Ειρήνη Μαργαρίτη,

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΕΙΔΗ

Ειρήνη Μαργαρίτη, εξώφυλλο "Επιλεγμένα είδη" Ένα διήγημα ως δείγμα από το βιβλίο
με αφορμή την παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων της Ειρήνης Μαργαρίτη

Επιλεγμένα είδη 

Την Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017,  ώρα 20:00
στο βιβλιοπωλείο Επί λέξει (Ακαδημίας 32, Αθήνα)

Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι:
Άθως Δημουλάς, δημοσιογράφος
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, ποιητής

Αποσπάσματα θα διαβάσουν η συγγραφέας
και η ηθοποιός Αθηνά Αλεξοπούλου

~.~

Η ποιήτρια Ειρήνη ΜαργαρίτηΕιρήνη Μαργαρίτη (*1979), ένα διήγημα
από τη συλλογή διηγημάτων Επιλεγμένα είδη,
εκδόσεις Μελάνι, 2017
Ο ΑΝΤΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ  

Ήταν σχεδόν απόγευμα όταν γύρισε σπίτι. Έπλυνε τα χέρια του και κάθισε στο τραπέζι. Μπροστά του ένας δίσκος. Ένα πιάτο σκεπασμένο με λευκή χαρτοπετσέτα, και δυο φέτες ψωμί. Δίπλα ένα σημείωμα. Το τυρί ήταν στο ψυγείο, έλεγε, να φάει, μην το ξεχάσει. Σηκώθηκε κι άνοιξε το ψυγείο. Τα χέρια του έτρεμαν ελαφρά και τα μάτια του έτσουζαν. Ήταν κόκκινα και ξερά. Έβγαλε την χαρτοπετσέτα και ξεκίνησε να τρώει μικρές μικρές μπουκιές λες και δεν πεινούσε πραγματικά. Λες και δεν είχε να φάει απ’ το πρωί, λες και το φαγητό είχε μέσα του μικρά εμπόδια που τον ανάγκαζαν να μασάει πολύ προσεκτικά την κάθε μπουκιά και να την καταπίνει με επιφύλαξη. Είχε ιδρώσει. Κάποια στιγμή έπιασε τον εαυτό του να παίζει με το ψωμί. Είχε ξεχωρίσει την κόρα από το μαλακό του ψωμιού και είχε φτιάξει ένα κυκλάκι. Με την ψίχα άρχισε να σχηματίζει σβόλους τους οποίους τοποθετούσε μέσα στο κυκλάκι αυτό με προσοχή. Το έκανε αυτό για αρκετή ώρα λες και προσπαθούσε να αποφασίσει τι να σχεδιάσει. Στο τέλος κοίταξε με έκπληξη και παρατήρησε ότι είχε φτιάξει ένα πρόσωπο χαμογελαστό. Δεν μπορούσε να πει αν ήταν άντρας ή γυναίκα. Μάλλον έμοιαζε μ’ αυτές τις ζωγραφιές που τόσες φορές του είχε δείξει το κορίτσι. Για μια στιγμή το σκέφτηκε και χαμογέλασε. Μόνο για λίγο όμως.

Μετά έβαλε στο δεξί μάτι του προσώπου ένα μικρό δάκρυ κι έμεινε να το κοιτάει ώρα πολλή. Τόσο που ξέχασε να μασάει μπουκιές. Τόσο που τα μάτια του ξεράθηκαν ακόμα περισσότερο και ένας οξύς πόνος διαπέρασε το κεφάλι του με τέτοια ένταση που τον ανάγκασε να σπρώξει το πρόσωπο μακριά. Αυτό διαλύθηκε και τα κομμάτια του πήγαν και στάθηκαν σε διάφορα σημεία της κουζίνας. Ένας σβόλος κάτω απ’ το τραπέζι, άλλος δίπλα στο ψυγείο, ένα κομμάτι κόρας στην άκρη του νεροχύτη, κάποιο άλλο στα πόδια του. Του φάνηκε πως ακόμα κι έτσι χαμογελούσε. Θύμωσε. Μάζεψε τα κομμάτια με μια χαρτοπετσέτα και τα πέταξε βιαστικά στον σκουπιδοτενεκέ. Ύστερα πήγε στον νεροχύτη και έπλυνε τα χέρια του. Με την πλάτη γυρισμένη, ένιωσε κάποιον να τον κοιτάει. Δεν γύρισε. Ένιωσε να ιδρώνει περισσότερο. Ήταν σίγουρος, κάποιος τον κοιτούσε επίμονα. Έκλεισε τη βρύση, σκούπισε ήρεμα τα χέρια του και με μια απότομη στροφή γύρισε να τον αντιμετωπίσει. Τίποτα. Έμεινε για λίγο ακίνητος κι όρμησε στο σαλόνι.

Το κορίτσι κοιμόταν στον καναπέ. Η τηλεόραση ανοιχτή. Εικόνες άλλαζαν με ταχύτητα χωρίς κανέναν ήχο. Κάθισε στην πολυθρόνα κι άρχισε να τρίβει τα μάτια του. Τον ενοχλούσε αυτή η εναλλαγή. Έκλεινε τα μάτια κι όμως ήταν ακόμα εκεί, πιο έντονη. Πυροτεχνήματα σε βαθιά νύχτα. Σκέφτηκε πως μάλλον ήταν κουρασμένος. Μετά σκέφτηκε πως δεν θυμόταν και ποτέ να μην είναι κουρασμένος. Κοίταξε γύρω του, το πάτωμα ήταν βρόμικο, το κρεβάτι ξέστρωτο, το τραπέζι γεμάτο ψίχουλα, ο καναπές μια μεγάλη τρύπα κάτω απ’ τα πόδια του κοριτσιού και το δωμάτιο σκοτεινό. Λυπήθηκε. Έκλεισε τα μάτια κι έμεινε με τα πυροτεχνήματα. Σε λίγο αποκοιμήθηκε.

Το κορίτσι ονειρεύτηκε μια μπάλα. Την κλωτσούσε κι έτρεχε στον δρόμο. Ήταν μπλε μέχρι που έγινε κόκκινη, φούσκωσε κι άρχισε να ανεβαίνει ψηλά,όλο και πιο ψηλά ώσπου χάθηκε. Το κορίτσι φώναξε μπάλα και ξύπνησε. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε γύρω, μήπως ήταν κάπου εκεί τελικά. Κάθισεστον καναπέ και κοιτούσε. Είδε τον μπαμπά. Είπε μπαμπά. Κάθισε λίγο ακόμα. Ξαναείπε μπαμπά. Τίποτα. Σηκώθηκε και περπάτησε μέχρι το τραπέζι. Πεινούσε.

Στο τραπέζι υπήρχαν μόνο ψίχουλα. Τα έπιανε με το δαχτυλάκι της, τα κολλούσε δύο δύο και τα έβαζε στο στόμα. Στη συνέχεια άνοιξε το ψυγείο, βρήκε ένα μισολιωμένο ροδάκινο κι άρχισε να το δαγκώνει με όρεξη. Ζουμιά έτρεχαν στον λαιμό της. Όταν το έφαγε όλο, ακούμπησε το κουκούτσι προσεκτικά πάνω στο τραπέζι κι άρχισε να παίζει με τα χεράκια της που κολλούσαν. Τα ένωνε μεταξύ τους και γελούσε. Μετά έκανε το ίδιο, στην μπλούζα της.

Σε λίγο βαρέθηκε και πήρε την κούκλα της. Της μιλούσε και τη μάλωνε. Μετά της έδινε φιλάκια και την έβαζε για ύπνο. Της έλεγε «δεν ήσουνα καλό κορίτσι σήμερα, αλλά η μαμά σ’ αγαπάει. Θες να σου πει ένα παραμύθι;» και μετά της έλεγε ένα παραμύθι και της τραγουδούσε αλλά αυτή δεν κοιμόταν και τότε της ξαναφώναζε. «Γιατί δεν κλείνεις τα μάτια σου γιατί;» Την κουνούσε πάνω κάτω. Την έπιανε απ’ τα χέρια τα πλαστικά και την ταρακουνούσε. Η κούκλα έκλεινε για λίγο τα μάτια κι αυτά αμέσως ξανανοίγανε. Στο τέλος την πέταξε μακριά με όλη της τη δύναμη. Η κούκλα βρέθηκε κάτω απ’ το τραπέζι με τ αμάτια ανοιχτά να φωνάζει με την ηχογραφημένη της φωνή: Σήκω μι μάμι μι μάμι μι… Είχε καιρό να δουλέψει.

Το κορίτσι τρόμαξε και πήγε και στάθηκε δίπλα στον μπαμπά. Κοιτούσε την κούκλα από μακριά. Ξαφνικά αυτή σώπασε. Το κορίτσι έμεινε λίγο ακόμα εκεί να βεβαιωθεί κι ύστερα πήρε το τηλεκοντρόλ και κάθισε ξανά στον καναπέ. Το έβαλε μπροστά της σε ευθεία γραμμή και σταύρωσε ταποδαράκια της όπως είχε δει να κάνει η μαμά. Πατούσε τους αριθμούς κι επαναλάμβανε 1, 2, 3, 4, 5… Λίγο μετά αποφάσισε να δυναμώσει τον ήχο και το έκανε κουνώντας ρυθμικά τη μικρή της λεκάνη μπρος πίσω. Ήταν ενθουσιασμένη!

Ήταν αυτός ο ήχος που απέκτησε ταχύτητα, που τρύπωσε στη βαθιά νύχτα του άντρα και τον έφερε απότομα πίσω. Πίσω σ’ αυτό το περασμένο απογευματινό φως του δωματίου. Το κορίτσι σταμάτησε να λικνίζεται και με το βλέμμα της ακινητοποιήθηκε στα μάτια του. Είχε κάνει ζημιά.

O άντρας σηκώθηκε απότομα, άρπαξε το τηλεκοντρόλ και το πέταξε στον τοίχο. Αυτό έσκασε στο πάτωμα με γδούπο. Ησυχία μετά κι αυτοί ακίνητοι. Το κορίτσι άρχισε να κλαίει. Στην αρχή χωρίς να το θέλει, καταπίνοντας τον οξύ ήχο μην ξεφύγει και μην τολμώντας να πάρει τα καστανά της μάτια απ’ την ευθεία στην οποία συναντούσε τον άντρα. Μέχρι που δεν άντεξε άλλο κι ένα μικρό μ βγήκε απ’ το στόμα της, μικρό στην αρχή, μα ολοένα πιο δυνατό μέχρι που έγινε ου, ου που συνειδητοποιεί με αργά βήματα τον εαυτό του για να μεταμορφωθεί τέλος σ’ ένα α. Ένα α σύνθετο, ένα α κουρδισμένο κάπου ανάμεσα στην απορία και στο παράπονο, μα πάνω απ’ όλα ένα α άγριο που τράνταζε ολόκληρο το σώμα της. Ο άντρας ένιωσε τα μάτια του να παίζουν, σχεδόν ανοιγόκλειναν με δική τους βούληση, χωρίς αυτός να τους έχει δώσει καμιά τέτοια εντολή. Το κορίτσι σταμάτησε απότομα. Σηκώθηκε, πήρε από το πάτωμα το τηλεκοντρόλ και ξανακάθισε στον καναπέ, όπως είχε δει τη μαμά να κάνει. Ο άντρας πήγε στην κουζίνα κι άρχισε να πλένει τα πιάτα. Μετά από λίγο της είπε: «Πεινάς;». Το κορίτσι απάντησε κουνώντας το κεφάλι. Αυτός έβγαλε απ’ το ντουλάπι ένα πακέτο μακαρόνια κι έβαλε νερό να βράζει.

Όταν το κορίτσι έκατσε στο τραπέζι ήταν βράδυ. Τα πόδια της δεν έφταναν στο πάτωμα. Κρέμονταν στον αέρα. Φορούσε μόνο τη μια παντόφλα, η άλλη κρεμόταν από το μεγάλο δάχτυλο έτοιμη να πέσει. Το κορίτσι έπαιζε με τα μακαρόνια και τη σάλτσα. Τα στριφογυρνούσε συνέχεια και προσπαθούσε να τα κάνει να υπακούσουν στον ρυθμό που σιγοτραγουδούσε. Ο άντρας την κοιτούσε. Το κορίτσι άφησε το πιρούνι κι έπιασε το σημείωμα που ήταν ακουμπισμένο λίγο πιο δίπλα. Πότε θα ’ρθει η μαμά;

~.~
Ειρήνη Μαργαρίτη
Επιλεγμένα είδη
εκδ. Μελάνι, 2017
σελ. 92

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ