Πόδια γυναίκας σε είσοδο παλιού σπιτιού
μετα-φωτο: Αλέξιος Μάινας

ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ: κεφαλές γ' και δ'

Απόδοση στη Νέα Ελληνική:  Κώστας Καβανόζης  

(Της Βίκυς)

 

Ἐπὶ κοίτην μου ἐν νυξὶν ἐζήτησα ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου· ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν· ἐκάλεσα αὐτόν, καὶ οὐχ ὑπήκουσέ μου.

ἀναστήσομαι δὴ καὶ κυκλώσω ἐν τῇ πόλει, ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ ἐν ταῖς πλατείαις, καὶ ζητήσω ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου. ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν.

εὕροσάν με οἱ τηροῦντες, οἱ κυκλοῦντες ἐν τῇ πόλει. μὴ ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου ἴδετε;

ὡς μικρὸν ὅτε παρῆλθον ἀπ᾿ αὐτῶν, ἕως οὗ εὗρον ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου· ἐκράτησα αὐτὸν καὶ οὐκ ἀφῆκα αὐτόν, ἕως οὗ εἰσήγαγον αὐτὸν εἰς οἶκον μητρός μου καὶ εἰς ταμιεῖον τῆς συλλαβούσης με.

ὥρκισα ὑμᾶς, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, ἐν ταῖς δυνάμεσι καὶ ἐν ταῖς ἰσχύσεσι τοῦ ἀγροῦ, ἐὰν ἐγείρητε καὶ ἐξεγείρητε τὴν ἀγάπην, ἕως ἂν θελήσῃ.

 

 

Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα ἀπὸ τῆς ἐρήμου ὡς στελέχη καπνοῦ τεθυμιαμένη σμύρναν καὶ λίβανον ἀπὸ πάντων κονιορτῶν μυρεψοῦ;

ἰδοὺ ἡ κλίνη τοῦ Σαλωμών, ἑξήκοντα δυνατοὶ κύκλῳ αὐτῆς ἀπὸ δυνατῶν Ἰσραήλ,

πάντες κατέχοντες ῥομφαίαν, δεδιδαγμένοι πόλεμον, ἀνὴρ ῥομφαία αὐτοῦ ἐπὶ μηρὸν αὐτοῦ ἀπὸ θάμβους ἐν νυξί.

φορεῖον ἐποίησεν ἑαυτῷ ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν ἀπὸ ξύλων τοῦ Λιβάνου·

στύλους αὐτοῦ ἐποίησεν ἀργύριον καὶ ἀνάκλιτον αὐτοῦ χρύσεον· ἐπίβασις αὐτοῦ πορφυρᾶ, ἐντὸς αὐτοῦ λιθόστρωτον, ἀγάπην ἀπὸ θυγατέρων Ἱερουσαλήμ.

θυγατέρες Σιών, ἐξέλθατε καὶ ἴδετε ἐν τῷ βασιλεῖ Σαλωμὼν ἐν τῷ στεφάνῳ, ᾧ ἐστεφάνωσεν αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ ἐν ἡμέρᾳ νυμφεύσεως αὐτοῦ καὶ ἐν ἡμέρᾳ εὐφροσύνης καρδίας αὐτοῦ.

~.~

Ἰδοὺ εἶ καλή, ἡ πλησίον μου, ἰδοὺ εἶ καλή. ὀφθαλμοί σου περιστεραὶ ἐκτὸς τῆς σιωπήσεώς σου. τρίχωμά σου ὡς ἀγέλαι τῶν αἰγῶν, αἳ ἀπεκαλύφθησαν ἀπὸ τοῦ Γαλαάδ.

ὀδόντες σου ὡς ἀγέλαι τῶν κεκαρμένων, αἳ ἀνέβησαν ἀπὸ τοῦ λουτροῦ, αἱ πᾶσαι διδυμεύουσαι, καὶ ἀτεκνοῦσα οὐκ ἔστιν ἐν αὐταῖς.

ὡς σπαρτίον τὸ κόκκινον χείλη σου, καὶ ἡ λαλιά σου ὡραία, ὡς λέπυρον ῥοᾶς μῆλόν σου ἐκτὸς τῆς σιωπήσεώς σου.

ὡς πύργος Δαυΐδ τράχηλός σου, ὁ ᾠκοδομημένος εἰς θαλπιώθ· χίλιοι θυρεοὶ κρέμανται ἐπ᾿ αὐτόν, πᾶσαι βολίδες τῶν δυνατῶν.

δύο μαστοί σου ὡς δύο νεβροὶ δίδυμοι δορκάδος οἱ νεμόμενοι ἐν κρίνοις. ἕως οὗ διαπνεύσῃ ἡμέρα καὶ κινηθῶσιν αἱ σκιαί, πορεύσομαι ἐμαυτῷ πρὸς τὸ ὄρος τῆς σμύρνης καὶ πρὸς τὸν βουνὸν τοῦ Λιβάνου.

ὅλη καλὴ εἶ, πλησίον μου, καὶ μῶμος οὐκ ἔστιν ἐν σοί.

δεῦρο ἀπὸ Λιβάνου, νύμφη, δεῦρο ἀπὸ Λιβάνου· ἐλεύσῃ καὶ διελεύσῃ ἀπὸ ἀρχῆς πίστεως, ἀπὸ κεφαλῆς Σανὶρ καὶ Ἐρμών, ἀπὸ μανδρῶν λεόντων, ἀπὸ ὀρέων παρδάλεων.

ἐκαρδίωσας ἡμᾶς, ἀδελφή μου νύμφη· ἐκαρδίωσας ἡμᾶς ἑνὶ ἀπὸ ὀφθαλμῶν σου, ἐν μιᾷ ἐνθέματι τραχήλων σου.

τί ἐκαλλιώθησαν μαστοί σου, ἀδελφή μου νύμφη; τί ἐκαλλιώθησαν μαστοί σου ἀπὸ οἴνου, καὶ ὀσμὴ ἱματίων σου ὑπὲρ πάντα τὰ ἀρώματα;

κηρίον ἀποστάζουσι χείλη σου, νύμφη· μέλι καὶ γάλα ὑπὸ τὴν γλῶσσάν σου, καὶ ὀσμὴ ἱματίων σου ὡς ὀσμὴ Λιβάνου.

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη.

ἀποστολαί σου παράδεισος ῥοῶν μετὰ καρποῦ ἀκροδρύων, κύπροι μετὰ νάρδων,
νάρδος καὶ κρόκος, κάλαμος καὶ κιννάμωμον μετὰ πάντων ξύλων τοῦ Λιβάνου, σμύρνα ἀλὼθ μετὰ πάντων πρώτων μύρων.

πηγὴ κήπου καὶ φρέαρ ὕδατος ζῶντος καὶ ῥοιζοῦντος ἀπὸ τοῦ Λιβάνου.

 

Ἐξεγέρθητι, βοῤῥᾶ, καὶ ἔρχου, νότε, διάπνευσον κῆπόν μου, καὶ ῥευσάτωσαν ἀρώματά μου· καταβήτω ἀδελφιδός μου εἰς κῆπον αὐτοῦ καὶ φαγέτω καρπὸν ἀκροδρύων αὐτοῦ.

 

ΚΕΦΑΛΗ γ΄

 

Εκείνη

Νύχτες και νύχτες στο κρεβάτι μου τον ζήτησα εκείνον που αιώνια θα αγαπώ· τον ζήτησα και δεν τον βρήκα· τον φώναξα και δεν μ’ άκουσε.

Θα σηκωθώ και μες στην πόλη θα γυρίζω, στις αγορές και στις πλατείες, και την αγάπη μου θα ζητάω. Τη ζήτησα και δεν τη βρήκα την αγάπη μου.

Με βρήκαν οι φύλακες, στην πόλη που τριγυρνούν. Μην είδατε την αγάπη μου;

Λίγο μετά που τους πέρασα τον βρήκα εκείνον που αιώνια θα αγαπώ· τον κράτησα σφιχτά και δεν τον άφησα, στης μάνας μου το σπίτι τον έβαλα, στου έρωτά της, εκεί που μ’ έπιασε, τη γωνιά.

Σας εξορκίζω, της Ιερής Πόλης κόρες, στη δύναμη τη ζωντανή των χωραφιών,  μην τη σηκώνετε, μην την ξεσηκώνετε την αγάπη μου, όσο αυτή να θελήσει.

 Χορός

Ποια είναι εκείνη μες στην έρημο σαν στήλη καπνού που ανεβαίνει με σμύρνα θυμιασμένη και με λίβανο κι όλα τα μύρα του μυροποιού;

Να το κρεβάτι του Σοφού Βασιλιά, εξήντα γενναίοι τριγύρω του απ’ τους γενναίους του έθνους του περιούσιου το φυλάνε, όλοι τους κρατάνε σπαθί, τον ξέρουν τον πόλεμο , το σπαθί στο πλευρό του ο καθένας τους για της νύχτας τον φόβο.

Θρονί θολοσκέπαστο έβαλε να του φτιάξουν ο Σοφός Βασιλιάς από ξύλα που ευωδιάζουν· ασημένιες τις έκανε τις κολόνες του και χρυσαφένια την πλάτη· πορφύρα στο πάτημά του να έχει κι από της Ιερής Πόλης τις κόρες τα μέσα του με αγάπη όλα στρωμένα.

Βγείτε και δείτε, κόρες της Πόλης του Θεού, τον Σοφό Βασιλιά με το στεφάνι που η μάνα του τη μέρα της χαράς του τον στεφάνωσε, τη μέρα που η καρδιά του ευφράνθηκε.

~.~

ΚΕΦΑΛΗ δ΄

Εκείνος

Όμορφη που είσαι, αγάπη μου, όμορφη που είσαι. Περιστεράκια τα μάτια σου, μες στης σιωπής σου το πέπλο. Κοπάδι αγριοκάτσικα τα μαλλιά σου στου βουνού την πλαγιά. Κοπάδι αμνάδες τα δόντια σου απ’ το λουτρό τους γυρίζοντας, δίδυμα όλες στην κοιλιά τους βαστώντας κι ούτε μια δίχως γέννα.

Κατακόκκινος τα χείλη σου μίτος κι ωραία η μιλιά σου· ροδιάς τα μάγουλά σου καρπός μες στης σιωπής σου το πέπλο.

Βασιλικός ο λαιμός σου πύργος, σε ύψη ουράνια ορθώνεται· χίλιες ασπίδες από πάνω του κρέμονται, όλες γενναίων ασπίδες.

Δυο ζαρκαδάκια τα δυο στήθη σου δίδυμα, σε κρίνα ανάμεσα βόσκουν. Ώσπου να ξεψυχήσει η μέρα και να πέσουν οι σκιές, κατά της σμύρνας το βουνό θα πορεύομαι, κατά των κέδρων τον λόφο.

Αγγελική η ομορφιά σου, αγάπη μου, ψεγάδι εσύ δεν έχεις.

Έλα από το Λευκό Βουνό, καλή μου, έλα από το Λευκό Βουνό· με πίστη απ’ τις κορφές τις χιονισμένες θα διαβείς, με πίστη απ’ τις αρκεύθους θα περάσεις,  απ’ τη φωλιά του λιονταριού, του πάνθηρα τα μέρη.

Μου έκλεψες, καλή μου αγαπημένη, την καρδιά· με ένα σου βλέμμα μού την έκλεψες, με ένα σου στολιδάκι του λαιμού.

Πώς έγινε, καλή μου αγαπημένη, ακόμα πιο γλυκιά η αγκαλιά σου; Πώς έγινε ακόμα πιο γλυκιά η αγκαλιά σου κι από το κρασί, πώς η ευωδιά των ρούχων σου το πιο ακριβό μου μύρο;

Κερήθρα στάζουνε τα χείλη σου, καλή μου· μέλι και γάλα από τη γλώσσα σου κι η ευωδιά των ρούχων σου άρωμα από τους κέδρους.

Κήπος κρυφός, καλή μου αγαπημένη, κήπος κρυφός, πηγή επτασφράγιστη.

Παράδεισος από ροδιές βλασταίνει μέσα σου μαζί με οπώρες και καρπούς, τα άγρια σταφύλια με τους νάρδους, νάρδος και κρόκος, μοσχοκάλαμο, κανέλα μαζί με όλα τα δέντρα τα αρωματικά, σμύρνα κι αλόη με τα αρώματα όλα μαζί τα εξαίσια.

Πηγή του κήπου και πηγάδι που αναβλύζει, κελαρυστό νεράκι απ’ το Λευκό Βουνό που κατεβαίνει.

Εκείνη

Σήκω βοριά, έλα νοτιά, φύσα στον κήπο μου να ξεχυθούν τα αρώματά μου· στον κήπο μου, δικός του που είναι, να κατέβει ο αγαπημένος μου, τους καρπούς του και τις οπώρες του να γευτεί.

 

Ο Κώστας Καβανόζης είναι πεζογράφος και φιλόλογος.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ