Δέντρα που λυγίζει ο άνεμος
φωτο: Bernard Plossu

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ & ΠΟΙΗΣΗ

Πρωτοχρονιάτικα ποιήματα (6): «Ποίημα για το νέο έτος» του Τζον Άσμπερυ
(Μετάφραση του Βασίλη Παπαγεωργίου για το αφιέρωμα στην ποίηση των Χριστουγέννων & της Πρωτοχρονιάς)

ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ

Κάποτε, έξω στο νερό και στο καθαρό λυκόφως των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα,
ζήτησες από τον χρόνο να σταματήσει να κυλά. Αν οι ευχές μπορούσαν να προκαλέσουν κάτι περισσότερο από αναφιλητά,
αυτή θα ήταν η ευχή μου για σένα, αγάπη μου, άγγελέ μου. Άλλες όμως
αρχές υπερισχύουν σ’ αυτό το σκυθρωπό καταφύγιο, έτσι δεν είναι; Αν πρόκειται για κάτι τέτοιο.

Ο άνεμος τότε έπεσε από μόνος του.
Βγήκαμε έξω και είδαμε ότι είχε πράγματι συμβεί.
Η εποχή ήταν ακίνητη, άγρυπνη. Πόσο ήρεμη ήταν η σταγόνα
στο κλωνάρι δεν το γνωρίζω. Έρχομαι καλά
πακεταρισμένος και γαλήνιος, αλλά χάνω συνεχώς πράγματα,

έχω απορίες για την Αυστραλία. Μοιάζει καθόλου με τον Καναδά;
Τα περιστέρια φτερουγίζουν; Υπάρχει κάποια παραδοξότητα εκεί που να συμπληρώνει
αυτήν μέσα μου; Ή πρέπει να ξαναμάθω το σύστημά μου για αρχειοθέτηση;
Μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι οι άλλοι θα μας καταγγείλουν,
οι οποίοι μας βλέπουν μόνο τη βραδινή ώρα αιχμής
και δεν σταματούν ποτέ να σκεφτούν; Ω, ήμουν τόσο χαρούμενος για σένα
κάποτε, πουλί μου μελωδικό. Τώρα τα θυσιασμένα βούρλα
στον παγωμένο βάλτο είναι σχεδόν τα μόνα για τα οποία έχω χρόνο.
Οι μέρες είναι τόσο πολωμένες. Ο ίδιος ο χρόνος όμως είναι εκτός κέντρου.
Τουλάχιστον έτσι το αισθάνομαι.

Το ξέρω τόσο καλά όσο όλους τους δρόμους στον χάρτη της φανταστικής μου
βιομηχανικής πόλης. Έχει όμως τον τρόπο του να ξεγλιστρά.
Ποτέ δεν υπήρχε κάποια πληρότητα που επρόκειτο να επιτευχθεί·
περίμενες στη σειρά για διάφορα πράγματα και το λεκιασμένο φως ήταν
αμετανόητο. Αιχμηρό ήταν ένα επίθετο που μου ήρθε στον νου,

όμως παρά τα ανυψωμένα ή χαμηλότερα επίπεδά του πλησιάζω αυτό το κανάλι.
Ο χρόνος του ήταν σωστός τον χειμώνα. Υπήρχε καπνός από πίπες
σε καφέ και έξω το μεγάλο σταχτί πουλί
ξεχυνόταν από γραμμένες βιτρίνες και περίμενε
λίγο πιο πέρα. Άλλη μια ευκαιρία. Δεν έγινε ποτέ χειρονομία.

John Ashbery (Τζον Άσμπερυ, 1927-2017), Hotel Lautréamont, 1992
μετάφραση (για την Αποικία): Βασίλης Παπαγεωργίου

~.~

POEM AT THE NEW YEAR  

Once, out on the water in the clear, early nineteenth-century twilight,
you asked time to suspend its flight. If wishes could beget more than sobs,
that would be my wish for you, my darling, my angel. But other
principles prevail in this glum haven, don’t they? If that’s what it is.

John Ashbery
John Ashbery

Then the wind fell of its own accord.
We went out and saw that it had actually happened.
The season stood motionless, alert. How still the dropp was
on the burr I know not. I come all
packaged and serene, yet I keep losing things.

I wonder about Australia. Is it anything about Canada?
Do pigeons flutter? Is there a strangeness there, to complete
the one in me? Or must I relearn my filing system?
Can we trust others to indict us
who see us only in the evening rush hour,
and never stop to think? O, I was so bright about you,
my songbird, once. Now, cattails immolated
in the frozen swamp are about all I have time for.
The days are so polarized. Yet time itself is off-center.
At least that’s how it feels to me.

I know it as well as the streets in the map of my imagined
industrial city. But it has its own way of slipping past.
There was never any fullness that was going to be;
you waited in line for things, and the stained light was
impenitent. ‘Spiky’ was one adjective that came to mind,

yet for all its raised or lower levels I approach this canal.
Its time was right in winter. There was pipe smoke
in cafés, and outside the great ashen bird
streamed from lettered display windows, and waited
a little way off. Another chance. It never became a gesture.

John Ashbery (1927-2017)

~~..~~

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ