Άδειο πιάτο σε κόκκινη χαρτοπετσέτα
φωτο: Αλέξιος Μάινας

ΦΟΥΣΚΑΛΕΣ (ένα στιγμιότυπο)

Θέλει να πεθάνουν όσοι την έχουν πειράξει. Είναι καλή Χριστιανή και το βράδυ κάνει το σταυρό της να ξορκίσει τις σκέψεις. Το εικονοστάσι υπέρλαμπρο γεμάτο λεμονανθούς, άλλη δεν έχει τέτοιο τόπο λατρείας σπίτι της. Άλλη από τη Μαρία. Το πρωί εκεί που ρίχνει μια πρέζα αλάτι στο φαΐ θέλει να πεθάνουν όλοι όσοι την έχουν πειράξει. Κοχλάζει η κόκκινη σάλτσα στο κρέας, μικρές φουσκάλες σπάνε στην επαφή τους με τον αέρα και αυτή βλέπει ανοιχτές πληγές να χάσκουν και χέρια μοσχοπλυμένα καθαρά και αγιασμένα να τους ρίχνουν αλάτι. Να αλατίζουν όλη την πληγιασμένη περιοχή, ο βασανισμένος να τρίξει τα δόντια του να μην μπορεί να ψελλίσει ούτε ένα αχ σε βοήθεια.

Το προσεκτικά κομμένο κρέας βυθίζεται και αναδύεται με το στροβιλισμό της κουτάλας, ξεπροβάλλουν τα κομμάτια σαν μικρά κεφαλάκια παιδιών, όπως όταν τα τραβάει ο γιατρός για πρώτη φορά απ’ τη μήτρα, γεμάτα μαλλί σκούρο και αίμα στο πρόσωπο.

Τα βγάζει ευλαβικά όπως ορίζει το εθιμοτυπικό και τα απιθώνει στο λευκό πιάτο με τα πρασινωπά κλωναράκια. Το ένα κεφαλάκι δίπλα στο άλλο και ανάμεσά τους σπυριά ρυζιού λευκά και άγρια. Στη μέση ένα κλωνάρι σπασμένο – γέφυρα τσακισμένη στα δύο, μπας και θέλουν να ξεφύγουν τα σπυριά ένα ένα να βγουν απ’ το πιάτο. Ακουμπάει το καυτό πιάτο στη μέση του τραπεζιού. Και για σήμερα προνόησε ο Κύριος, μουρμουρίζει στην άδεια καρέκλα. Ἀγιος ισχυρός. Ένα ένα τα κομματάκια κρέας τα σκουντάει με το πιρούνι και ακούει τα ονόματά τους. Πέτρος, Σούλα, Ηλίας, Σταύρος, κυρά Μαρίκα. Όπως περνάω το πιρούνι τώρα δω στη σάρκα του, έτσι να πιρουνιάσει η καρδιά σας. Όπως κόβω με το μαχαίρι τούτο τώρα δω έτσι να κοπεί η χαρά σας.

Μέχρι να τελειώσει τον όρκο τα σπυριά έχουν στριμωχτεί στο γείσο του πιάτου αφήνοντας το κρέας εκτεθειμένο. Κάθε φορά έτσι κάνουν· δεν την νοιάζει, ας την φοβούνται, σημασία έχει μόνο ο όρκος. Αυτόν περιμένει κάθε μέρα, να ’ρθει η ευλογημένη ώρα του και μετά αδειάζει και κοιμάται σα μωρό παιδί βγάζοντας φουσκάλες απ’ το στόμα, διάφανες.

Κάθε που τελειώνει η τελετή, οι λεμονανθοί μοσχομυρίζουν από το εικονοστάσι.

Η Γιούλη Αναστασοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Είναι ψυχολόγος και συγγραφέας. Έχει εκδώσει δύο πεζά, τη νουβέλα Ψυχή στην Κούλουρη (εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2011) και το Τι συμβαίνει με τα βατόμουρα; (εκδ. Θράκα, 2016). Ζει στον Πειραιά.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ