φωτογραφία ξαπλωμένης γυναίκας
φωτο: Αλέξιος Μάινας

ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ (διήγημα)

Τώρα δεν είμαι μόνος. Επιτέλους – γιατί στην απομόνωση δεν άντεχα άλλο. Δεν ήξερα αν είμαι ξύπνιος ή αν κοιμάμαι και ονειρεύομαι. Κάποια στιγμή σκέφτηκα να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο, μόνο και μόνο για να κάνω κάτι. Ευτυχώς ήρθαν έγκαιρα αυτοί οι δυο κύριοι και άλλαξαν τα πάντα.

Τώρα βρισκόμαστε μαζί σ’ ένα γραφείο, εγώ καθιστός και αυτοί όρθιοι. Θέλουν να μάθουν τα πάντα. Ο ένας μιλάει ήρεμα, κουνάει το κεφάλι επιδοκιμαστικά στις απαντήσεις που δίνω. Ο άλλος σφίγγει τις γροθιές του, με γυροφέρνει σαν τον καρχαρία. Δεν θα κρατηθεί, λέω μέσα μου, θα με χτυπήσει. Αλλά δεν το κάνει, μου κουνάει μόνο το δάχτυλο στη μύτη. «Θα σε κανονίσω εγώ», μου λέει, «δεν θα μου ξεφύγεις μαλάκα». Και τότε είναι που ο συνάδελφός του επεμβαίνει.
«Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με συνηθισμένο άνθρωπο», προσπαθεί να του εξηγήσει σε μια φάση.
«Κάτσε συ ν’ ακούς μαλακίες», αντιδρά ο άλλος και βγαίνει βαρώντας πίσω του την πόρτα.

Δεν χρειάζεται να παίζουν το παιχνίδι του καλού και του κακού μπάτσου. Και οι δυο μού είναι συμπαθείς, θέλω να τους βοηθήσω. Γι’ αυτό λέω τα πράγματα όπως έχουν. Ωστόσο, από την αρχή της συνομιλίας μας το βλέπω ξεκάθαρα – όποιος λέει κατευθείαν την αλήθεια δεν γίνεται πιστευτός. Ίσως έκανα βλακεία λοιπόν. Ίσως έπρεπε να τους πετάξω πρώτα μερικά εύκολα ψέματα, για να τα βρουν και να νιώσουν ωραία με τον εαυτό τους και το επάγγελμά τους. Τώρα πλέον είναι αργά, κάθε μου φράση περνάει δια πυρός και σιδήρου. Πρέπει να την επαναλαμβάνω μια και δυο και τρεις φορές, να δίνω μάχη γι’ αυτήν.

Αδύνατον για παράδειγμα να τους πείσω ότι πέρασα χωρίς πρόσκληση την είσοδο του ξενοδοχείου και βρέθηκα ανενόχλητος στην Αίθουσα των Κρυστάλλων.
«Αποκλείεται», μου λένε, «τα μέτρα ήταν δρακόντεια».
«Δρακόντεια;»
Ακόμα έχω τη φωνή του κακού στ’ αυτιά μου. «Τέρμα τα ψέματα ρε γαμιόλη, πες μας ποιοι σε βοήθησαν μη σου στρίψω εδώ και τώρα το λαρύγγι».

Κανείς δεν με βοήθησε. Πέρασα γιατί είχα αέρα. Επίσης φορούσα πανάκριβο κοστούμι με γραβάτα. Στην είσοδο με ρώτησαν αν είμαι χορηγός. Είπα ναι. Με πήγαν κατευθείαν στις πρώτες θέσεις και μου έδωσαν το φυλλάδιο της παραγωγής.

Ανέτρεξα στα βιογραφικά των συντελεστών. Στη δική της σελίδα δεν υπήρχε σημείωμα – μόνο φωτογραφία, ονοματεπώνυμο (εντελώς ψεύτικο, από αυτά που μπορείς να σκεφτείς στα γρήγορα πριν ανοίξει η αυλαία και παρουσιαστείς στο κοινό) και οι πρωταγωνιστικοί της ρόλοι. Γι’ αυτό είχαν λυσσάξει οι δημοσιογράφοι. Τους έβλεπα μαζεμένους στην άλλη πλευρά ν’ αδημονούν. Το έργο ήταν το πρόσχημα, η ουσία ήταν Εκείνη. Μια συγκίνηση με κυρίευσε και παραλίγο να βουρκώσω. Από κοντά φαινόταν πιο νέα και όμορφη απ’ όλες τις εικόνες της που είχα δει. Συγκρατήθηκα, οι φωτογράφοι παραμόνευαν και απαθανάτιζαν τα πάντα στην αίθουσα. Πήρα ένα ύφος απάθειας και από μέσα μου άρχισα να μετράω κεφάλια για να ηρεμήσω.

Η συνέντευξη ξεκίνησε με καθυστέρηση λόγω των φωτογράφων. Την περικύκλωναν συνεχώς και χρειάστηκε να επέμβει ένας ψηλός ασπρομάλλης κύριος, ο οποίος με αβρό αλλά αποτελεσματικότατο τρόπο άνοιξε δρόμο και την οδήγησε στην κεντρική θέση του τραπεζιού.
«Καλέ αυτός είναι πατέρας της», σχολίασαν δυο καρακάξες πλάι μου.
«Εγώ είμαι ο πατέρας της», τους είπα σοβαρά.
Με κοίταξαν καλά καλά.
«Αλήθεια, εγώ είμαι», είπα.
Γέλασαν.

Οι ερωτήσεις εντωμεταξύ έπεφταν βροχή. Δεν είχε πρόβλημα, ήξερε να το παίζει το παιχνίδι. Γλιστρούσε με την άνεση του επαγγελματία. Έδειχνε αυθόρμητη και ειλικρινής, ακόμα και σε φράσεις που συνήθως περιέχουν περισσότερο ευγένεια παρά αλήθεια, φράσεις του τύπου «εξαρχής μου κίνησε το ενδιαφέρον» ή «ανυπομονώ να ξαναδουλέψω μαζί του».

Στην ευκολότερη ερώτηση, την κλασική και αναμενόμενη, αν ερχόταν πρώτη φορά στην Ελλάδα, εκεί φάνηκε να διστάζει. «Πρώτη φορά», είπε εντέλει.

Στις επόμενες δυο ερωτήσεις απάντησε τελείως μηχανικά και μετά έγινε το αναπάντεχο. Ζήτησε συγγνώμη και σηκώθηκε. Στη βιασύνη της κόντεψε να τα ρίξει όλα κάτω. Αυτό δεν ήταν αποχώρηση, ήταν κανονική φυγή.

Διάφορες φήμες αμέσως κυκλοφόρησαν. Επικράτησε αυτή που έλεγε ότι κλείστηκε στη σουίτα της, ότι ακόμα και τον ασπρομάλλη κύριο τον άφησε απέξω.

Δεν ήθελε να δει κανέναν. Γι’ αυτό διάλεξε το μέρος που διάλεξε, εκεί που τη βρήκα.

Έγινε κατά τύχη εντελώς. Εγώ κατέβηκα για την ανάγκη μου αλλά και από περιέργεια να δω πώς είναι οι τουαλέτες ενός υπερπολυτελούς ξενοδοχείου. Δεν το μετάνιωσα, καμία υποψία σκατού, οι τουαλέτες γυάλιζαν και μύριζαν υπέροχα σαν ολάνθιστος κήπος – και μέσα στον κήπο αυτό ξάφνου είχα μια ωραία διαίσθηση και πράγματι δεν έκανα λάθος.

Ήταν στον τελευταίο καμπινέ. Της είπα ότι δεν θα τη μαρτυρήσω, ότι θα την αφήσω στην ησυχία της. Και μετά έκανα κίνηση να ξανακλείσω την πόρτα. «Έχεις τσιγάρο;» με σταμάτησε.

Την είχα για φανατική αντικαπνίστρια. Έτσι διάβαζα στα περιοδικά, έτσι ήξερα. «Πολλά δεν ξέρετε για μένα», χαμογέλασε. Και πρόσθεσε: «Ούτε κι εγώ βέβαια ξέρω πολλά για μένα».
Έτρεμε σαν το ψάρι έξω από το νερό και την αγκάλιασα.

Δεν θυμάμαι πόση ώρα μείναμε έτσι, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, κρατώντας την αναπνοή μας όταν ακούγαμε βήματα ανθρώπων. Ύστερα άρχισε να μιλάει, να μου λέει τα δικά της. Μου είπε αρκετά – για τη σκληρή και ανελέητη ζωή στις φτωχογειτονιές της Νέας Υόρκης, για τον γάμο με τον αξιοπρεπέστατο κύριο στον οποίο χρωστούσε τόσα πολλά και ολόκληρη την καριέρα της (ναι, ολόκληρη την καριέρα της, επέμενε παρά τις δικές μου αντιρρήσεις) και για τα παιδικά της χρόνια τα ανύπαρκτα.
«Ούτε μια παιδική ανάμνηση, σαν να γεννήθηκα εικοσιπέντε χρονών».
Της είπα ότι ξέρω, ότι καταλαβαίνω.
«Καταλαβαίνεις;»

Διηγήθηκα τότε όσο καλύτερα μπορούσα στη γλώσσα της την ιστορία ενός Γλύπτη που κλείστηκε στο εργαστήριό του για να πλάσει το τέλειο άγαλμα. Ξεκίνησε έχοντας στο νου τη μητέρα του όταν ήταν νέα, στην πορεία όμως του βγήκε μια άλλη που πρώτη φορά έβλεπε στη ζωή του. Οι φίλοι εντωμεταξύ του χτυπούσαν την πόρτα, του άφηναν μηνύματα. Δεν απαντούσε. Εξαίρεση έκανε μόνο για τον αγαπημένο του Δάσκαλο. Όχι μόνο τον δέχτηκε, του έδειξε και το άγαλμα. Ο Δάσκαλος είχε γεράσει, η όρασή του ήταν αδυνατισμένη. Πλησίασε το άγαλμα σε απόσταση αναπνοής, φαινόταν περισσότερο να το μυρίζει. «Τέλειο δεν είναι;» ρώτησε ο Γλύπτης αναμένοντας τη δίκαιη επιδοκιμασία. Ο Δάσκαλος είπε: «Είναι σαν ζωντανό». Kαι μετά συμπλήρωσε: «Βέβαια δεν είναι τέλειο». Ο Γλύπτης έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Ο Δάσκαλος τον ρώτησε αν δούλευε κάτι άλλο. «Τίποτα», είπε ο Γλύπτης και παραδέχτηκε ότι προς το παρόν δεν είχε καμία όρεξη να ξαναδουλέψει. «Κακώς», είπε ο Δάσκαλος και τον παρότρυνε να ξεκινήσει γρήγορα πάλι. Ο Γλύπτης δεν έδωσε σημασία, επέμεινε για το ελάττωμα. «Συνέχισε να δουλεύεις», επέμενε και ο Δάσκαλος. Όταν έμεινε μόνος ο Γλύπτης πλησίασε το άγαλμα με τον τρόπο του Δασκάλου, το εξέτασε από την κορυφή ως τα νύχια. «Μα πού το είδε ο γέρος το ελάττωμα» αναρωτήθηκε. Το όλο ζήτημα του έφερνε πονοκέφαλο και βγήκε να πάρει λίγο αέρα. Καθώς περπατούσε, του ήρθε μια ιδέα. Έκανε στροφή επιτόπου, γύρισε σπίτι, το άγαλμα έλειπε. Ίχνη παραβίασης δεν υπήρχαν στο εργαστήριο, σαν ν’ άνοιξε κάποιος την πόρτα από μέσα. Φαντάστηκε τι είχε γίνει αλλά πλέον ήταν αργά. Ύστερα πέρασαν δυο χρόνια πάνω κάτω και μια ημέρα είδε το πρόσωπό της σ’ ένα λαμπερό αμερικάνικο περιοδικό. Τίποτα δεν επιθυμούσε περισσότερο από το υπερατλαντικό ταξίδι που θα έκανε για να τη συναντήσει, όλο και κάποια πρόφαση όμως έβρισκε και το ακύρωνε.

«Αντί να έρθεις εσύ λοιπόν ήρθα εγώ», είπε τότε Εκείνη.
Κούνησα το κεφάλι.
«Και τώρα τι;»

Έβγαλα τη σμίλη και το σφυρί από τη μέσα θήκη που είχα ράψει στο ωραίο μου σακάκι. Στάθηκε ακίνητη και αυτό ήταν – τη διόρθωσα.

~~..~~

Ο Ανδρέας Κεντζός γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Έχει εκδώσει δύο βιβλία: Συγκεκριμένα ποιήματα (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2010) και την ποιητική συλλογή σαραντατέσσερα (εκδ. Σαιξπηρικόν, 2014).
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ