Η ποιήτρια Άννα Γρίβα (φωτο: Βενθεσικύμη Σούκουλη). Δεξιά το εξώφυλλο της πρόσφατης συλλογής.

ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ

Άννα Γρίβα, η σκοτεινή κλωστή του μύθου  

Απ’ όλη τη φαμίλια απόμειναν μονάχα δυο αδελφές. Κ’ η μια τρελλάθηκε. Φαντάστηκε πως το σπίτι τους είχε μεταφερθεί κάπου στην αρχαία Θήβα, ή, μάλλον, στο Άργος – σύγχυζε τη μυθολογία, την ιστορία και την ιδιαίτερη ζωή της, το παρελθόν και το παρόν, όχι το μέλλον.
(Γιάννης Ρίτσος, «Το νεκρό σπίτι», Τέταρτη διάσταση)

Ah the old questions, the old answers, there’s nothing like them!
(Samuel Beckett, Endgame)

 ~.~ 

Ο μύθος έχει συχνά οριστεί ως το σύνολο των ποικίλων δημιουργικών μετασχηματισμών ενός αρχικού αφηγηματικού κέντρου στον ορίζοντα της παράδοσης.[1] Και διακρίνεται από την συνεκτική ανθεκτικότητα των μεταμορφώσεων και των παραμορφώσεων του αφηγηματικού του πυρήνα, ο οποίος επιβιώνει διαρκώς μέσα από νέες μορφές και αναπαραστάσεις του σύγχρονου λογοτεχνικού λόγου. Οι Φανταστικοί διάλογοι του Walter Savage Landor (Ουόλτερ Σάβατζ Λάντορ, 1775-1864), οι διάφορες εκφάνσεις του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, με αποκορύφωμα τον Joyce, τον Gide, τον Valéry, τον Eliot, τον Pound, έστρεψαν το βλέμμα τους στον μύθο, καθιστώντας την τέχνη τους δίαυλο που μεταγγίζει το παρελθόν στο παρόν, αλλά και τον μύθο σε λόγο – μια δυναμική διαδικασία αναμυθοποίησης της απομυθοποίησης που υποτίθεται πως επέφερε το διαφωτιστικό υποκειμένο στον μεταμυθικό κόσμο του δυτικού πολιτισμού.

Η ιστορία αυτή δεν είναι καινούργια. Ο πρώτος που είχε την ποιητική τόλμη να θίξει τον μύθο, να μην σεβαστεί την παράδοση, να αλλοιώσει, να αμφισβητήσει και να μετασχηματίσει τον αρχικό αφηγηματικό και σημασιολογικό πυρήνα του μύθου ήταν ο αρχαίος λυρικός ποιητής Στησίχορος, τον 7o αι. π.χ., όταν έγραψε την Παλινωδία του. Στο ποίημα με τον τίτλο «Ελένη» ανασκευάζοντας το ομηρικό πρότυπο, γράφει πως η Ελένη δεν πήγε ποτέ στην Τροία –αλλά μόνον μια οπτασία της– ενώ αυτή βρισκόταν στην Αίγυπτο, μια μυθική παρέκβαση που στα καθ’ ημάς καταλήγει να ντύνει την ευριπίδεια Ελένη με το «αδειανό πουκάμισο» του σεφερικού μοντερνισμού[2]. Εδώ για πρώτη φορά δεν έχουμε απλώς μια παραλλαγή του μύθου, αλλά μια ριζική «διόρθωσή»[3] του, μια παρέκκλιση αντιδιαμετρική σε σχέση με το έπος[4]. Στη συνέχεια, έχουν υπάρξει πολλές ανάλογες περιπτώσεις αφηγηματικής και σημασιολογικής επισκευής, ανασκευής ή διασκευής του μύθου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, με κορυφαία παραδείγματα την μεταφραστική πρόσληψη της σοφόκλειας Αντιγόνης του Friedrich Hölderlin[5] στα εννοιολογικά συμφραζόμενα της φιλοσοφίας της ιστορίας και του γερμανικού ιδεαλισμού, την εσχατολογική «διόρθωση» του ομηρικού μύθου στον Franz Kafka των διηγημάτων Η σιωπή των Σειρήνων και Προμηθέας, την εξπρεσιονιστική «εργασία πάνω στο μύθο»[6] του Gottfried Benn, την λογοτεχνική επινόηση του παραλόγου στον Μύθο του Σισύφου του Albert Camus, την μεταπολεμική σύλληψη του αρχαίου μύθου στην Αντιγόνη του Jean Anouilh[7], την υπαρξιστική πρόσληψη της ορέστειας τραγωδίας στις Μύγες του Jean Paul Sartre, τις ανθρωπιστικά στρατευμένες «επαναλήψεις»[8] του μύθου στις Επαναλήψεις, τις Μαρτυρίες και την Τέταρτη διάσταση του Γιάννη Ρίτσου, στο έντονο πεδίο της συνέχειας και της ρήξης, μιας σιλλερικά «συναισθηματικής» αποστροφής και επιστροφής της σύγχρονης λογοτεχνίας στο «αφελές» μυθικό διακείμενο της ελληνικής αρχαιότητας.

Στο νεοελληνικό μοντερνιστικό παράδειγμα, κάτω από την διακειμενική σκιά της αγωνίας και της επίδρασης του πανταχού απόντα Ομήρου, ο αρχαίος μύθος είναι διάτρητος από μνήμη, λήθη και ποιήματα. Μείζονες εκδοχές αυτής της λογοτεχνικής πρόσληψης του μύθου, ο Σεφέρης και ο Ρίτσος, συνομιλούν με τον αρχαίο μύθο, πλέκοντας μορφές του μοντέρνου σε στρίφωμα αρχαίας ραφής. Σ’ αυτή τη μακρά διακειμενική αλυσίδα τα ποιήματα της Άννας Γρίβα που συγκροτούν τη συλλογή Κλωστή σκοτεινή δεμένη ξεδιπλώνουν το σκοτεινό κουβάρι του αρχαίου μύθου σ’ ένα τελείως προσωπικό, χαμηλόφωνο, λυρικό τόνο. Ποιήματα εκλεκτικών μεταμορφώσεων του μύθου μέσα από ένα πρίσμα έντονα υπαρξιακό, το οποίο τα τοποθετεί  εγγύτερα στα αρχαιόθεμα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου παρά στη γνώριμη «διδακτική» μυθική μέθοδο του σεφερικού μοντερνισμού. Στον Ρίτσο έχουμε όλους τους μύθικους ήρωες γερασμένους, υπερήλικες, παρηκμασμένους, αλλοιωμένους από την αρχική άτρωτη ηρωική τους εικόνα, να αιωρούνται σ’ ένα υπαρξιακό μεταίχμιο, σ’ ένα οντολογικό διάκενο μεταξύ ζωής και θανάτου (η Ελένη, για παράδειγμα, η ύψιστη συμβολική μορφή της γυναικείας ομορφιάς και της νεότητας στην ελληνική αρχαιότητα, μας παρουσιάζεται, χαρακτηριστικά, ως «γριά – γριά – εκατό, διακόσω χρονώ» στον ομώνυμο δραματικό μονόλογο της Τέταρτης διάστασης).

Σκοτεινή κλωστή δεμένη - εξώφυλλο συλλογήςΣτην Γρίβα, αντιθέτως, έχουμε όλους τους ήρωες νεκρούς, να παραληρούν μέσα απ’ την άνωση του χρόνου, σαν μια κλωστή σκοτεινή του θανάτου. Τα ποιήματα της Γρίβα συνθέτουν μια ποιητική νέκυια αυτοβιογραφούμενων νεκρών μυθικών ηρώων και ηρωίδων, που αν και πιο κοντά στο απομυθοποιητικό και ανθρωπιστικό παράδειγμα της Tέταρτης διάστασης της φθοράς και του χρόνου των δραματικών μονολόγων του Ρίτσου, κάνουν ένα βήμα πιο πέρα, αναμυθοποιώντας το πέρας του μύθου τους, κατοπτρίζοντας τους διάφορους ήρωες και τις ηρωίδες μέσα από τη σκιά του βιολογικού τους τέλους, μέσα από μια αναστοχαστική ανατροπή του μυθολογικού τους πυρήνα στο έσχατο όριο του θανάτου. Ο Αχιλλέας, η Πενθεσίλεια, η Κλυταιμνήστρα, ο Ορέστης, η Ηλέκτρα, η Ιοκάστη, η Αντιγόνη, η Ανδρομάχη, η Εκάβη, ο Πρίαμος, παρελαύνουν νεκροί και αβοήθητοι, χτυπημένοι από τους θεούς, σαν αρχαίος χορός σε μια σύγχρονη τραγωδία, που είναι ταυτόχρονα σπονδή και σπουδή θανάτου. Οι αρχαίοι ήρωες στη συλλογή της Γρίβα παρουσιάζονται, λοιπόν, πολύ πιο κοντά στη χαιλντερλινιανή θεώρηση του μύθου, ως θύματα της παραβίασης του ορίου το οποίο ο Hölderlin εννοεί ως «το όριο που έχει δοθεί στον ανθρώπινο Λόγο, παρά το γεγονός ότι αυτός ο Λόγος είναι καταδικασμένος στη μεταφυσική ενόρμηση»[9]. Με άλλα λόγια, μέσα από την περατότητα των ηρώων στη συλλογή της Γρίβα αποκαλύπτεται η χαιλντερλινιανή ουσία του τραγικού, η οποία είναι «το τερατώδες ζευγάρωμα του Θεού και του ανθρώπου»[10]. Στη Γρίβα, λοιπόν, δεν έχουμε να κάνουμε με ήρωες και ηρωίδες ακριβώς, έχουμε να κάνουμε μάλλον με μετά θάνατον ψυχές στo τραγικό πέρας του μύθου και της ύπαρξής τους:

Ίσως στη λάσπη του βυθού
ο χρόνος πάλι αρχίζει
και οι ψυχές
μωρά που αφήνονται
στην άνωση του ήλιου.
(«Αχιλλέας»)

Ποιήματα εκδοχές, παραλλαγές, διασκευές, μεταγραφές του μύθου, ποιήματα που η δραματικότητα της πλοκής τους συμπυκνώνεται στη λιτότητα του λυρικού αποστάγματος:

οι άνθρωποι κολύμπησαν
σε μαύρο νέκταρ
κι αυτή η αθανασία τους
(«Ορέστης»)

η καρδιά
μαύρη κι ακίνητη
σαν γύρη μυστική
μιας άγριας άνοιξης.
(«Παραμυθία»)

Τότε οι κάμποι ανθίζουνε
και στα μελίσσια ρέει
γλυκό για όλα τα μέλλοντα
το μέλι των θαυμάτων.
(«Κασσάνδρα»)

Καλύτερα
φύλλο ιπτάμενο
ξερό κι ανάλαφρο
στο κρεβατάκι των ανέμων

 κι η πορεία σου
να σταλάζει αργά
στη φλέβα της φύσης.
(«Ξυλεύεται»)

O σκοτεινός, οργιαστικός και αρχαϊκός λυρισμός, που χαρακτηρίζει και τις προηγούμενες συλλογές της Γρίβα, μοιάζει σαν να έρχεται απευθείας από το δαιμονιακό στοιχείο του αρχαίου μύθου. Τα ποιήματά της αποπνέουν με φυσικό τρόπο μια μυρωδιά αρχαϊκότητας. Στο πολύ χαρακτηριστικό ποίημα «Ιοκάστη», η Γρίβα, μέσα απ’ την «όραση» της μυθικής Ιοκάστης, ατενίζει το παλάτι και τους αγρούς της αρχαίας Θήβας, με την θαυμαστή οικειότητα που μια μάνα ατενίζει την χωμάτινη αυλή των παιχνιδιών των παιδιών της. Για να θυμηθούμε τον Peter Szondi[11], η Γρίβα στην τέταρτη συλλογή της είναι σε θέση να εισπνέει το «αφελές» και το «μυθικό» εκπνέοντας με τρόπο ποιητικό το «συναισθηματικό» και το «μοντέρνο», γεγονός που το οφείλει στον υψηλό βιωματικό βαθμό της αρχαιογνωσίας της. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως η ποιήτρια στο πρώτο ποίημα της προηγούμενης συλλογής Έτσι είναι τα πουλιά με τίτλο «Η χαρά της όσφρησης», οσφραίνεται τον θάνατο του Ατρέα μέσα στα σύγχρονα «τυφλά ερείπια» του μυκηναϊκού του τάφου (για να θυμηθούμε και τον Νίκο Καρούζο), προμηνύοντας την ποιητική της κάθοδο στον Άδη της αρχαιόθεμης τέταρτης συλλογής της. Η Σκοτεινή κλωστή δεμένη συνδέει την συνεκτική ενότητα του αρχαίου μύθου με το χωρίς συνοχή πολιτισμικό σύστοιχο της σύγχρονης ποίησης, ανακλώντας την απειρία του μύθου στις γενεσιουργές του ανακυκλώσεις και επαναλήψεις στον δυτικό κόσμο. Οι Λαβδακίδες, οι Ατρείδες κι οι Τρώες, οι πασίγνωστοι αυτοί αρχαίοι μυθικοί οίκοι, οι τραγικές γενεαλογικές αλυσίδες και τα ηρωικά σόγια, τα μυθικά ονόματα που «σαν να μην πέθαναν ποτέ», η βροχή από τα δόρατα και το πανταχού παρόν «σφαγμένο αίμα» που ατενίζει έξω απ’ το παράθυρό του ο Πρίαμος στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής, συνθέτουν μια ατμόσφαιρα αιώνιας κι αέναης συγγένειας του αρχαίου μύθου με το τώρα του κάθε ποιήματος. Ο μύθος στην εν λόγω συλλογή, λοιπόν, είναι «αίμα που δεν μερώνεται», «μπάλα που σκαρφαλώνει τους αιώνες», «λουτρό αχερούσιο», στο οποίο, όπως αναφέρεται στο εισαγωγικό απόσπασμα από το «Νεκρό σπίτι» του Ρίτσου, που προτάσσεται ως μότο στο παρόν άρθρο, «το παρελθόν και το παρόν» διασταυρώνουν τα ξίφη τους στο εδώ και στο τώρα της «ιδιαίτερης ζωής» μας. Η λογοτεχνική εργασία πάνω στον μύθο, θα έλεγε κανείς, μοιάζει να τραυματίζει την παράδοση, επουλώνοντας το μοντέρνο:

χρόνια κι αιώνες πλένουμε
από τα χέρια μας το αίμα
και μόλις καθαρίζουμε
εκείνο ξανανθίζει
(«Ορέστης»)

 Από το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής με τίτλο «Αχιλλέας» (το οποίο θεωρώ προγραμματικό και παραδειγματικό για όλα τα επόμενα ποιήματα που ακολουθούν), ο Αχιλλέας, αυτός ο πρωτοκλασάτος ομηρικός ήρωας της Ιλιάδας, ο πρώτος πολεμιστής, ο πιο δημοφιλής απ’ όλους, ο τόσο πρωταρχικός εξαιτίας της γνωστής του «μήνης», με την οποία και ανοίγει η πλοκή και η δράση του ομηρικού έπους, μας παρουσιάζεται εδώ στον κάτω κόσμο ανήμπορος, αβοήθητος, κατατρεγμένος, μόνος, ένας ελάσσων ήρωας, δίχως την παλιά του αίγλη και δόξα, μακριά απ’ της Θέτιδας τη θεϊκή βοήθεια και τη μητρική συμβουλή. Ένας μοναχικός μη-ήρωας που οι γύρω αντι-ήρωες τον χλευάζουν και τον περιγελούν. Παραθέτοντας ολόκληρο το ποίημα, μάλλον πρέπει να φανταστούμε τον Αχιλλέα δυστυχισμένο, σε μια μεταμυθική αναμυθοποίηση του αντιηρωικού του θανάτου, μοιάζει να μας προτρέπει η ανάγνωση του ομώνυμου ποιήματος της Γρίβα, αν μου επιτρέπεται να παραφράσω τη γνωστή ρήση του Albert Camus στο δοκίμιό του Ο μύθος του Σισύφου[12]:

Αχιλλέας

Κλαίω το βράδυ
και τα παιδιά με κοροϊδεύουν
με το σκοτάδι τους
μου γδέρνουνε την πλάτη
και με ντροπιάζουν με το γέλιο τους

οι άντρες σαν με πάρουν στο κατόπι
φτύνουν το τίποτα που έγινα
χλευάζουνε τα όπλα μου
κι ας μην πολέμησαν ποτέ

εδώ που ήρθες μου φωνάζουν
δεν θα σ’ ακούσει η Θέτιδα
αδίκως τρέχεις στα νερά
αδίκως της προσεύχεσαι
από τα κύματα της Στύγας
μόνο εφιάλτες αναδύονται
και στον βυθό βλέπεις κουπιά
του βυθισμένου χρόνου

μα εγώ δεν ψάχνω τίποτα
οι προσευχές  μου έχουν στερέψει
τη μάνα μου την ξέχασα
σαν τον επάνω κόσμο
μόνο κοιτάζω το νερό
και το ταράζω με το δάκρυ μου
μήπως ανοίξω μια σχισμή
και μέσα του κυλήσω

ίσως στη λάσπη του βυθού
ο χρόνος πάλι αρχίζει
και οι ψυχές
μωρά που αφήνονται
στην άνωση του ήλιου.

Τα παλιά ερωτήματα και οι παλιές απαντήσεις, λοιπόν, πάντοτε απασχολούσαν την σύγχρονη λογοτεχνία και ποίηση με τρόπο εμμονικό θα έλεγε κανείς, σαν οντολογική συνθήκη της ύπαρξης και της ζωής, όπως υπαινίσσεται και το δεύτερο μπεκετικό μότο του παρόντος άρθρου. Στο ποίημα «Γράμμα σε πάπυρο»[13], το οποίο πέραν του ότι μπορεί να διαβαστεί ως ένα εξαίσιο λυρικό ποίημα στο πανάρχαιο σκηνικό του έρωτα και της απώλειας, μοιάζει να εγκυμονεί εκείνες τις παμπάλαιες, αγαπημένες ερωτήσεις και απαντήσεις του Μπέκετ, αναζητώντας και ανακαλώντας το όνομα του μύθου στα σύγχρονα συμφραζόμενα:

Χάθηκες πια
απ’ τους ναούς την αγορά
το θέατρο τους βωμούς
σε ψάχνω φωνάζω τ’ όνομά σου
μέχρι βαθιά στις κατακόμβες

Άννα ΓρίβαΌμως η ποίηση, η καλή ποίηση, δεν φημίζεται ποτέ για τις βέβαιες απαντήσεις της, αλλά μάλλον για τις καίριες ερωτήσεις της, τις παμπάλαιες εκείνες ερωτήσεις, απέναντι στο απόλυτο του πραγματικού που μας επιφυλάσσει η φύση και η ζωή. Όπως μας υπενθυμίζει η Γρίβα με τα ποιήματα της τέταρτης συλλογής της, η ποίηση πάντοτε θα υφαίνει την ανάδυση ενός νέου μύθου, δεμένου σε κόμπους κλωστής σκοτεινής, που θα μελοποιεί τα μελλούμενα με τους ήχους αρχαίας πομπής, μέχρι να γίνει ο ουρανός / σκοτεινός / μαύρο πουλί / επιτάφιο. 

~.~

Άννα Γρίβα
Σκοτεινή κλωστή δεμένη
Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2017
σελ. 40
ISBN 978-960-576-650-4

~.~

Σημειώσεις στο κείμενο της παρουσίασης:

[1] Σ.τ.Σ.  Αναφορά στον σχετικό ορισμό του γερμανού φιλοσόφου Hans Blumenberg (1920-1996) από το βιβλίο του Arbeit am Mythos (Εργασία πάνω στον μύθο), 1979: «[Οι μύθοι] είναι ιστορίες υψηλής ανθεκτικότητας του αφηγηματικού τους πυρήνα και αντίστοιχα υψηλής μεταβλητότητας του περιφερειακού (αφηγηματικού) υλικού τους». Ομοίως αντιλαμβάνεται τη χρήση των μύθων από τους τραγωδούς ο Αριστοτέλης (Ποιητική, κεφ. 9) καταφάσκοντας την παραλλαγή τους, στο βαθμό που δεν (κατα)λύονται πλήρως.

[2] Σ.τ.Σ.  Στον Ευριπίδη, όπως παραθέτει και ο Σεφέρης στο ομώνυμο ποίημα, η Ελένη ομολογεί: «Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρωάδ᾿, ἀλλ᾿ εἴδωλον ἣν». Ο Σεφέρης γράφει ομοίως (στην «Ελένη» του): «Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα ατόφιο/  κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια». Και κλείνει το ποίημά του: «πως τόσος πόνος τόση ζωή/ πήγαν στην άβυσσο/ για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη».

[3] Για την έννοια της «διόρθωσης του μύθου», βλ. τον τόμο Mythenkorrekturen: zu einer paradoxalen Form der Mythenrezeption (Hrsg. von M. Vöhler, B. Seidensticker),  Walter de Gruyter Verlag, Berlin/New York 2005, ειδικά την εισαγωγή «Zum Begriff der Mythenkorrektur» των επιμελητών του τόμου M. Vöhler, B. Seidensticker, W. Emmerich.

[4] Σ.τ.Σ.  Στη λογοτεχνική «διόρθωση/αναθεώρηση» (Korrektur) του μύθου πλήττονται –σε αντίθεση με την «παραλλαγή» (Variation)– στοιχεία του πυρήνα του μύθου αναφοράς (Referenzmythos), δηλαδή οι ουσιώδεις αφηγηματικές πτυχές ή/και οι ιδιότητες των προσώπων στα οποία αναφέρεται. Εντέλει δηλαδή πλήττεται και αναθεωρείται ο ίδιος ο μύθος. Στην περίπτωση αυτή της υπόρρητης (συνήθως όχι ρητά δηλωμένης) «διόρθωσης/αναθεώρησης», η ταυτότητα του μύθου δεν εξασφαλίζεται από κάποιον αφηγηματικό ελάχιστο κοινό παρανομαστή, αλλά από την αναφορά στα κομβικά ονόματα-πρόσωπα.

[5] Για τη σχέση του Hölderlin με την αρχαία Ελλάδα, βλ. ενδεικτικά μόνο το κείμενο του Philippe Lacoue-Labarthe με τίτλο: «Ο Hölderlin και οι Έλληνες» στο επίμετρο του βιβλίου Fr. Hölderlin, Ελεγείες, ύμνοι και άλλα ποιήματα, (μτφρ. Στ. Νικολούδη), εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1996, σ. 213-234

[6] Η διατύπωση «εργασία πάνω στον μύθο» παραπέμπει στο θεμελιώδες έργο του Hans Blumenberg: Arbeit am Mythos, Suhrkamp, Frankfurt a.M. 1979.

[7] Για τις τύχες του μύθου της Αντιγόνης στη δυτική λογοτεχνία, βλ. ενδεικτικά τη μελέτη του George Steiner: Antigones, the myth of Antigone in western literature, art and thought, Oxford u.a.: Univ. Press, 1989. Επιπλέον, για την τύχη του μύθου της Αντιγόνης στο νεοελληνικό μεταπολεμικό παράδειγμα, βλ. Μίλτος Πεχλιβάνος, «Jean Anouilh & Άρης Αλεξάνδρου: στοιχεία για την Αντιγόνη στα πέτρινα χρόνια», στο Εκκύκλημα: Τιμητικός τόμος για τον Νίκο Χουρμουζιάδη, επιμ. Δ.Ι. Ιακώβ και Ελένη Παπάζογλου, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2004, σσ. 323-368

[8] Για την έννοια της «επανάληψης», βλ. τα πρακτικά του τέταρτου συμποσίου της ερευνητικής ομάδας “Poetik und Hermeneutik”: Terror und Spiel. Probleme der Mythenrezeption, Wilhelm Fink Verlag, München 1971, ιδίως τη συμβολή του επιμελητή του τόμου Manfred Fuhrmann, “Mythos als Wiederholung in der griechischen Tragödie und im Drama des 20.Jahrhunderts”, αυτόθι, σ. 121-143
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως ο Ρίτσος επέλεξε τον τίτλο «Επαναλήψεις» για μία απ’ τις βασικές αρχαιόθεμες συλλογές του. Είναι σαν ο ποιητής να υπονοεί και να προβλέπει την μεθοδολογική προσέγγιση της παραπάνω ερευνητικής ομάδας.

[9] Fr. Hölderlin, Ελεγείες, ύμνοι και άλλα ποιήματα, (μτφρ. Στ. Νικολούδη), εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1996, σ. 227

[10] ό.π.

[11] Βλ. Peter Szondi: «Das Naive ist das Sentimentalische. Zur Begriffsdialektik in Schillers Abhandlung.» In: Euphorion 66 (1972), S. 174–206. Και στα ελληνικά στον τόμο Peter Szondi, Φιλολογικά δοκίμια, (μτφρ. Στ. Νικολούδη), Εστία, Αθήνα 1999

[12] «Αφήνω τον Σίσυφο στους πρόποδες του βουνού! Πάντα ξαναβρίσκει κανείς το φορτίο του. Αλλά ο Σίσυφος διδάσκει την ύψιστη πίστη που αρνείται τους θεούς και σηκώνει τους βράχους. Κι εκείνος επίσης κρίνει ότι όλα είναι καλά. Τούτο το σύμπαν, αδέσποτο στο εξής, δεν του φαίνεται άγονο ούτε ασήμαντο. Κάθε κόκκος αυτής της πέτρας, κάθε ορυκτό θραύσμα αυτού του πλημμυρισμένου από νύχτα βουνού, σχηματίζει από μόνο του έναν κόσμο. Ο αγώνας και μόνο προς την κορυφή αρκεί για να γεμίσει μιαν ανθρώπινη καρδιά. Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο.» στο Albert Camus, Ο μύθος του Σισύφου. Δοκίμιο για το παράλογο, (Μετ. Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ & Μαρία Κασαμπάλογλου-Ρομπλέν), εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2007.

[13] Σ.τ.Σ.  Το πράγματι δημοσιευμένο ποίημα ανήκει στον κύκλο της συλλογής, αλλά δεν ενσωματώθηκε στην τελική έκδοση.

~~..~~

Ο Παναγιώτης Αρβανίτης είναι ποιητής και φιλόλογος.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ