ΔΕΙΓΜΑ ΑΠΟ ΔΥΟ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ

Αντώνης Φωστιέρης (φωτο: Αλέξιος Μάινας)
Αντώνης Φωστιέρης (φωτο: για το περιοδικό Αποικία, Α.Μ.)

Αντώνης Φωστιέρης (*1953), Τοπία του Τίποτα, εκδόσεις Καστανιώτη, 2013

ΚΥΝΑΙΓΕΙΡΟΣ [i]

Δεν έχει περάσει ακόμα ούτε λεπτό.

Καθώς κρατούσα καρφωμένο το καράβι
με τα δυο –
Νυστέρι; Ξίφος; Κεραυνός;
μου κόβει σύρριζα τ’ αριστερό. Δεν πόνεσα
Όσο κανείς θα φανταζόταν. Πίδακας
Μόνο πηδάει ζεστός απ’ τ’ ακρωτήρι του ώμου
Κι άξαφνα
Δίπλα ένα χέρι στο νερό. Σαν ξένο.
Ένα κομμάτι εγώ, σαν ξένο. Απόμακρο.
Με ό,τι κράτησε ό,τι χάιδεψε ολόκληρη ζωή
Να στραφταλίζει αφρόψαρο
Ξεπνοημένο. Ανάλαφρο
Τώρα τραβάει χορευτικά
Προς τον βυθό.

– Τι πονεμένη, Θε μου, αναλγησία!
Εδώ κηδεύεις τον εαυτό σου σε κομμάτια,
Και άδακρυς
Εσύ κεντάς μεταφορές, σαν τους ποιητές;

Σαν τους ποιητές.
Που με χαρτί για σάβανο
Κηδεύουνε
Σε κάθε λέξη έναν απόμακρο εαυτό.
Έναν ξένο.

~.~

ΘΗΛΙΑ ΑΠΟ ΜΕΤΑΞΙ

Σπαράζει ο κόσμος μες στου ήλιου τη θηλιά
Βγάζει τη γλώσσα της στραγγαλισμένη η μέρα·
Καινούργιο φως περνάει μ’ ασβέστη τα παλιά
Κι όλα βαθιά στο χώμα θάβονται του αέρα.

(Πόσο γλυκός του στίχου αλήθεια ο ρυθμός
– Και τη θηλιά την κάνει απόμετάξι·
Είναι λοιπόν το μέτρο μόνο κι ο αριθμός
Που καθορίζουνε του σύμπαντος την τάξη;).

Ανοίγει η νύχτα την αστέρινη κοιλιά
Χιλιάδες φόβοι τη φωνάζουνε μητέρα·
Ψάρια κι ανθρώποι, αγρίμια και πουλιά
Ναυαγισμένα στα βαθιά νερά του αέρα.

~.~

Από τα ολιγόστιχα ΥΛΙΚΑ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ –
ΥΛΙΚΑ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΕΩΝ 

*
Κοίτα τις λέξεις πώς κρεμιούνται στα χαρτιά
Σαν φύλλα αδύναμα που σκούριασαν σε δέντρο.
Περνούν οι μνήμες απ’ τα μάτια μου στρατιά
Και κατά τμήματα βαδίζουν προς το κέντρο.
*
~.~

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Αφού κανένας ορισμός
Δεν είναι οριστικός
Κι αφού απ’ τις χίλιες εκδοχές
Καμιά δεν απαντάει
Τι να’ναι
Ποίημα,
Φαντάζομαι δεν θα βαρύνουν
Τρεις ακόμα λέξεις:
Ρυθμικά
Σκεπτόμενο
Αίσθημα.

~.~

ΕΝΘΑΔΕ

Διαβάτη, όσο κι αν πονάει,
Μην το ξεχνάς:
Θα ξεχαστείς κι εσύ
Όπως ξεχνιούνται όλα –
Όπως κι εσύ σε λίγο θα ξεχάσεις
Αυτό τ’ αλύγιστο
Το παγερό
Αυτό το ξέπνοο κείμενο
σώμα.

~.~

Αντώνης Φωστιέρης 
Τοπία του Τίποτα 
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2013
σελ. 96

~~..~~

Γιάννης Τζανετάκης - φωτογραφία
Γιάννης Τζανετάκης

Γιάννης Τζανετάκης (*1956), Ονείρου έρως, εκδ. Καστανιώτη, 1995 (Β’ έκδοση 1999)

ΗΛΙΟΣ ΕΞΟΧΗΣ

Όλο και συχνότερα θυμάμαι τον πατέρα
– προχωρώντας γυρίζει κανείς πάλι στην αρχή.
Κοιτάζω προσεκτικά το κρεβάτι όπου εκείνος
σε μια στιγμή ξέχασε τα πάντα.
Υπάρχει ακόμη η φόρμα του κορμιού
το στρώμα ανεπαίσθητα
κερδίζει ύψος, λες και σηκώθηκε μόλις τώρα.
Κάθομαι ανάλαφρα σε μια άκρη
– σχεδόν δίχως να το αγγίζω:
Όλα απαράλλαχτα,
παραλυμένα από έναν ήλιο εξοχής.
Τι ωραία απομεινάρια σκέφτομαι, τι τίποτα
ολάνθιστο κινήσεις!
Έτσι απεγνωσμένα μπαίνω στο άυλο
δωμάτιο και το αποστηθίζω τρυφερά.
Λες κι είναι μάθημα να πω το τέλος.

~.~

ΣΙΩΠΗ ΣΕ ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΟ

Για να πούμε την αλήθεια όλα θύμιζαν
φιλμ της Hammer.
Το σπίτι λες και τον περίμενε αιώνες μπήκε.
Η πόρτα έκλεισε μόνη πίσω του.
Άρχισε να υποχωρεί – είναι κανείς εδώ;
Μια αστραπή αποκάλυψε το τραπέζι
στρωμένο. Εδέσματα έξω από κάθε
φαντασία στο τζάκι –σα να ζούσε– η φωτιά.
Τι ωραίος κινηματογράφος είπε και το πίστεψε
βαθιά ως το εκκρεμές του τοίχου – ή την παμπάλαιη
καρδιά του;
Του άρεσε έτσι ανίσχυρος να περιμένει
τη συνέχεια της πλοκής το επόμενο
πρόσωπο που θα ’μπαινε στο πλάνο.

~.~

ΧΛΟΗ

Ήρθε το φάντασμά της
– στη Σκύρο πώς με βρήκε;
Τι θέλεις λέω εδώ στις εξοχές
στους ήλιους που δεν σέβονται.
Ανησυχούσα εύλογα, ωστόσο
αυτή στεκόταν μες στην ντάλα με το σώμα της.
Θα δεις άξιζε να χάσεις σήμερα το μπάνιο λέει
και με πετάει στη χλόη με απλότητα
που έγινα δικός της όπως στάζει
στην καρδιά μια καθαρή για πάντα αλήθεια.

~.~

NOIR

Εκεί που οδηγούσα νευρικά απόγευμα
μέσα στο χειμωνιάτικο τοπίο
τη βλέπω ξαφνικά να τρέχει δίπλα μου
έξω απ’ το τζάμι.
Το βρήκα τερατώδες αύξησα ταχύτητα.
Αυτή εκεί.
Με τρόμο ύστερα
σκέφτηκα την πιθανότητα να ’χει πιαστεί απ’ το αμάξι
να την τραβάω εγώ.
Οδηγώντας πάντα
έβγαλα το μπαστούνι απ’ το παράθυρο
κι άρχισα να χτυπάω με λύσσα.
Τίποτα εκείνη. Ακλόνητη.
Σα να ’ταν μέρος της εξοχής.
Σε απόγνωση πλέον προσπάθησα με ελιγμούς
να τη βγάλω απ’ το δρόμο
– όπως ο ήρωας στα film noirs.
Γι’ αυτό στο χωριό στην εκκλησία
μπήκα με τη νύφη αγκαλιά
και στάζαν σε όλο το μυστήριο
αίματα οι λευκές της λαμαρίνες.

~.~

ΔΙΝΗ

Του είπα για το γάμο.
Σα να ’μουνα εκείνη
άρχισε να παρακαλεί.
Τον κοίταξα στην κόχη
του μυαλού. Γοργά
τον καταβρόχθιζε μια δίνη.
Καίτοι κι εγώ πνιγμένος τόνε τράβηξα
στην αμμουδιά.
Φυσήξαμε το θάνατο ο ένας μες στον άλλο.

Φώναξα να πληρώσω.
Τι πας να κάνεις λέει έχασα άνθρωπο
δικός μου ο καφές.

~.~

Γιάννης Τζανετάκης
Ονείρου έρως
Εκδόσεις Καστανιώτη, 1995 (Β΄ έκδοση 1999)
σελ. 48

~~..~~

[i] Σ.τ.Σ. Ο ποιητής Α.Φ. θυμίζει σε προηγούμενό ποίημά του (στο «Έτσι κι εμείς») την ιστορία του Κυναίγειρου: «Σαν τον Κυναίγειρο, τον αδελφό του Αισχύλου./ Ξέρετε.// Που όταν οι Πέρσες απ’ τον Μαραθώνα τρέξανε/ Στα πλοία τους να φύγουν να σωθούν/ Αυτός εμπόδισε μια τριήρη χώνοντας/ Τα νύχια του στην πρύμη. Του ’κοψαν/ Το χέρι απ’ τη ρίζα. Αιμόφυρτος/ Συνέχισε με τ’ άλλο. Κι όταν το ’κοψαν κι εκείνο, σε ύστατη,/ Μπήγει τα δόντια στο σκαρί ελπίζοντας/ Να ματαιώσει, λέει, την αναχώρηση.»

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ