Παράθυρο παλιού σπιτιού σε πέτρινο τοίχο
φωτο: Αλέξιος Μάινας

ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

ΤΟ ΠΟΥΛΑΚΙ 

Κάτι με τριγύριζε να γράψω, μα διάβηκε σαν τον ατμό,
σε άλλο τόπο θαρρείς αόρατο, ή κάπου μέσα μου σαν σε χοάνη,
βυθίστηκε σε ομίχλη πυκνή∙
απόμεινα αργός.

Προσμένοντας, καταπιάστηκα με έργο αλλονών.
Προσπάθησα ν’ αφουγκραστώ τη σιωπή ενός ποιήματος,
ξεχώρισα τις μουσικές του νότες,
είδα ένα πουλί να παρουσιάζεται και να χάνεται.
Έκοψα με το ψαλίδι ένα χαρτόνι χελιδόνι
και το άφησα να πετάξει.
Ακατανόητα πράγματα και άχρηστα.

Πέφτει το φως της μέρας στη σελίδα
και προβάλλει πάνω της αχνά η σκιά του χεριού.
Ένα είδος σιγής με κατοικεί σφαδάζουσας,
κάτι τρομαχτικό συμβαίνει που δεν το νιώθει κανείς.

Παρεμβάλλονται τόσα στρώματα ενδιάμεσα, τόσοι θάνατοι,
τόσες οιμωγές, τόσες καταβυθίσεις, τόση αχλή,
τα πρόσωπα ξεθωριάζουν.

Κι όμως ο μίσχος της ανεμώνας ψιθυρίζει
καθώς τη σείει η ψυχρή του πρωινού αύρα,
ο καφές στο φλυτζάνι κρυώνει αργά,
τα πράγματα πάνω στο τραπέζι κρατούν την ανάσα τους,
η μέρα δε φανέρωσε ακόμη την αγάπη της.

Τα μάτια μου κλείνουν. Ξυπνώ πρωί νυσταγμένος.
Το σπίτι παραδομένο στην ησυχία της νύχτας
που κάπου μέσα της κρύβει ένα κομματάκι ανησυχίας,
ανακατεμένο με ρέμβη, καημό και ονειροπόληση.

Τα νεύματα των αγγέλων αγνώριστα
βουβά
αγγίζουν μόλις τις σκεπές των σπιτιών
(όσες απόμειναν)
υψωμένοι χαρταετοί.

Μια σειρήνα σχίζει τον αέρα, ξεσηκώνει τη γειτονιά,
άθλιος ήχος μεγαφώνου, μιλούν σκιάχτρα,
διαλαλούν πραμάτειες;

Λαλιά πουλιού. Ανεπαίσθητα, ψιθυριστά,
σχεδόν σαν μέσα στο κεφάλι μου,
σταθερή επανάληψη, διακοπή, αναμονή.
Από κάπου ξετρυπώνουν, πηδούν, πετούν, τρέχουν,
τρεμίζουν, αεικίνητα σώματα, κινούμενα φτερά,
ένα ματάκι φωτογραφίζει, δυο ποδαράκια
ξύνουν χώμα και κλαδιά, ράμφη ανάποδα, τρυπούν, κεντούν
–χιλιοτρύπητο λαγήνι– τσιμπήματα, κελαηδοφωνές,
άσπρη χνουδωτή κοιλιά, μπαμπάκι από κλαδί σε κλαδί,
μαλακές ανάσες, τι κι αν ραγίζει η καρδιά,
ένα πουλάκι παίρνει την πνοή σου,
γράφει τόξο στον ουρανό και στη γυρίζει.

Κοιτάζεις.

(Παρασκευή πρωί, 18 Φεβρουαρίου 2005 
Καθαρογράφτηκε χωρίς διορθώματα Σεπτέμβριο του 2006 
Αλλαγή δύο λέξεων Μάρτιος 2015)

~.~

ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
(στον Μάουρο και τη Γιασμίν) 

Δίφυλλη σείεται η κουρτίνα στο μισοσκόταδο
κι ακούγεται –περασμένες δύο– το μοτεράκι να κόβει τη σιγαλιά κομμάτια
κι ύστερα να την παραδίδει ξανά στην αίσθηση, ατόφια,
πλάι στο φλοίσβιμα, πλάι στις κούφιες ή ολόκληρες σταγόνες.

Σπιθίζοντας τα κύματα χτυπούν το βράχο ή τον γλύφουν,
αν κατεβείς τα εβδομήντα ορθοστημένα σκαλιά, με κρεμασμένα πάνω
απ’ το κεφάλι σου, ολόφωτα, τη Μικρή και τη Μεγάλη Άρκτο.

Φυσάει.

Παίζει ο αέρας με φύλλα, δέντρα, νερά, ανεβαίνει τη σκάλα,
στρίβει στο μονοπάτι, με το βαμμένο σκουροκόκκινο μαντράκι,
τυλίγει το κοιμισμένο σπίτι, δίπατο με μια σκαλίτσα τόση δα
να φέρνει στο κάτω δώμα. Στο ταβάνι δοκάρια-φύλακες,
μην αποχτήσει εκείνη την ασπρωπή ακινησία των ασύλων.

Πουθενά αυτοί οι τεζαρισμένοι τοίχοι των εν Αθήναις διαμερισμάτων.
Εδώ το μάτι φωτίζει λακκουβίτσες, γυμνάζεται η αφή κι η όραση,
διακρίνεις σχήματα, ρωγμές, πατημασιές θαρρείς γιγάντιες,
που σου θυμίζουν εποχές προγόνων.

Με μια απλή χειρονομία, ο χτίστης φόρεσε πάνω από τον διακόπτη
ένα κεραμιδάκι
να υποδέχεται ξένους και σπιτικούς δροσερό.

Και μ’ όλη τη στέρεα πέτρα, των ανθρώπων οι ιδρώτες καταπλάσματα,
δεν τους ξεπλένουν τα νερά, κρεμασμένες οι ψυχές στ’ αστέρια
γλιστρούν και πέφτουν.

Πέλαγος που μας αγναντεύεις, σκύψε στα σωθικά σου
κι αφουγκράσου τη μεγάλη βουή που ολοζυγώνει.

Ντυμένη στα μαύρα η νύχτα, δεν μιλά.

(Ύδρα, νύχτα 6ης προς 7ης Αυγούστου 199…)

~~..~~

Ο Σωτήρης Γουνελάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Παρακολούθησε στο Παρίσι μαθήματα γαλλικής και ελληνικής φιλολογίας (1970-1976) και στράφηκε σε αναζητήσεις στον χώρο της φιλοσοφίας. Συνεργάστηκε με το περιοδικό Σύναξη, από το 1986-1997 ως υπεύθυνος έκδοσης. Επιμελείται τη σειρά Γέφυρες των εκδόσεων Αρμός. Γράφει ποίηση και δοκίμιο και μεταφράζει. Πρόσφατα βιβλία του: Κριτική σπουδή στο έργο του Χρήστου Μαλεβίτση (εκδ. Αρμός, 2016), Διάπλους (ποιητικές συνθέσεις, εκδ. Αρμός, 2016).
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ