Φωτογραφία (1963) του γάλλου φωτογράφου Henri Cartier-Bresson (1908-2004)
φωτο: Henri Cartier-Bresson (1908-2004)

ΚΥΨΕΛΕΣ (IΙ) - Τόποι χωρίς αισθήματα

Από την ποιητική συλλογή εν προόδω: Κυψέλες

ΤΟΠΟΙ ΧΩΡΙΣ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΙΙ 

Μερικές φορές μπαίνοντας σπίτι
έχω την εντύπωση πως εσύ κοιμάσαι
στο κρεβάτι μου
ξαπλώνω δίπλα σου κι όταν σε αγκαλιάζω
είμαι σ’ ένα όνειρο και διασχίζω
το πάρκο ενός φρενοκομείου.

Ξαφνικά σε βλέπω να πηδάς απ’ το παράθυρο
νομίζοντας –στο δικό σου όνειρο– πως πηδάς σ’ ένα πάρκο
όπου παίζουν παιδιά.
Είναι άνοιξη στ’ όνειρό σου και μεθάς
με κρασί για να φέρεις τη ζωή σου σε μια ευθεία.
Χάρτινα λουλούδια πλαστική χλόη
δέντρα από πλαστελίνη όλα αρμονικά δοσμένα.

Ξυπνάω και δεν είσαι δίπλα.
Σε φαντάζομαι να ’χεις αποδράσει σ’ ένα καλοκαίρι.
Γύρω στις 7.30 το απόγευμα
ο έρωτάς μας δεν έχει επινοηθεί ακόμα
αλλά δε φαίνεται και κανείς άλλος δίπλα σου ερωτευμένος.

Ξυπνάς με μια απερίγραπτη γαλήνη.
Φωνάζεις. Η ερμηνεία των ονείρων δεν ήταν ποτέ
το δυνατό μου σημείο. Το μόνο που μπορώ να πω
είναι ότι είμαστε μια παρέκβαση για το αδύνατο του ονείρου
ή ένα όνειρο για το αδύνατο της ζωής.

Οι τόποι που αγαπήσαμε είναι πλέον τόποι χωρίς αισθήματα.
Βρισκόμαστε στα σύνορα της κυψέλης.
Η χώρα στο βάθος. Ο σφυγμός έρπει στις φυλλωσιές.
Εγκαταλείπουμε τον εαυτό μας εκτός ονείρου.
Ίσως ο πόλεμος ν’ αρχίσει πάλι
χωρίς εμάς.

~.~

ΤΟΠΟΙ ΧΩΡΙΣ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΙΙΙ

Από την άλλη, ποτέ κανένας πόλεμος δεν άρχισε χωρίς εμάς.
Μήπως πόλεμος δεν είναι όταν οι νεκροί στο κουφάρι ενός ζώου
λούζονται με αίμα και βουβό σκοτάδι;

Θυμάμαι σκηνές οικογενειακής ευτυχίας
νύχτα στην πόλη
το τηλεοπτικό πρόγραμμα τέλειωνε στην μπλε οθόνη
ραδιοκύματα στον φριχτά κλινικό ουρανό
κάτι κραυγαλέα ανοίκειο στα πυροβολημένα πουλιά
φαντασίωση γεμάτη χυδαία αιώρηση μπάτσων
στις τραμπάλες –
γεμάτοι μώλωπες γεμάτοι έννοιες
οι λέξεις αδυνατούσαν να πουν
ο χρόνος φυτοζωούσε
απότοκος μιας τυχαιότητας.
Προσπαθούμε να εξεγερθούμε ενάντια στη φύση μας
μας προσγειώνει η πραγματικότητα
το αδύνατο της εξέγερσης.

Ο πατέρας κι εγώ μέσα σ’ ένα αεροπλάνο
η μητέρα και η αδελφή μου να χαιρετάνε από κάτω
κρύος ιδρώτας έσταζε στο χώμα και δεν είχαμε
απογειωθεί ακόμα
ένας απερίγραπτος θόρυβος –
σχεδόν δίχως κεφάλι τρεμόπαιζε η χώρα στο βάθος.

Χρόνια μετά ένα αεροπλάνο ξεκοίλιαζε το παραμύθι τ’ ουρανού
θυμάμαι πως με είχαν αφήσει να μείνω ξύπνιος
ως αργά – είδα τον πόλεμο να
συμβαίνει μέσα απ’ την τηλεόραση.
Πελώριες δύσκαμπτες φιγούρες
τα τερατόμορφα πρόσωπά μας
μέσα σε σκοτεινές λάμψεις θανάτου
αδύνατον να διακρίνω αν σκοτωνόμασταν
μέσα από την οθόνη
ή ήμασταν στ’ αλήθεια εκεί

αδύνατον να εκφράσω με τη γλώσσα
όταν ο θάνατος αιχμηρός τρυπά
η κίνηση που βγαίνει ουρλιαχτό από εκείνον που πέφτει
πως η ψυχή ενώ φλέγεται σκιαγραφεί
κατά μήκος αναρριχόμενων θεών
ό,τι δεν μπόρεσε να ειπωθεί ολόκληρη ζωή

πως αραιώνει το οξυγόνο
αραιώνει η φυγή
πως το σώμα ο λασπωμένος νους
αγωνίζεται για χώρο σε κάτι που δεν κατέχει
πως θέλει να παρασυρθεί μακριά απ’ τον εαυτό του
σ’ ένα σχήμα που μοιάζει με στιγμή χωρίς αισθήσεις

[μιας και σ’ αυτόν τον τόπο όλοι οι ήρωές μου
έχουν πεθάνει τουλάχιστον μια φορά πριν από μένα
]  

~~..~~

Ο Γιώργος Αλισάνογλου γεννήθηκε στην Καβάλα το 1975. Σπούδασε Κοινωνιολογία και Πολιτική. Από τον Νοέμβριο του 2005 διατηρεί τις εκδόσεις και το βιβλιοπωλείο Σαιξπηρικόν στη Θεσσαλονίκη. Έχει εκδώσει έξι βιβλία ποίησης, με πρώτο το Άηχες κραυγές (εκδόσεις Κατσάνος, 2001) και πιο πρόσφατο το Παιχνιδότοπος (εκδ. Κίχλη, 2016). Ποίησή του έχει μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες και έχει παρουσιαστεί σε φεστιβάλ σε Ελλάδα και εξωτερικό. Ασχολείται επίσης με την μετάφραση.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ