Αλεξάνδρα Δεληγιώργη
Η συγγραφέας Αλεξάνδρα Δεληγιώργη και (δεξιά) το εξώφυλλο του βιβλίου

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ - Θεωρία Λογοτεχνίας

1.-  Μια ίσως παράτολμη για τις μέρες μας, αλλά και αυτοδίκαια προσέγγιση της τέχνης του γραπτού λόγου και κυρίως του πεζού (πεζογραφία/δοκίμιο) –που προκύπτει από την εμπειρία της συγγραφής και την εμφανή στοχαστική διάθεση– επιχειρεί η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη στο βιβλίο της Το κόκκινο της φωτιάς (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015/2016). Κι αυτό, όπως δηλώνει η συγγραφέας, σε μια εποχή αποκαθήλωσης των ειδώλων σε μια κοινωνία χρεωμένη και παραπαίουσα, όπου ο έντεχνος πεζός λόγος μπορεί να προσφέρει το άνοιγμα της φαντασίας, του νου και της συνείδησης. Ιδιαίτερα τώρα, που έγινε πλέον σαφές ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί με μόνο στήριγμα την ιδεολογία ή τις πολιτικές πρακτικές.

2.-  Το κόκκινο της φωτιάς είναι ένα υψηλών απαιτήσεων, ίσως και προσδοκιών, βιβλίο, που προσεγγίζει τον έντεχνο πεζό λόγο και τις διαδράσεις του με τη φιλοσοφική σκέψη και το στοχασμό. Η συγγραφέας θεωρεί ότι η λογοτεχνία είναι για το στοχασμό ό,τι είναι το πείραμα για την επιστήμη. Η φιλοσοφία αναλαμβάνει να μας δείξει πού βρίσκεται η καρδιά των ανθρώπινων πραγμάτων, χωρίς να μπορεί να μας μεταφέρει εκεί, αντίθετα με τη λογοτεχνία που το μπορεί.

Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης
Αριστοτέλης (Στάγειρα 384 – Χαλκίδα 322 π.Χ.)

3.-  Η Δεληγιώργη αναφερόμενη στους Προσωκρατικούς και αντλώντας επιχειρήματα από τον Πλάτωνα και κυρίως την Ποιητική του Αριστοτέλη, φτάνει στο Περί ύψους του Λογγίνου. Αναφέρει και συγκεντρώνει τα κομβικά σημεία, για να μεταβεί στον Καντ, από όπου η διαδρομή αυτή εξακτινίζεται στην μετακαντιανή σκέψη των τελευταίων δύο αιώνων. Μια, θα έλεγα, ιδιαίτερα απαιτητική και τολμηρή προσπάθεια να μας εισάγει στη βαθύτερη γνώση του πραγματικού, που, όπως μελαγχολικά διαπιστώνει στο επιμύθιο του βιβλίου, «αντιπαλεύει τη μωρία που διψά για αίμα χυμένο άδικα…» Κάνοντας κριτική στις αντικειμενικές φορμαλιστικές θεωρίες στέκεται στον τρόπο που ο Μπαχτίν προσεγγίζει το μυθιστόρημα και συμπορεύεται με τον Νικόλαο Κάλας, διαφωνώντας με τον φορμαλισμό ενός αισθητικού αντικειμενισμού. Για να συνδέσει τις μορφές με διαδικασίες μορφογένεσης φτάνει στο νέο διαλεκτικό-επιστημονικό παράδειγμα που εισηγήθηκε ο Μπασελάρ κατά τον μεσοπόλεμο. Μ’ αυτή τη συμπόρευση φτάνει στον Ρενέ Τομ, στον Μερλό-Ποντύ και στον Κορνήλιο Καστοριάδη, που υποστηρίζουν ότι η σχέση υποκειμένου-αντικειμένου είναι διαλεκτική. Το λογοτεχνικό έργο ως αντικείμενο αποτυπώνει μέσα του το ποιείν, τον τρόπο, δηλαδή, που ο συγγραφέας μορφοποιεί το υλικό του κ.ο.κ.

4.-  Η Δεληγιώργη αντιτάσσεται, με κατηγορηματικό και υπερβάλλον σθένος, στις μηδενιστικές αντιλήψεις που επηρεάζουν και τις λογοτεχνικές θεωρίες τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα και στα χρόνια που διανύουμε. Αυτό είναι εμφανές στην –σε υψηλούς καταγγελτικούς τόνους και οργισμένη, θα έλεγα– εισαγωγή, όπου εντοπίζει και στηλιτεύει τις βίαιες αντιστροφές που παρατηρήθηκαν τα τελευταία χρόνια, υποδηλώνοντας και τις συγγένειές της με τους εκπροσώπους της σχολής της Φρανκφούρτης. Αντιστροφές, χωρίς να έχουμε συνείδηση των συνεπειών τους, που οδηγούν στη απομυθοποίηση της Ιστορίας, στην αποθέωση της Τεχνικής και στην απανθρωποποίηση της Τέχνης. Αντιστροφές –αθέατα αναποδογυρίσματα– στις αιτιώδεις σχέσεις των φαινομένων, στις αξιολογήσεις και τις ιεραρχήσεις των αξιών. Φράσεις όπως «εθισμός στη συμβατικότητα», «μετατροπή της μνήμης σε αμνησία», «από την ποιητική σε μια σημειολογική υλική αισθητική», «από την επανάσταση στα κομφόρμ», «από την επιστήμη στην τεχνική», «από την γνώση στην πληροφορία», «από την παιδεία στη μαζική κουλτούρα», αφθονούν στο βιβλίο και δίνουν το στίγμα του ύφους του.

5.-  Για τη Δεληγιώργη ο καπιταλιστικός καταμερισμός εργασίας νομιμοποίησε τους διαχωρισμούς-δυισμούς και εν τέλει την αποψίλωση της σκέψης μέσω της εξειδίκευσης. Η μηχανιστική σκέψη του 17ου και 18ου αιώνα, ανάγοντας τη φύση σε ύλη και την ύλη σε ποσοτικά μεγέθη, απέκλεισε τη μορφή.

Ο φιλόσοφος Καντ
Immanuel Kant (1724-1804)

Όμως ο Ιμμάνουελ Καντ με το Β΄ μέρος της Κριτικής της κριτικής δύναμης εντέλει δέχτηκε ότι η μορφή στη φύση είναι δεδομένη (μορφογενέσεις, ύλη+μορφή) και όχι αποκύημα της φαντασίας, προχωρώντας από την ντετερμινιστική προσέγγιση των φυσικών φαινομένων, σε μια τελολογική προσέγγιση της φύσης, ως δύναμης που γεννά μορφές. Με το ερώτημα για το οὗ ἕνεκα (προς τι; για ποιο λόγο;) απελευθερώνονται πνευματικές δυνάμεις για την κατανόηση των ανθρώπινων πραγμάτων.

Ο φιλόσοφος Χέγκελ
Georg Wilhelm Friedrich Hegel (1770-1831) – πορτρέτο του Schlesinger το 1831

Η Δεληγιώργη συνδέει τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις της τέχνης και φυσικά της λογοτεχνίας με τον νέο τρόπο σκέψης που εισήγαγαν ο Καντ και οι Χέγκελ, Μαρξ, Νίτσε τον 19ο αιώνα, διερευνώντας θεματικά όχι μόνο τη φυσική νομοτέλεια των ντετερμινιστών, που αποβλέπει στον έλεγχο, αλλά και την ελευθερία που αντιτάσσεται στη νομοτέλεια. Προτάσσει, στη λογοτεχνία, την ελευθερία, τις χειραφετικές διεργασίες που αντιτάσσονται στους μηχανισμούς χειραγώγησης που προωθεί το ηγεμονικό θετικιστικό παράδειγμα.

Ο φιλόσοφος Καρλ Μαρξ
Karl Marx (1818-1883)

Ο Καντ και οι μετακαντιανοί Φίχτε [Fichte, 1762-1814],  Σέλλινγκ [Schelling, 1785-1854],  Χέγκελ [Hegel, 1770-1831], Μαρξ [Marx, 1818-1883], Νίτσε [Nietzsche, 1844-1900] διεύρυναν τη σκέψη ώστε να λειτουργεί ως μορφοποιητική δύναμη, όπως είναι στην ουσία και η τέχνη.

Φρήντριχ Νίτσε
Friedrich Nietzsche (1844-1900)

Ο 19ος αιώνας υπήρξε ένα είδος αντιδραστήρα για την ενεργοποίηση αυτού του νέου τρόπου σκέψης «που συλλαμβάνει και διαυγάζει τα φυσικά και τα ανθρώπινα πράγματα ως συζεύξεις και αλληλεπιδράσεις ταυτότητας και ετερότητας, ποιού και ποσού, ύλης και μορφής, μορφής και περιεχομένου». Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, παράλληλα με την αλματώδη ανάπτυξη της επιστήμης, εμφανίζεται και ο Μοντερνισμός στη λογοτεχνία που διαχύθηκε σε όλα τα είδη της τέχνης. Το μοντερνιστικό πνεύμα σφράγισε, με τις παρεκκλίσεις και υπερβάσεις του, το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Αυτές μηρυκάζουμε, σύμφωνα με τη συγγραφέα, εδώ και δεκαετίες.

~.~

Οι δύο όχθες  

6.-  Η Δεληγιώργη επιχειρεί, όχι μόνο με Το κόκκινο της φωτιάς αλλά και σε προηγούμενά της βιβλία, όπως το Καιρός (Σύγχρονοι προβληματισμοί για έναν καλύτερο κόσμο) (εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2008), υπό το πρίσμα ενός μετεξελισσόμενου Φροϋδο-Μαρξισμού, να συνεχίσει μια παράδοση που επικεντρώνεται στην ορμή της ζωής και ανιχνεύει τις ρωγμές του καπιταλισμού των δύο τελευταίων αιώνων, μέσα από τις οποίες μπορεί να διαφανεί μια δυνατότητα μετασχηματισμού σε ένα καλύτερο σύστημα για ένα καλύτερο κόσμο.

Νικόλαος Κάλας
Ο ποιητής Νικόλας Κάλας / Νικήτας Ράντος – ορθώνυμο: Νικόλαος Καλαμάρης (1907-1988)

Ερνστ Μπλοχ
Ernst Bloch (1885-1977)

Στις όχθες του ποταμού της ζωής, έχει γράψει, έχουν αντιπαραταχθεί από τη μία ο (γερμανός νεομαρξιστής φιλόσοφος) Ερνστ Μπλοχ (Ernst Bloch, 1885-1977), ο φιλόσοφος Κώστας Παπαϊωάννου (1925-1981), ο Νικόλας Κάλας (που είναι η διαρκής αναφορά της Δεληγιώργη, το δε δοκίμιό της Ά-νοστον ήμαρ, Οδοιπορικό της σκέψης του Νικόλα Κάλας, θα επανεκδοθεί με προσθήκες) και ο Κορνήλιος Καστοριάδης.

Ο φιλόσοφος Καστοριάδης
Ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης (1922-1997)

Αυτοί, ως μοντερνιστές διανοητές, υποστηρίζουν μια οντολογική-επιστημονική προσέγγιση της υποκειμενικότητας –στη σχέση της με την αντικειμενικότητα και την οικουμενικότητα– που διαυγάζει όλες εκείνες τις ακαθόριστες δυνάμεις του ασυνειδήτου που καθορίζουν τις πράξεις μας. «Αυτός είναι ένας τρόπος για να ελπίσουμε βάσιμα σε ένα μέλλον όχι μόνο διαφορετικό αλλά και καλύτερο». Στην ίδια όχθη κινούνται και λογοτέχνες που πετυχαίνουν ασυνείδητες ή συνειδητές μορφογενέσεις που εμφιλοχωρούν στις πράξεις και τα βιώματα των ηρώων τους. Αυτοί οι μοντερνιστές συγγραφείς, διατείνεται η Δεληγιώργη, μας αποκαλύπτουν έναν κόσμο που είναι αδύνατον να κατανοήσουμε χωρίς εμβάθυνση. Εμβαθύνουν μορφοποιώντας το άμορφο/το τίποτα σε κάτι που δεν βλέπαμε, ενώ, χάρη στον συγγραφέα και όσα κάνει, το βλέπουμε. Σ’ αυτή την όχθη του ποταμού βρίσκεται και η Δεληγιώργη, αυτή την παράδοση υπερασπίζεται και υποστηρίζει – μια παράδοση που πατάει στον Μοντερνισμό και τον Υπερρεαλισμό και φτάνει κριτικά στο σήμερα.

Χάιντεγκερ
Ο φιλόσοφος Martin Heidegger (1889-1976)

Ζακ Λακάν
Ο ψυχαναλυτής Jacques Lacan (1901-1981)

Στη άλλη όχθη βρίσκεται ο Χάιντεγκερ [Heidegger, 1889-1976], ο Λακάν [Lacan, 1901-1981] και οι άλλοι που ακολουθούν: η φιλοσοφία τους εκφράζει τον μηδενισμό που εκλύει το αίσθημα της αγωνίας και τον φόβου του θανάτου και όλα τα συμπαρομαρτούντα αυτών.

7.-  Η Δεληγιώργη αρνείται τη γλωσσική θεωρία της λογοτεχνίας, γιατί, στο πλαίσιο μιας αισθητικής της πρόσληψης, ανάγει τον έντεχνο πεζό λόγο σε σύνολο γλωσσικών σημείων. Ο αναγνώστης και ο κριτικός μπορούν να κάνουν παρατηρήσεις σχετικές με το ύφος, τη σύνταξη ή τις τεχνικές της γραφής, αλλά αποτρέπονται από το να δώσουν ερμηνείες στο έργο με βάση το θέμα του (μορφή+περιεχόμενό του), τέτοιες που να φωτίζουν το νόημα –ή το μη νόημα– και τη σημασία του για την εποχή στην οποία γράφεται. Οι θεωρίες της λογοτεχνίας μετά το 1970 έδωσαν κυρίαρχο βάρος στη φραστική διατύπωση. Όμως κατά τον Αριστοτέλη η «λέξις» είναι μόνο η μία από τις πηγές της λογοτεχνικότητας, προηγούνται –σε σειρά κατάταξης– η διάνοια, το ύφος, τρίτη έρχεται η λέξις, και ακολουθούν η όψις και η μελοποιία. Αργότερα ο Λογγίνος [«Διονύσιος ή Λογγίνος», άγνωστος συγγραφέας του Περί ύψους, πρώτο μισό 1ου αιώνα μ.Χ.] πρόσθεσε το γενναίο πάθος και τη δύναμη της σύνθεσης.

Οι νέες θεωρίες της λογοτεχνίας προκάλεσαν σύγχυση και ερήμωση στη λογοτεχνία της μεταμοντέρνας περιόδου. Περιόρισαν τον έντεχνο λόγο στη γλώσσα, τη γλώσσα στη γραφή και τη γραφή στην κειμενικότητα, χωρίς να προβληματίζονται για το περιεχόμενο και το νόημα. Με αυτό τον τρόπο η αισθητική αξία των λογοτεχνικών έργων μεταφέρθηκε σε συντακτικούς και υφολογικούς τρόπους. Επιπρόσθετα, νομιμοποίησαν έναν «ύπουλο» διαχωρισμό: αυτόν της γλώσσας από τη σκέψη.

~.~

Το κόκκινο της φωτιάς - εξώφυλλο8.-  Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη έβαλε τον πήχη ψηλά με το βιβλίο της, με πιθανό αποτέλεσμα να μπορεί να μετρά τους άλτες και τους κριτές που θα επιχειρήσουν να συμμετάσχουν στο αγώνισμα της ανάγνωσής του. Οι κριτές είναι διαρκώς κρινόμενοι στο βιβλίο της, κι έτσι «ο αληθινός κριτικός που αντιτάσσει στο κύρος της αυθεντίας του την αυθεντικότητα του κρινόμενου βιβλίου» μάλλον αναζητείται. Εκτιμώ, πως όσοι αναγνώστες επιχειρήσουν να το διαβάσουν με συνέπεια, στο τέλος θα εισπράξουν την αίσθηση ικανοποίησης που παρέχουν οι απαιτητικοί πνευματικοί στόχοι. Φυσικά δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται κανείς με τις απόψεις της/του (όποιου) συγγραφέα, όμως η ταξινόμηση της γνώσης γύρω από αυτά τα θέματα, για τόσο μακροχρόνιες δυναμικές διαδικασίες στο πεδίο της σκέψης και της γραφής είναι ενδιαφέρον ταξίδι. Εάν δε η ίδια η διατύπωση ήταν λίγο πιο readerfriendly, χωρίς να κάνει βέβαια εκπτώσεις σε ό,τι διατυπώνει, τότε το ταξίδι θα ήταν πιο ξεκούραστο – ενώ τώρα υπήρχαν κάποιες αναταράξεις. Σε κάθε περίπτωση αξίζει έπαινος στην Αλεξάνδρα Δεληγιώργη για αυτό το συναρπαστικό, απαιτητικό και χρήσιμο –και για τη βιβλιογραφία– απονενοημένο τόλμημά της σε μια εποχή που οι προβληματισμοί περί ενός καλύτερου κόσμου είναι ντεμοντέ. Η πολιτική ρητορική, βέβαια, αναφέρεται σε αυτόν ανερυθρίαστα, γιατί με το ΘΑ βγάζει το ψωμί της… Η συγγραφέας σχολιάζει ότι και τον Μαρξ πολλοί τον επικαλούνται, λίγοι τον μελετούν.

Βίλχελμ Ράιχ
Wilhelm Reich (1897-1957)

9.-  Η προσπάθεια της Δεληγιώργη να αποδείξει αυτονόητα κατ’ αυτήν πράγματα, τον άρρηκτο δεσμό της γλώσσας με τη σκέψη και την αναφορά της στα πράγματα, κι ότι δεν διαχωρίζεται η στοχαστική σκέψη από τη λογοτεχνική αφήγηση, με παρέπεμψε στην αγωνία του Βίλχελμ Ράιχ [ο αυστριακός ψυχαναλυτής Wilhelm Reich, 1897-1957] στο βιβλίο Ο Φρόιντ και εγώ. O Ράιχ, ενώ μιλούσε σε αμερικανίδα δημοσιογράφο για αυτονόητα –κατ’ αυτόν– πράγματα, διαρκώς ρωτούσε: «Μήπως δεν με καταλάβατε;», «Μήπως δεν είμαι σαφής;», «Μήπως θέλετε να τα ξαναπώ;», γιατί δεν μπορούσε να εννοήσει πού μπερδεύονται τα πράγματα με αποτέλεσμα το μπούλινγκ που είχε υποστεί. Άλλωστε, η Δεληγιώργη, στο Παράρτημα του παρόντος βιβλίου, με την εξαιρετική προσέγγισή της στο μεγάλο μυθιστόρημα του Θερβάντες υπό τον τίτλο «Θερβάντες: Ο Δον Κιχώτης στην εποχή του και στη δική μας», μας δείχνει ότι γνωρίζει πολύ καλά τις παραμέτρους του δονκιχωτισμού. Με μια εξομολογητική διάθεση η συγγραφέας αναφέρει, ότι στο μυθιστόρημά της Γυναίκες ή σκοτεινή ύλη (εκδ. Κέδρος, 2004) η ηρωίδα της Δωροθέα φιλοδόξησε να γίνει ένας θηλυκός Δον Κιχώτης, κι ότι κατέφυγε στον δονκιχωτικό μύθο γιατί «η απογύμνωση του αισθήματος στους δικούς μας καιρούς συνδέεται με την αδιέξοδη διαφυγή της γυναίκας στην υποταγή και στη συνέχεια στη μίμηση των ανδρώνκι ότι οι γυναίκες χρειάζεται να κατακτήσουν τη δυνατότητα της απόλυτης διάθεσης». Γεννάται όμως ένα ερώτημα, έστω και ρητορικό, περί μιας ηρωίδας ως θηλυκού Δον Κιχώτη. Με την ιπποσύνη ως ιδανικό, ο Δον Κιχώτης ζητούσε –εκτός των άλλων– την καταξίωση και την αποδοχή στα μάτια της Δουλτσινέας. Στην περίπτωση της Δωροθέας τον ρόλο της Δουλτσινέας ποιος θα τον έχει; Αυτά τα τερετίσματα πόσο αφίστανται του κόσμου των ιδεών;

10.-  Κατά τα άλλα, η Δεληγιώργη έχοντας ως συνειδητό ή απωθημένο μέλημά της να είναι συνεπής στη γενικότερη θέση από όπου θεάται τα πράγματα (φιλοσοφικά, εντέλει και πολιτικά, έστω κι αν προέχει η κριτική στάση), δεν ήταν δυνατόν να αποφύγει το στρογγύλεμα και το στανικό, έστω κι αν αυτό δεν είναι άμεσα διακριτό στο ύφος της γραφής της. Αυτό, βέβαια, είναι και απόρροια της σύμπτυξης. Δεν είναι δυνατόν –με τον απαιτητικό, μάλιστα, τρόπο που επέλεξε η συγγραφέας– σε περίπου 210 σελίδες να διατρέξεις και να τεκμηριώνεις, χωρίς να αφήνεις υπόλοιπα, ό,τι ταλανίζει τη σκέψη και τη γραφή ως σήμερα. Φυσικά το γνωρίζει η συγγραφέας. Γι’ αυτό στο οπισθόφυλλο του βιβλίου αναφέρει: «[…] το δοκίμιο αυτό ανοίγεται από την Αισθητική της πρόσληψης σε μια Ποιητική της συγγραφής που η καταγωγική ρίζα της εντοπίζεται στην Ποιητική του Αριστοτέλη, στο Περί Ύψους του Λογγίνου και στις στοχαστικές μεταστοιχειώσεις τους μέσα στη σύγχρονη σκέψη». Παρέθεσα όλη την πρόταση, γιατί η Δεληγιώργη αυτό ακριβώς κάνει, ενώ ήθελα να κρατήσω μόνο τη λέξη δοκίμιο. Ο πλήρης τίτλος του βιβλίου όμως είναι: «Το κόκκινο της φωτιάς – Μικρό εγχειρίδιο λογοτεχνίας». Απορητική για μας και μάλλον παιγνιώδης η διάθεση της συγγραφέως ως προς το τι εντέλει είναι το βιβλίο. Υποθέτω ότι θα ήθελε να είναι εγχειρίδιο με την άλλη σημασία της λέξεως: μικρό μαχαίρι, στιλέτο – με το οποίο θα ήθελε να κάνει εγχείρηση (χειρουργική επέμβαση με κοφτερό όργανο για θεραπευτικό σκοπό) και να αφαιρέσει το καρκίνωμα του αρνητικού μηδενισμού… Οι καρκίνοι όμως, ως γνωστόν, κάνουν μεταστάσεις και επανέρχονται ενίοτε δριμύτεροι, άσε που οι εγχειρήσεις αφήνουν ουλές στο σώμα του ασθενούς. Τότε η μνήμη, που ως γνωστόν είναι ο πιο δόλιος οδηγός, διαστέλλει παρανοϊκά την οδύνη του παρόντος, ενώ το μέλλον, προς το οποίο όλα δραπετεύουν της ζωής, κλαίει έστω κι αν κάποτε γελάει κιόλας. Κλείνω κάπως ποιητικά την προσέγγισή μου στο βιβλίο Το κόκκινο της φωτιάς της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, μιας και το βιβλίο αναφέρεται στην ποιητική του πεζού λόγου, όχι όμως στην ποίηση…

~.~

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη
Το κόκκινο της φωτιάς
(Μικρό εγχειρίδιο λογοτεχνίας)
Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015/2016
σελ. 282
ISBN 978-960-576-451-7

Ο Ζαχαρίας Σώκος είναι δημοσιογράφος, παραγωγός ραδιοφωνικών & τηλεοπτικών εκπομπών και ποιητής.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ