φωτογραφία Αλέξιος Μάινας - photo Alexios Mainas
φωτο: Αλέξιος Μάινας

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΜΕΣΑ

Όλα ξεκίνησαν τη μέρα που είδε τη μηχανική κούκλα στο παιχνιδάδικο της οδού Βασιλίσσης Ουλρίκε, ή τη φορά που συνάντησε τον μίμο με την στολή από ασημόχαρτο να περπατά στην πλατεία σαν νευρόσπαστο υποδυόμενος το ρομπότ, ή ίσως πάλι τη νύχτα που σκαρφάλωσε στο ερείπιο απέναντι από το θερινό Εκράν και παρακολούθησε τις περιπέτειες του Λουκ, του Χαν Σόλο και του Σι Θρίπιο (αυτός του έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση), ή μήπως τότε που είδε πρώτη φορά τον τηλεχειριζόμενο στρατιώτη στα χέρια του γκρινιάρη μπόμπιρα από το απέναντι μπαλκόνι, έναν γυαλιστερό μαχητή που προέλαυνε αργά, σημάδευε με το όπλο και πυροβολούσε· στην άκρη της κάννης αναβόσβηνε ένα κόκκινο φως. Όπως και να ’χει, ένα από αυτά τα φαινομενικά ασήμαντα γεγονότα ή κι όλα μαζί, είτε κάποιο άλλο το οποίο μου διαφεύγει, αποτέλεσαν την αιτία ή την αφορμή που οδήγησαν τον Ρόμπυ, τον οποίο έλεγαν Ροβέρτο κι εκνευριζόταν όταν τον φώναζαν Ρόμπο, να πράξει όσα έπραξε.

Όσο κι αν ακουστεί παράξενο, ο Ρόμπο ή Ρόμπυ ή Ροβέρτος απεχθανόταν τα ρομπότ. Απεχθανόταν εξίσου τα σάλια των σαλιγκαριών, τα άβραστα φασόλια και τη μυρωδιά των ξινισμένων σταφυλιών, όμως ενώ για τις άλλες ιδιοτροπίες δεν είχε καμιά ερμηνεία, ανέπτυσσε μια ατράνταχτη επιχειρηματολογία για να εξηγήσει την αντιπάθεια, τη μανία, το μίσος που ένιωθε για τα θλιβερά μηχανικά ανθρωποειδή, όπως τα έλεγε.

Είναι βέβαιο πως αρκετοί στο παρελθόν τον είχαν καθησυχάσει, μια τέτοια εμμονή δεν είναι τίποτα σπουδαίο, είχαν ξαναδεί πολλές φορές κάτι παρόμοιο, τον διαβεβαίωναν εμφατικά περί αυτού, μα έπειτα, έτσι βιαστικά που απομακρύνονταν από κοντά του, έδιναν την εντύπωση πως έτρεχαν να φυλαχτούν, διαψεύδοντας κάθε ελπίδα φυσιολογικής ζωής με τον πιο χυδαίο τρόπο. Δυστυχώς ή ευτυχώς, όλοι εκείνοι οι προπέτες, οι γυμνοσάλιαγκες, οι ουτιδανοί, που ιδέα δεν είχαν για ό,τι θα συνέβαινε, δεν πέρασαν από τη ζωή του αθόρυβα, κι ίσως ένας ψυχίατρος, ένας ιδιωτικός ερευνητής ή ένας κοινωνιολόγος θα τεκμηρίωνε ότι έτσι προκλήθηκε η απέχθειά του για τα σάλια των σαλιγκαριών. Αυτή είναι μια αβάσιμη εικασία χωρίς ιδιαίτερο βάρος, αφού δεν προέκυψε παρά από αποσπασματικά διαβάσματα ψυχολογίας, σημειωτικής, φυσιογνωμικής και βέβαια μαλακιολογίας, της ζωολογίας δηλαδή των μαλακίων και μάλιστα των γαστερόποδων.

Δεν είναι δουλειά μου να μελετήσω μία προς μία τις φοβίες του, για τη μυρωδιά των ξινισμένων σταφυλιών και τα  άβραστα φασόλια, αν και τα τελευταία τα τρέμει όποιος έχει εύθραυστο στομάχι ή όποιος έχει ευαίσθητη μύτη κι αναγκαστεί να υπομείνει τις θλιβερές συνέπειές τους στο ίδιο δωμάτιο με τον άμυαλο που δεν τα φοβήθηκε. (Τέτοια άσκεφτη τόλμη δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε ολέθρια αποτελέσματα.)

Ο Ρόμπο πάντως δεν υποβλήθηκε ποτέ σε ψυχανάλυση, και τώρα που το σκέφτομαι, αν του υπέδειξε κάποιος κάποτε την ενδοσκόπηση σαν λύση, ίσως εκείνη η κουβέντα να ήταν η αφορμή για όσα ακολούθησαν. Υπάρχουν δαίμονες μέσα μας. Καλύτερα να αφήσουμε το μέσα ανέγγιχτο (αυτή θα ήταν ορθότερη συμβουλή).

Ένα διάστημα εργάστηκε σαν βοηθός ωρολογοποιού για ένα γεροντάκι λεπτό σαν συρμάτινο. Στο κέντρο του εργαστηρίου υπήρχε ένα μεγάλο ορθογώνιο κιβώτιο μέσα στο οποίο βρίσκονταν ανάκατα γρανάζια, δείκτες, φουρκέτες, ελατήρια κι άλλα πολλά εξαρτήματα πεθαμένων ρολογιών. Σιγά σιγά συνήθισε το μακάβριο θέαμα και έμαθε να απολαμβάνει τη χαρά που έδινε η επανατοποθέτηση τους στο σώμα μιας επισκευασμένης χρονομηχανής. Το εργαστήριο άνοιγε κάθε μέρα στις επτά κι έκλεινε στις τρεις· στις έντεκα ο μάστορας κι ο παραγιός έπιναν τον καφέ τους για δέκα ακριβώς λεπτά και στις δυο παρά είκοσι έτρωγαν ένα στρογγυλό κουλούρι (διάλειμμα ενός τετάρτου αυτή τη φορά).

«Πάντα έτσι ζούσα, καλοκουρδισμένος», είπε ο ωρολογοποιός στον Ρόμπυ ένα πρωί κι αυτή η κουβέντα έπαιξε βέβαια τον ρόλο της.

Ρολογάς ήταν κι ο Πιερ Ζακέ-Ντροζ, που σχεδίασε και κατασκεύασε στα 1774 τρία αυτόματα με ανθρώπινη μορφή. Κάποιος ίσως ισχυριστεί πως οι περίτεχνες αυτές μηχανικές κούκλες είναι οι προπαππούδες των ρομπότ, αλλά ο Ρόμπυ είχε άλλη γνώμη. Δεν ξέρω πώς έφτασε αυτή η πληροφορία στα αυτιά του, πάντως για κάμποσα χρόνια μελέτησε κάθε γνωστό αυτόματον του δέκατου όγδοου και δέκατου ένατου αιώνα, ώσπου έμαθε τους μηχανισμούς στα δάχτυλα. Παρ’ ότι λιγότερο λειτουργικά από τα σύγχρονα ηλεκτρονικά ανθρωποειδή, ήταν καλοκουρδισμένα, ευγενή, γοητευτικά και απρόσιτα, με μια λέξη: μακάρια.

Η καριέρα του σαν ωρολογοποιός διακόπηκε απότομα· ένα πρωί βρήκε τον γέρο ξεκούρδιστο, πεσμένο με τα μούτρα στο ορθογώνιο κιβώτιο. Μακριά από τις φουρκέτες και τα γρανάζια δεν βρήκε τρόπο να απασχολεί τα χέρια του. Για μήνες μετά μάζευε σπασμένα ρολόγια από τους σκουπιδοντενεκέδες, κι αφού δεν είχε τα κατάλληλα εργαλεία για να τα επισκευάσει, έμεναν βουβά να βαραίνουν τις τσέπες του. Δίπλα σε ένα ψόφιο κούκο βρήκε ένα διαλυμένο ξυπνητήρι, από εκείνα με τους κώδωνες στην κορυφή· έπιασε με δυο δάχτυλα τον μεγάλο δείχτη, τον ξερίζωσε και τον κάρφωσε με μια απότομη κίνηση στην παλάμη του. Δεν ένιωσε παρά ένα ελαφρύ μούδιασμα.

Τότε ήταν που αποφάσισε να διαπιστώσει αν ήταν κι ο ίδιος ένα περίτεχνο αυτόματον ή ένας βιομηχανικός τενεκές πανομοιότυπος με χιλιάδες άλλους, συναρμολογημένος βιαστικά σε μια μονότονη γραμμή παραγωγής.  Η αλήθεια ήταν μέσα του.

Δεν ξέρω πώς και γιατί επισκέφθηκε εκείνη τη βιοτεχνία λευκοσιδηρουργίας ούτε πώς βρέθηκε στο εργαστήριο του μαχαιροποιού, κάθισε όμως σε μια γωνιά προσποιούμενος τον κοιμισμένο και ο αρχιτροχιστής, μη θέλοντας να τον ανησυχήσει, στάθηκε πίσω από τον πάγκο και χάιδευε τις ακονισμένες λάμες αυτάρεσκα (πάσχουν συχνά από τέτοιες ανούσιες εμμονές οι τεχνίτες). Όταν οι ανάσες τους συγχρονίστηκαν, ο Ρόμπυ άνοιξε τα μάτια, έβγαλε από την τσέπη έναν παλιό σουγιά και μιμήθηκε τον άγνωστο απέναντί του. Θα ’ταν απογοήτευση να χαϊδεύεις εκείνη την στομωμένη λεπίδα που δεν ήταν ικανή να κόψει ούτε γιαούρτι. Το έμπειρο μάτι του αρχιτροχιστή διέγνωσε το πρόβλημα αμέσως και έσπευσε να τροχίσει τον άχρηστο σουγιά. Έσυρε έπειτα την φρεσκοακονισμένη λάμα στην εξωτερική πλευρά του αριστερού του δείκτη κι άφησε μια μικρή κόκκινη γραμμή πλάι σε μια σειρά αμέτρητες όμοιες ουλές. «Δεν είναι τίποτα, μια τοσοδούλα γρατζουνιά», χασκογέλασε κι επέστρεψε έπειτα το μαχαίρι στον ιδιοκτήτη του. «Αν χρειαστεί, θα με βρείτε στη μονάδα αποσυναρμολόγησης», συμπλήρωσε κι έφυγε από το δωμάτιο. Ο Ροβέρτος, χωρίς να φέρει σ’ επαφή τη λάμα με το δέρμα του, πρόβαρε δυο φορές μια τομή στον αριστερό καρπό (έλπιζε να βρει δέκα ζευγάρια μεταλλικές χορδές από κάτω κι όχι ένα μάτσο ταϊβανέζικα κυκλώματα), μα αμέσως άλλαξε γνώμη κι εξέτασε αν μια τομή στο στομάχι ή στο θώρακα θα είχε καλύτερο αποτέλεσμα. Μια ανατριχίλα διέτρεξε την ράχη του, μα πρόφτασε και την εξουδετέρωσε.

Ο αέρας έφερε μια δυσάρεστη οσμή, κάτι ανάμεσα σε πορδή κακοχωνεμένης φασολάδας κι αποφορά χαλασμένων σταφυλιών, κι ένα κοπάδι κοχλίες (του είδους Helix aspersa, όπως μου εξήγησε ένας δαμαστής σαλιγκαριών λίγο αργότερα), ακολουθώντας άτακτες κυκλικές τροχιές κάλυψαν την οθόνη, ώσπου τον έχασα από τα μάτια μου.

Δεν είδα αν άνοιξε τελικά τις φλέβες ή τον κορμό του, ίσως μετάνιωσε κι έφυγε αρτιμελής από το μαχαιράδικο, όμως και μόνο η υπόνοια πως μια τέτοια σκέψη πέρασε από το μυαλό του είναι μια θλιβερή ιστορία.

Ο Νίκος Χρυσός γεννήθηκε το 1972. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει το μυθιστόρημα Το μυστικό της τελευταίας σελίδας (εκδόσεις Καστανιώτη, 2009). Διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους. Επιμελήθηκε την σχολιασμένη επανέκδοση του βιβλίου Αξέχαστοι καιροί του Λευτέρη Αλεξίου που κυκλοφόρησε το 2014 από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ