Κασόνι και σκιά λάμπας δρόμου, φανοστάτη
φωτό: Αλέξιος Μάινας

ΤΟΠΙΑ ΞΑΝΑ / ΠΡΙΝ

Πριν  
1.

Ήταν λυπημένος. Πριν ήταν σαν λυπημένος. Αν και αυτό δεν είναι
εντελώς ακριβές. Διότι η λύπη ήταν ‒είχε για αυτόν‒ μια ύπαρξη
ξεχωριστή. Μια ύπαρξη διπλανή. Τον συντρόφευε ‒εκεί δίπλα‒ σαν
ύπαρξη πραγματική. Διεύρυνε τα όρια του πρώτου προσώπου και
τρόπον τινά εισήγαγε αργά, άδηλα, ανεπαισθήτως, αλλά σταθερά,
το τρίτο, ένα τρίτο πρόσωπο. (Και ένα τέταρτο ακόμα που εμφανιζόταν
εκεί, στην ίδια ακριβώς θέση και που δεν ήταν πρόσωπο. Διαφεύγον
και βουβό, έμοιαζε μάλλον με πράγμα, παρά με πρόσωπο.) Την ανάγκη
για την ύπαρξη, για την παρουσία αυτού του άλλου προσώπου εκεί,
δίπλα, κοντά ή εκτός του, την ονομάζει λύπη. Διότι ενώ έλλειπε ήταν
παρόν. Λυπημένο παρόν. Αόριστα λυπημένο. Αναίτια. Και αόριστα απόν.
Σαν παρελθόν. Αλλά εντοπισμένο παρελθόν. Η λύπη είχε κάτι αόριστο,
κάτι γενικό. Αλλά εντοπισμένα αόριστο. Κάτι που διέφευγε. Κάτι που
διέφευγε του χρόνου. Που του διέφευγε. Που τον διέτρεχε. Που τον
διέτρεχε συνήθως ανάποδα. Κάτι που έφευγε, έλειπε, λείπει και δεν
μπορούσε να φτάσει, δεν μπορούσε να ’ρθει. Δεν μπορούσε να διατυπωθεί.
Για αυτό ήταν λυπημένο.

Λύπη είναι κυρίως ό,τι ή όσα δεν μπορούσε να πει για αυτό το πριν. Και
ο ήχος που παρήγαγαν διαρκώς. Σαν βόμβος. Και η άλως του ήχου αυτού.
Που στεκόταν γύρω και πάνω τους και έλαμπε σαν λύπη.

2.

Ήταν λυπημένος. Πριν ήταν σαν λυπημένος. Τώρα την άδεια θέση της λύπης
την κατέλαβε ένα όν ανώνυμο. Κατάλαβε μια ύπαρξη άδεια και κενή και
ανώνυμη. Τη  θέση της λύπης την κατάλαβε ο τρόμος. Ένας τρόμος ανώνυμος.
Την κατέλαβε. Ένας τρόμος για το όνομα. Τρόμος ονόματος. Διότι μόνο ένα
όνομα καταλαβαίνει τον τρόμο. Διότι το όνομα είναι φτιαγμένο από τρόμο.
Τον συντροφεύει και ζουν μαζί. Ακατανόητος τρόμος. Μοιάζει μάλλον με
ακατανόητος ήχος, παρά με όνομα. Ήχος τρόμου. Και τρόμος ονόματος.
Βόμβος χώρου κενού. Θροΐζει δίπλα του γεμάτο τρόμο, βουβά και βουβό
σαν δέντρο. Σαν λεύκα. Κουνά, τον κουνά και αναδεύει. Σκορπίζει, σκορπά
και θολώνει ο βυθός των λέξεων μέσα του.

Ήταν λυπημένος. Πριν ήταν σαν λυπημένος. Τώρα την άδεια θέση της λύπης
την κατέλαβε ένα ον ακίνητο και ριζωμένο. Ψηλό και λιγνό σαν λεύκα. Στο
δέντρο αυτό έδωσε ένα όνομα. Το ονομάζει: ο ήχος του τρόμου. Διότι θροΐζει
ο τρόμος, σαν λεύκα. Ο ήχος της γραφής. Διότι η γραφή του είναι ριζωμένη
σαν τρόμος. Ο ήχος απ’ όπου αρχίζει η γραφή. Ο τρόμος απ’ όπου ξεκινά η
γραφή. Από εκεί απ’ όπου ξεκινά. Από εκεί ξεκινά η γραφή. Αρχίζει, ξεκινά,
για να χαθεί. Για να χαθεί ο ήχος, να χαθεί ο τρόμος. Και να ακουστεί μέσα,
εντός της. Να χαθεί εκεί. Και ο οποίος φεύγει, διαφεύγει, της διαφεύγει. Και
να χαθεί και η ίδια. Γιατί τον ακούει. Τον ακούει μόνο αυτή. Τον ακούει μόνο
μετά. Η γραφή σαν ήχος, σαν θρόισμα. Εκεί, όπου αυτό το μετά αρχίζει να
ακούγεται.

Το αντίθετο της λύπης δεν είναι η ζωή. Το αντίθετο της λύπης είναι ο λευκός,
ο απών ήχος του ακίνητου, ανώνυμου τρόμου, της ακίνητης, ριζωμένης γραφής
τα άδοξα φύλλα.

~.~

Από την υπό έκδοση συλλογή (στις εκδόσεις Νεφέλη): Τοπία Ξανά

Ο Δημήτρης Λεοντζάκος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1974. Σπούδασε μουσική. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές: Κόμικ (εκδόσεις Τα Τραμάκια, 2001), Η Κίρκη ξαφνικά (εκδόσεις Μεταίχμιο, 2004), Κινέζικα (εκδ. Νεφέλη, 2010), Τα σκυλιά του Ακταίωνα (εκδ. Νεφέλη, 2014), Τίγρεις σε ενυδρείο (εκδ. Σαιξπηρικόν, 2016), Το μάτι και η νύχτα (εκδ. Νεφέλη, 2016). Ποιήματά του έχουν φιλοξενηθεί σε ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ