Από στήλη

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ

«Ἕλληνες ἀεί παῖδές ἐστε…»
Πλάτων (Τίμαιος, 22b)

~.~

Όταν ξεπεζεύουν από τ’ άλογα, ευθύς αρχίζουν να κουτσαίνουν. Στα πρώτα βήματα προς τα κει, βλαστημούν την αναπηρία τους. Σιγανά όμως, ίσια να υγραίνεται απ’ τα σάλια το μουστάκι. Είναι η δική τους πρόφαση για να λιποτακτούν αμέριμνοι, σείοντας σημαιάκια στις παρελάσεις.

(Αν και παλιά, πριν τη συνθηκολόγηση, ήτανε όλοι τους ναυτίλοι. Επί πτερύγων ανέμων ο βίος τους – αν και συχνά κατά φαντασίαν, αλλά το ίδιο κάνει.)

Ιδέστε τα μαλλιά τους – τι ακατάστατα αλλιώς. Περίπου όπως στροβιλίζεται ο ατμός, που ούτε είναι ούτε δεν είναι. Αραιά και πού, στις διασταυρώσεις, φαίνεται ολόκληρο και το κεφάλι τους. Φαιό. Με μια ουλή στεγνή στο μέτωπο. Έχουν ξεχάσει προ πολλού το πώς και το γιατί, απλώς την περιφέρουν. Άμα συναντηθούν τα βλέμματά σας, θα ’ναι λοξά, όπως το ύπουλο ξυράφι. Έτσι κοιτάνε. Είναι γιατί ψηλάφισαν χρυσάφια κι αίματα, κι έπεσαν με τα μούτρα και στα δύο. Ζάρες πολλές, δεσμοί γόρδιοι, χρησμοί που ερμηνεύτηκαν με καθυστέρηση. Και βρύα να εμφιλοχωρούν παντού, γιατί από κοντά η όψη τους θυμίζει ερείπια ναού, αρχές Φεβρουαρίου. Αυτό που ακούγεται το απόγευμα μαζί με τον αυλό είναι ο τρόπος που βελάζουν.

«Είναι που είμαστε παιδιά», δικαιολογούνται το πρωί μπροστά στη Σφίγγα τους. «Γι’ αυτό δεν κάναμε παιδιά. Είμαστε εμείς παιδιά του εαυτού μας».

Πράγματι, ίσαμε το σούρουπο, έχουν γδαρθεί στα γόνατα, έχουν βραχνιάσει. Βγαίνουν μητέρες, τους φωνάζουνε να μαζευτούν. Μυρίζει κάρβουνο παντού και γάλα. Δένουνε τ’ άλογα σ’ ένα παλούκι, μπαίνουν στητοί, δεν κάνει να κουτσαίνουνε μπροστά στην Ιοκάστη.

(Αν και… επί πτερύγων…)

Κακοί γονείς κακών παιδιών. Καθρέφτες που σκοντάφτουν σε καθρέφτες. Λίγο πριν ανατείλει η πανσέληνος, αρπάζονται από έναν φτενό ώμο. Εξαφανίζονται, τυφλοί, στην ανηφόρα με τις ιερές δρύες. Δεν θα λείψουν σε κανέναν.

~~..~~

Ο Πάνος Σταθόγιαννης είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ