρίν, όταν οι φύλακες, με διαταγή του βασιλιά, είχαν αρπάξει το ξανθό κεφάλι του απ’ τα μαλλιά και πιέζανε το δεκαοκτάχρονο τρυφερό πρόσωπό του στο κιγκλίδωμα του παραθύρου, για να δει κι αυτός με τα ίδια του τα μάτια να χάνει το κεφάλι του ο ανθυπολοχαγός του Πρωσικού στρατού που τόσο τον αγαπούσε. Από αυτό το φρικτό βασανιστήριο, την υποχρεωτική παρακολούθηση του αποκεφαλισμού του ανθυπολοχαγού, είναι πολύ πιθανό να ήρθε να τον απαλλάξει, σαν από μηχανής θεός, εκείνη η λιποθυμία, και έτσι όντως μπορεί να μην είδε ποτέ ο ίδιος τελικά το πυρόξανθο κεφάλι ν’ αποκόβεται, μ’ ένα αναπότρεπτο χτύπημα του δήμιου, απ’ το βασανισμένο σώμα.

Ο άτυχος ανθυπολοχαγός ήταν ο μόνος που πλήρωσε με τη ζωή του τη συναναστροφή και τον συγχρωτισμό του με τον νεαρό πρίγκιπα. Η θυγατέρα κάποιου γυμνασιάρχη θεολόγου καθηγητή και διευθυντή της εκκλησιαστικής χορωδίας της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου στο Πότσνταμ, η οποία συνδεόταν φιλικά με τον πρίγκιπα λόγω της κοινής αγάπης τους για τη μουσική, μαστιγώθηκε δημοσίως έξι φορές κι ύστερα την κλείσανε για σωφρονισμό στο περιβόητο κλωθοκομείο του Σπαντάου, να γνέθει ώρες ατελείωτες μαζί με άπορες ζητιάνες και εξαθλιωμένες πόρνες. Ένας ανθυπασπιστής, ο οποίος ανήκε στο στενό περιβάλλον του πρίγκιπα και είχε ως εκ τούτου συνοδεύσει τον πρίγκιπα σε κάποιες συναντήσεις μουσικής φύσεως με τη θυγατέρα του γυμνασιάρχη θεολόγου καθηγητή, καταδικάστηκε στο στρατοδικείο στον Πύργο Καίπενικ σε έξι μήνες φυλάκισης, αλλά όπως αποδείχθηκε ο ανθυπασπιστής ήταν πιο τυχερός απ’ τον ανθυπολοχαγό, γιατί ο βασιλιάς, ο οποίος προφανώς τον συμπαθούσε, του έδωσε χάρη και του έγραψε προσωπικά ότι την ποινή εκείνη θα έπρεπε να τη δει ως προειδοποίηση, ώστε να είναι συνετός στο μέλλον. Στην περίπτωση όμως του άτυχου ανθυπολοχαγού, τον οποίο το ίδιο στρατοδικείο στον Πύργο Καίπενικ είχε καταδικάσει σε ισόβια κάθειρξη, κρίνοντάς τον ένοχο σύμφωνα με το κατηγορητήριο, περί λιποταξίας, κατηγορητήριο συντεταγμένο καθ’ υπόδειξη του βασιλιά τόσο για τον ανθυπολοχαγό όσο και για τον γιο του, τον πρίγκιπα, ο ίδιος βασιλιάς, ο μεγαλόψυχος βασιλιάς στην περίπτωση του ανθυπασπιστή, εξάντλησε όλη την αυστηρότητά του και, αφού η επανάληψη της δίκης που ο ίδιος ζήτησε κατέληξε στην ίδια ποινή και πάλι, στην ισόβια κάθειρξη απλώς και όχι στη θανατική ποινή, όπως ο ίδιος επιθυμούσε και όπως προσπάθησε απροκάλυπτα να πείσει τους δικαστές, μετέτρεψε ο ίδιος εκείνη την, κατά τη γνώμη του μόνο, επιεική ποινή σε θανατική ποινή δια αποκεφαλισμού, με τα γνωστά επακόλουθα.

Στην περίπτωση του πρίγκιπα το στρατοδικείο στον Πύργο Καίπενικ έκρινε εαυτόν αναρμόδιο και για καλή του τύχη, του πρίγκιπα, ένας φωτισμένος στρατάρχης, μεταρρυθμιστής του Πρωσικού στρατού και πατέρας δέκα παιδιών ο ίδιος, τον υπερασπίστηκε στον πατέρα του, τον βασιλιά, ενώ επενέβησαν υπέρ του πρίγκιπα με επιστολές τους ένας μουσικόφιλος κάιζερ, και προστάτης γενικότερα των καλών τεχνών, και ένας ανύμφευτος γηραιός πρίγκιπας, φημισμένος και για μια τεράστια συλλογή βιβλίων, την οποία έμελλε να αγοράσει μετά τον θάνατό του ο μουσικόφιλος κάιζερ. Έτσι, ο βασιλιάς υποχώρησε και ο γιος του απλώς φυλακίστηκε στο κάστρο Κυστρίν, με τα γνωστά επακόλουθα. Πολλοί είπαν ότι τον βασιλιά περισσότερο τον ενόχλησε η βαθιά φιλία του γιου του και η σχέση του με τον ανθυπολοχαγό και λιγότερο η επιθυμία του γιου του να εγκαταλείψει το βασίλειό του. Και όπως ήταν φυσικό, ο βασιλιάς θεώρησε ότι τον γιο του τον παρέσυρε ο ανθυπολοχαγός, αφού, ως μεγαλύτερός του, ήταν πιο έμπειρος στη ζωή.

Ο πρίγκιπας πάντως έζησε. Και δέκα χρόνια αργότερα, όταν τα πράγματα είχαν πλέον μπει σε μια σειρά, άρχισε και να βασιλεύει.

Η σειρά, στην οποία μπήκαν τα πράγματα, ήταν η εξής: Πριν περάσουν δύο χρόνια από εκείνο το πρωί της Δευτέρας 6 Νοεμβρίου 1730, ο πρίγκιπας δέχτηκε να πάρει για γυναίκα του, χωρίς να την αγαπάει καθόλου, τη θυγατέρα κάποιου δούκα και δεύτερη εξαδέλφη μιας αυτοκράτειρας. Με τον αρραβώνα τους, που έγινε στο Βερολίνο στις 10 Μαρτίου 1732, ημέρα Δευτέρα, έληξε οριστικά και η παρεξήγηση με τον πατέρα του, τον βασιλιά. Η τιμή του πρίγκιπα αποκαταστάθηκε και έγινε και πάλι διάδοχος του θρόνου. Ο γάμος του πρίγκιπα με τη θυγατέρα του δούκα έγινε έναν χρόνο αργότερα, στις 12 Ιουνίου 1733, ημέρα Παρασκευή, στον Πύργο Ζάλτσνταλεμ, σ’ ένα χωριό με το ίδιο όνομα κάπου στη σημερινή Κάτω Σαξονία, που πήρε τ’ όνομά του από ένα ορυχείο άλατος, που βρισκόταν εκεί κοντά του. Μετά τη γαμήλια τελετή, ο ίδιος ο πρίγκιπας, που τη μουσική, ως γνωστόν, πολύ την αγαπούσε, έπαιξε φλάουτο, ερμηνεύοντας το σολιστικό μέρος σ’ ένα ποιμενικό κομμάτι, που απαιτούσε μεγάλη δεξιοτεχνία. Η θυγατέρα του δούκα και δεύτερη εξαδέλφη της αυτοκράτειρας, νόμιμη σύζυγος πλέον του διάδοχου του θρόνου, ήταν απλώς παρούσα. Δεν αποκλείεται, βέβαια, να έκανε ήδη κάποια όνειρα εκείνη για την εποχή που θα γινόταν βασίλισσα και μητέρα. Μητέρα δεν έγινε ποτέ. Με τα χρόνια κάποιοι αρχίσανε να ψιθυρίζουνε ότι ο πρίγκιπας, κάποιους μήνες πριν συμφωνήσει για τον γάμο, είχε αρπάξει, κατά την επίσκεψή του στην αυλή κάποιου ισχυρού φιλότεχνου βασιλιά, ένα αφροδίσιο νόσημα, το οποίο δεν του επέτρεπε να συνευρίσκεται ερωτικά με τη νόμιμη σύζυγό του. Και πολλά χρόνια μετά κάποιοι άλλοι ψιθυρίζανε ότι ο πρίγκιπας ήτανε σαν τον μικρό αδελφό του, αυτό μόνο ψιθυρίζανε, κι όλοι καταλαβαίναν. Ο πρίγκιπας ανέβηκε στον θρόνο στις 31 Μαΐου 1740, ημέρα Τρίτη, την ίδια ημέρα που πέθανε ο πατέρας του, ο βασιλιάς, όπως συνηθιζόταν, και λίγες ημέρες μετά, από τον Πύργο Ράινσμπεργκ, όπου διέμενε με τη σύζυγό του μέχρι τότε, εκείνος αποσύρθηκε στον Πύργο Σαρλότενμπουργκ, για να πάψει να έχει στενές επαφές με τη βασίλισσα σύζυγό του, όπως είχε προαναγγείλει πριν δώσει τη συγκατάθεσή του για τον γάμο. Στην άτεκνη βασίλισσα παραχώρησε μια κατοικία στον Πύργο της Πόλης του Βερολίνου και για θερινή κατοικία τής δώρισε τον Πύργο Σαινχάουζεν.

Γεγονός πάντως είναι ότι τρεις ημέρες αφού ανέβηκε στον θρόνο, την Παρασκευή 3 Ιουνίου 1740, ο πρώην πρίγκιπας και νυν βασιλιάς, εις μνήμιν ίσως του άτυχου ανθυπολοχαγού που έχασε το κεφάλι του στα είκοσι έξι του χρόνια, εξέδωσε ένα διάταγμα με το οποίο, παρά τις αντιρρήσεις του γηραιού Πρώσου υπουργού δικαιοσύνης και άλλων συμβουλατόρων, καταργούσε παντελώς τα βασανιστήρια σε όλες τις περιπτώσεις πλην δύο: πρώτον, στην περίπτωση του εγκλήματος κατά της μεγαλειότητας, και δεύτερον, στην περίπτωση της εσχάτης προδοσίας.

Ο βασιλιάς, που είχε κερδίσει από νωρίς, κυρίως λόγω των στρατηγικών ικανοτήτων του, την επωνυμία Μέγας, πέθανε καθισμένος σε μια πολυθρόνα στη θερινή του κατοικία, τον Πύργο Σανσουσί, στα 74 του χρόνια. Ο διάδοχος του θρόνου και ανιψιός του, παραβαίνοντας την επιθυμία που είχε εκφράσει ρητά ο βασιλιάς όσο ήταν εν ζωή ακόμη, διέταξε και τον έθαψαν δίπλα στον πατέρα του. Πατέρας και γιος είχαν άλλωστε επισήμως συμφιλιωθεί πολλά χρονιά πριν.

~~..~~

O Αλέξανδρος Κυπριώτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Είναι πεζογράφος και μεταφραστής γερμανόφωνης λογοτεχνίας. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίνδικτος η συλλογή διηγημάτων του Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων. Το 2017 κυκλοφόρησαν οι μεταφράσεις του: Τζέννυ Έρπενμπεκ, Η συντέλεια του κόσμου (εκδ. Καστανιώτη) και Φραντς Κάφκα, Σήμερα πάλι ωραία ημέρα [366 αποσπάσματα] (εκδ. Bibliothèque).
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ