Κλειδωμένη πόρτα
φωτο: Αλέξιος Μάινας

ΔΙΔΥΜΗ ΣΚΑΛΑ

Kαθώς διασχίζεις μια ερημική κιονοστοιχία, στο νότιο διάζωμα, βλέπεις μια ξύλινη, φορητή σκάλα ακουμπησμένη στον τοίχο, δεξιά. Δεν πρέπει να ξεπερνά τα διόμισι μέτρα αλλά, στα τελευταία σκαλοπάτια έχει δεθεί και δεύτερη, όμοια σκάλα, διπλασιάζοντας το ύψος της. Τα οριζόντια ξύλινα δοκάρια ρίχνουν αραιές σκιές στην ορθομαρμάρωση. Η κορυφή δεν είναι εντελώς ορατή και χάνεται στα διάφορα επίπεδα του ύψους.

Ανεβαίνοντας προσεκτικά τα σκαλοπάτια φτάνεις σε ένα τοπίο με περιστύλια που σχηματίζουν οξεία γωνία κάτω από το ξύλινο επιστέγασμα. Προχωρώντας, οι κολόνες μεγαλώνουν και απομακρύνονται σε απροσδόκητο βάθος, μέχρι το ακαθόριστο σημείο της άτακτης χρονικής φυγής.

Στέκεσαι σκεπτική μπροστά στο δίλημμα της πορείας που θα ακολουθήσεις. Αριστερά υπάρχει μια ακόμα σκάλα πανομοιότυπη με την αρχική. Τη σκιάζει ένα βέλος καθόδου, προς τον αστερισμό της Παρθένου (όπου το πρώτο δεκαήμερο θυμώνεις εύκολα μα δεν κρατάς κακία ώστε να παντρευτείς πολύ νέα και σχετικά αναμάρτητη και να ζήσεις ανάμεσα σε καλλιεργημένους ανθρώπους), ενώ δεξιά, ο αντικατοπτισμός της ίδιας σκάλας δείχνει προς τα πάνω, στον αστερισμό του Κριού (εδώ μπορεί να γεννιέσαι ζωηρή, εργατική και γενναία, αλλά η ζωή σε κάνει οξύθυμη, ψεύτρα και λαίμαργη. Στα νιάτα σου ξεστρατίζεις για λίγο αλλά κάνεις πολλά, αξιαγάπητα παιδιά και πεθαίνεις σε βαθιά γεράματα ευτυχισμένη).

Επιλέγεις αυθόρμητα τη δεύτερη, τη Σκάλα του Κριού. Παρόλα αυτά, ανεβαίνοντας δίνει την εντύπωση πως κατεβαίνει, διασχίζοντας τον αιθέρα, ανάμεσα σε γιγάντια ερείπια ψευδογοτθικών κτισμάτων, μετέωρα τόξα, αψίδες σωτηρίας, σκοτεινιασμένους ρόδακες, ανεμοδείκτες, κόγχες και τοξικά τρίγλυφα διαφόρων εποχών, ατάκτως γκρεμισμένα.

Τοξικά ονομάστηκαν όλα εκείνα που θύμιζαν τα δηλητήρια με τα οποία άλειφαν τα βέλη των τόξων, για να γίνονται οι πληγές θανατηφόρες.

Σπασμένα πολύχρωμα τζάμια με ασυνάρτητα σχήματα, που πρέπει κάποτε να εικόνιζαν σκηνές μαρτυρίων, βίους βασιλέων, πολεμικές συρράξεις, αδυσώπητους έρωτες, διαθλούν το φως.

Σταματάς την ανάβαση και περνάς σε μια περιοχή κατοπτρικών ερειπίων. Οι κίονες τώρα καταλήγουν σε ιονικά ανθέμια. Τα κενά παράθυρα διατηρούν κάποια σίδερα και αναπτύσσουν τα τοξοειδή τους σχήματα πού και πού σε θόλους, ελειψοειδή ημιθόλια ή σφαιρικά τρίγωνα από ασύνδετα, αρχαία υλικά.

Βλέπεις κάποιον, πάνω από μια αψίδα να σε κοιτάζει ερευνητικά με ακανθώδες χαμόγελο. Τον περιγράφεις νοερά: «Πνευματώδης, γενναιόψυχος. Τυπικός σιωπηλός Δίδυμος, με αόρατα ενδύματα», που σε λίγο κατεβαίνει, κάθεται σ’ ένα μαρμάρινο κατώφλι ερειπίου και σε προσκαλεί. Καθίζεις κι εσύ κοντά του, κοιτάζεστε και συζητάτε νωχελικά ώσπου να νυχτώσει.

Στην πραγματικότητα μάλλον εσύ μιλάς. Λες για το φως, για τον χρόνο που περιφέρεται, για ασήμαντα χαμένα μικροπράγματα, για την ανθοφορία των φυτών και την τρομακτική απουσία πουλιών από το τοπίο, επιμένοντας ότι oι κουκουβάγιες είναι τα μόνα πτηνά που μπορούν να διακρίνουν το μπλε χρώμα. Ο Δίδυμος κουνάει το κεφάλι του ή κάνει συγκαταβατικές χειρονομίες.

Ίσως δεν ξέρει το πραγματικό νόημα των πουλιών, ίσως να μην καταλαβαίνει τον ιπτάμενο όρο βροχή από το στόμα σου.

Μόλις αρχίζει όμως η βροχή, ο Δίδυμος σ᾽ αγκαλιάζει απότομα, σε στροβιλίζει σε χορευτικούς παλμούς και σου γεμίζει με τα χείλη του τη γλώσσα και το σκοτεινό φεγγαράκι στο θυσσανωτό υπογάστριο με ασημένιο αλάτι, κορυφώνοντας μέσα σου, υπόκωφα, μια εκθαμβωτική συναστρία.

Ενώ απλώνονται οι σκιές της ουράνιας αράχνης ανεβάζοντας μυρουδιές βαριά ηλεκτρισμένου φορτίου, τον βλέπεις να ανασηκώνεται, αργά αργά, να σου χτενίζει με τα δάχτυλα τα μαλλιά, να παίρνει τη σκάλα σου στον ώμο και να αποχωρεί από τη σκηνή σιωπηλός σαν μεγαλιθικό νεκροταφείο.

Μόνη τώρα, όρθια, περιφέρεις το ανάλαφρο φουστάνι της λήθης ανάμεσα στους κίονες ώσπου, σταδιακά, διαπιστώνεις ότι αρχίζει η κοιλιά σου να διογκώνεται από τα αθροίσματα των στιγμών που ρέουν απορροφώντας το μέλλον.

Και προσέχεις μια ξύλινη, κιτρινωπή σκάλα ακουμπησμένη και πάλι στον τοίχο, δεξιά. Θα πρέπει να είναι πάνω από διόμισι μέτρα αλλά, στα τελευταία σκαλοπάτια έχει δεθεί και δεύτερη σκάλα για να της προσθέσει ύψος.

«Πάλι τα ίδια;» είναι το ερώτημα.

Στέκεσαι ξανά διστακτική μπροστά στο δίλημμα της πορείας που θα ακολουθήσεις. Αριστερά μια σκάλα πανομοιότυπη με την αρχική που σκιάζεται από ένα βέλος καθόδου, ενώ δεξιά, η ίδια σκάλα, κατοπτρικά δείχνει προς τα πάνω.

Επιλέγεις την κάθοδο αυτή τη φορά, αν και, κατεβαίνοντας, έχεις την υποψία πως ανεβαίνει. Σταματάς την ανοδική κατάβαση και περνάς σε μια κοιλάδα κατοπτρικών ερειπίων. Οι κίονες τώρα καταλήγουν σε δωρικά ψευδοανθέμια. Τα κενά παράθυρα διατηρούν τα τοξοειδή τους σχήματα και μάλιστα τα αναπτύσσουν πού και πού σε θόλους ή ελλειψοειδή ημιθόλια και σφαιρικά τρίγωνα από αρχαία υλικά.

Τα τζάμια συναρμολογούν ακτίνες φωτός σε ροπές καλειδοσκοπίων.

«Αν δεν ξυπνήσω τώρα, θα βουλιάξω μέσα σε θλιβερά συμφραζόμενα», μονολογείς, αλλά μάλλον δεν καταφέρνεις να ξυπνήσεις. Ακούγεται όμως διαπεραστική μουσική.

*

«Τα ξύλινα τείχη της χώρας είναι τα βιολιά μας», είπε ο Δίδυμος αρχιμουσικός…

~~..~~

O Δημήτρης Καλοκύρης γεννήθηκε το 1948 στο Ρέθυμνο. Σπούδασε Νεοελλ.Φιλολογία στο Α.Π.Θ. Ίδρυσε και διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό και τις εκδόσεις «Tραμ» στη Θεσσαλονίκη και το περιοδικό «Xάρτης» στην Αθήνα. Διατέλεσε επίσης διευθυντής σύνταξης και καλλιτεχνικός διευθυντής του περιοδικού «Tο Tέταρτο» (1985-1987). Δημοσιεύει ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, μετάφραση. Έχει λάβει δύο Κρατικά Βραβεία Διηγήματος: το 1996 για το Η ανακάλυψη της Ομηρικής και άλλες φαντασμαγορίες (εκδόσεις Ύψιλον, 1995) και το 2002 για Το μουσείο των αριθμών (εκδ. Άγρα, 2001). Το 2014 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο του έργου του. Έχει εκδώσει/συμμετάσχει/μεταφράσει δεκάδες βιβλία.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ