Επιλεγμένα είδη και η ποιήτρια / συγγραφέας Ειρήνη Μαργαρίτη
(Δεξιά) Η συγγραφέας Ειρήνη Μαργαρίτη (*1979) - φωτο: αρχείο Αποικία

Για τα ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΕΙΔΗ

Ειρήνη Μαργαρίτη – Επιλεγμένα είδη (συλλογή διηγημάτων, εκδ. Μελάνι, 2017) 

(γράφει ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου)

Μιλώντας για την εκδοθείσα πριν από τρία χρόνια πρώτη ποιητική συλλογή τής Ειρήνης Μαργαρίτη (γεν. 1979), που είχε τον τίτλο Φλαμίνγκο, επισήμαινα, ανάμεσα στ’ άλλα, ότι η σοβαρή, επαγγελματική ενασχόλησή της με το θέατρο εμπλούτιζε την αδιαμφισβήτητα οξυδερκή –και ταυτοχρόνως ευάλωτη στις ριπές της περιρρέουσας πραγματικότητας– παρατηρητικότητά της με μια ιδιάζουσα, σκηνογραφικής-σκηνοθετικής υφής, διάσταση· της επέτρεπε να εντοπίζει, να απομονώνει και να ακινητοποιεί εικόνες, χειρονομίες και συμβάντα, να δημιουργεί την απαραίτητη κάθε φορά ατμόσφαιρα, φωτίζοντας όσο το απαιτούσαν οι περιστάσεις, τα πρόσωπα, τα πράγματα και τις καταστάσεις. Σημείωνα ακόμα ότι οι παρατηρήσεις της ήταν ενδεικτικές μιας σχεδόν μόνιμης αίσθησης αδιεξόδου που την διακατείχε· κυρίως ήταν ενδεικτικές, αν όχι αποδεικτικές, του φόβου της μπροστά στο ενδεχόμενο να ενταχθεί, να ενδώσει στα ισχύοντα κοινωνικά πρότυπα, που θα μπορούσαν να την εκτρέψουν και να την αποσπάσουν από τον αγώνα της να κατακτήσει την προσωπική της αλήθεια.

Ό,τι έμοιαζε να φοβάται και να απεύχεται για τον εαυτό της, εκτεθειμένη καθώς αισθανόταν σε όλους τους αλλοτριωτικούς της προσωπικότητάς της μηχανισμούς και σε όλες τις επίβουλες εκδοχές ακόμα και της πλέον αθώας φαινομενικά πραγματικότητας, όπως: το πνιγηρό αίσθημα της μοναξιάς και της ανασφάλειας, τη συνειδητή ή την ασύνειδη, θα έλεγα «παραιτημένη» αποδοχή των κανόνων ενός παιχνιδιού που κάθε άλλο παρά ανταποκρίνονταν στις νεανικές της φιλοδοξίες και οράματα, τώρα, τα εντοπίζει και φωτίζει εκφάνσεις τους στις ζωές των κεντρικών προσώπων των σύντομων διηγημάτων της. Πράγματι, σχεδόν όλα τα πρόσωπα που «υποδύονται» ή, καλύτερα, που ερήμην τους επιλέγονται και χρήζονται από την αφηγήτρια πρωταγωνιστές –δεν θα τολμούσα να πω ήρωες– των ιστοριών της, είναι βυθισμένα στον πάτο μιας τελετουργικά επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας και σχεδόν όλα καλλιεργούν και τρέφονται –για να μην πω παραμυθιάζονται– με την ψευδαίσθηση ότι μπορούν, όποτε το θελήσουν, να απεγκλωβιστούν απ’ αυτήν, αρνούμενα να δεχτούν ότι είναι θλιβερά υποχείριά της.

H καθημερινότητα, εν προκειμένω, εχθρικά διακείμενη ή παντελώς αδιάφορη για την τύχη των απλών ανθρώπων, τους διατηρεί  καθηλωμένους στις ράγες της, όχι ακριβώς προς επιβεβαίωση της δύναμής της, η οποία είναι ούτως ή άλλως αδιαμφισβήτητη, αλλά για να συμβάλει στην κατάδειξη των παθών τους και στον από διαφορετική κάθε φορά γωνία φωτισμό πτυχών της μονίμως υφέρπουσας, συντελεσμένης ή εκκολαπτόμενης φθοράς. Όσο για την αφηγήτρια, φροντίζει για μια δραματοποιημένη αφηγηματική εκδοχή αυτής της καθημερινότητας, μετερχόμενη τρόπους σκηνογραφικούς-σκηνοθετικούς, πρόσφορους για την επισήμανση και τον κατάλληλο φωτισμό σημαντικών ή, συνήθως, ασήμαντων λεπτομερειών, ενδεικτικών της ύπουλα ψυχοφθόρας καθημερινότητας των προσώπων των ιστοριών της, που μοιάζει να είναι στην τύχη αποσπασμένα, απομονωμένα και ακινητοποιημένα από το ευρύτερο φάσμα της περιρρέουσας ασημαντότητας.

Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για πρόσωπα που ερήμην τους βρίσκονται στα πρόθυρα ή στο κέντρο της κατάρρευσης και που το μόνο που είναι ικανά να συνθέσουν είναι εικόνες μοναξιάς και κοινωνικής αδιαφορίας, ίσως και δυσανεξίας. Περιγραφή και αφήγηση εναλλάσσονται σωστά κατανεμημένες, με εντονότερο πάντως το στοιχείο της περιγραφής, όσο κι αν αυτό εντέχνως συχνά υποκαθίσταται από τις κάποτε αυτάρεσκα και κυριαρχικά παρεμβαλλόμενες σκηνοθετικές-σκηνογραφικές οδηγίες. Οδηγίες που αφενός βοηθούν στην επικέντρωση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος στα καίρια αφηγηματικά δρώμενα, συνδέοντάς τα, ταυτόχρονα, με τις προθέσεις, τη διάθεση και την εν γένει ψυχική κατάσταση των εκάστοτε δρώντων προσώπων και αφετέρου συμβάλλουν σε μια, σκηνικού τύπου, ακινητοποίηση των συμβάντων και των καταστάσεων, ώστε να καταδειχτεί το τέλμα της κοινοτοπίας στο οποίο τα πρόσωπα είναι βυθισμένα· νέου τύπου μικροαστοί που συχνά θυμίζουν ήρωες του μεταπολεμικού νεορεαλιστικού θεάτρου μας, με προθέσεις, επιθυμίες, εκφράσεις, χειρονομίες και αντιδράσεις μπροστά στις περιστάσεις του βίου τους να μην είναι πρωτογενείς, γνήσιες, αλλά απομιμήσεις υποκατάστατες των αντιδράσεων που θα είχαν αν δεν ήταν ερήμην τους βαθύτατα αλλοτριωμένοι.

Οι σχέσεις ανάμεσά τους είναι προβληματικές, ελαττωματικές, αδέξιες· σύζυγοι, εραστές, συγγενείς ή φίλοι, έχουν απωλέσει –αν την είχαν ποτέ– την έμφυτη ικανότητα να κάνουν κάτι, οτιδήποτε, προκειμένου να τις διατηρήσουν ή να τις αναθερμάνουν. Διάχυτη είναι η αίσθηση του κενού και της ματαίωσης που τους διακατέχει· κυρίως ιδιαίτερη εντύπωση κάνει η αδυναμία τους να αυτοπροσδιοριστούν σε σχέση με τον χρόνο και μάλιστα με τον υποκειμενικό χρόνο, να καλύψουν με δράση ή σκέψη τις άδειες κυψέλες του. «Ο παππούς καθισμένος στη βεράντα να κοιτάει τη θάλασσα και με τα λίγα εναπομείναντα πλαϊνά του δόντια να επιμένει να σπάει ένα ένα τα σπόρια. Ολόκληρο το απόγευμα πάλευε. Κι έτσι απλά ο Αλέξης κατάλαβε. Είναι τόσο δύσκολο να γεμίσεις όλον αυτό το χρόνο. Τόσο δύσκολο που μερικές φορές απλώς δεν συμβαίνει». Ο σχεδόν έτοιμος να παραδώσει το πνεύμα παππούς αναλώνει νηφάλια, όπως ο ίδιος ξέρει, διδαγμένος από την παράδοση, τον εναπομείναντα χρόνο του· ο εγγονός χωρίς δεσμούς, χωρίς προσωπική σχέση με τον χρόνο, βυθίζεται στο έλος του.

Ο φόβος της μοναξιάς που ταλανίζει τα νέα κυρίως πρόσωπα των ιστοριών της Μαργαρίτη –κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό αφηγηματικό επίτευγμά της– είναι ένας φόβος επίπλαστος, κάτι σαν απομίμηση του πραγματικού, αφού σε καμία περίπτωση δεν δείχνει να είναι διαπερασμένος από το ρίγος μιας αγωνίας υπαρξιακής υφής. Απόδειξη η επιπολαιότητα με την οποία αναζητούν τρόπους κατευνασμού και αντιμετώπισής του εν γένει· τρόπους ως επί το πλείστον επιδερμικούς, που όχι μόνο δεν προσφέρονται για μια, έστω παροδική αντιμετώπιση του προβλήματός τους, αλλά μάλλον συμβάλλουν στη διόγκωση και στην επιδείνωσή του. Πρόκειται, επαναλαμβάνω, για πρόσωπα-πιόνια στα χέρια ενός αόρατου μηχανισμού,  υποχείρια καταστάσεων που εξυφάνθηκαν ερήμην τους, παραδομένα σε αλλότρια πάθη και επιθυμίες άλλων, όσο κι αν εθελοτυφλώντας τις θεωρούν δικές τους. Ακόμα και οι ερωτικές επιθυμίες τους διαχέονται σαν μετέωρες χειρονομίες που τείνουν προς τη δημιουργία μιας πρόσκαιρης, φευγαλέας, επαφής. Όλα τα πρόσωπα, εντέλει, ανεξαρτήτως ηλικίας, κινούνται, δρουν, προβάλλουν τις σκέψεις τους και τα συναισθήματά τους σαν θύματα του περιβάλλοντος, της εποχής, χωρίς να αναρωτιούνται για το μερτικό της δικής τους ευθύνης. Όσο για τις συχνές σκηνογραφικές-σκηνοθετικές παρεμβάσεις της αφηγήτριας, μπορεί να πει κανείς ότι δεν αποκλείεται να οφείλονται, να ανταποκρίνονται στις άλλοτε προφανείς και άλλοτε ενδιάθετες προθέσεις της να βάλει τάξη σε έναν κόσμο, σε μια πραγματικότητα άναρχη, προβληματική και τραυματική, πράμα που εντέλει κατορθώνει με αξιοθαύμαστη επιτυχία, κι ας είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεται με τον αφηγηματικό λόγο.

~.~

Ειρήνη Μαργαρίτη 
Επιλεγμένα είδη 
Εκδόσεις Μελάνι, 2017
σελ. 92
ISBN 978-960-591-066-2

Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ