Ο ποιητής Ζαχαρίας Σώκος
Ο ποιητής Ζαχαρίας Σώκος (γεν. Κεφαλόβρυσο Αιτωλικού 1954)

ΔΙΠΛΗ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΗ

Ζαχαρίας Σώκος, Διπλή προσπέραση, εκδόσεις Μελάνι, 2017

(γράφει ο Σωτήρης Γουνελάς)

Τον Δεκέμβριο του 2015 ο Ζαχαρίας Σώκος εξέδωσε μια συλλογή με τίτλο Άλλα ρούχα (εκδόσεις Γαβριηλίδης). Η πρώτη αυτή δουλειά του έδειχνε άνθρωπο εξοικειωμένο με την ποίηση και όχι πρωτάρη. Υπήρχε μια ορμή, μια βαθιά ανάγκη έκφρασης που συνοδευόταν από δύο στοιχεία: έντονο συναίσθημα και καταγωγική μνήμη. Αυτό το δεύτερο τον συνδέει με μνήμες που έρχονται από τα παιδικά του χρόνια και τα χρόνια της νεότητας, από τις καταβολές της οικογένειάς του, από μια ζωή έξω από την Αθήνα, έξω από το αστικό, αν όχι και χαλασμένο αθηναϊκό τοπίο. Μνήμη δηλαδή αντλημένη από βουνά, δάση, χωριά, χώμα, φύση, ουρανό. Και κάτι ακόμη: σαφή οικείωση με το δημοτικό τραγούδι, στίχους του οποίου κάθε τόσο αναφέρει ή χρησιμοποιεί ως προμετωπίδα στα ποιήματά του.

Όπως και στην νέα συλλογή του με τον τίτλο Διπλή προσπέραση (εκδ. Μελάνι, 2017), υπάρχει και στην προηγούμενη συλλογή έντονη παρουσία της μεταφοράς. Του στοιχείου που χαρακτηρίζει κάθε αληθινό ποιητικό έργο (π.χ. «το αλευρωμένο χώμα του καλοκαιριού» ή ακόμη «αστεράκια σε ματιού ψιχάλισμα»).

Σ’ εκείνη την πρώτη συλλογή κατοικεί και κάτι άλλο, το οποίο το βρίσκουμε και στην τωρινή με άλλον τρόπο. Είναι διασταυρούμενες εμπειρίες ζωής που ώρες-ώρες ξεπετιούνται σαν πίδακας, και που μάλιστα συνδέονται και αναφέρονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Ο Ζαχαρίας Σώκος είναι στην κυριολεξία ποιητής προσώπων. Και με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζει (πράγμα που είναι σημαντικό για τη μοναξιά του ποιητή) και το άλλο, που θα πρόσθετα ότι είναι πολύ παρηγορητικό-παραμυθητικό: μια μόνιμη συνομιλία με τα πρόσωπα αυτά, που είτε βρίσκονται εν ζωή είτε έχουν εκδημήσει. Παρακάτω θα δώσω και την άλλη διάσταση αυτής της συνομιλίας.

~.~

Ας περάσουμε τώρα στη Διπλή προσπέραση. Τι μας έρχεται στον νου όταν ακούμε αυτή την φράση; Ότι η «διπλή προσπέραση» είναι αυτό που απαγορεύεται. Και απαγορεύεται γιατί είναι λίαν επικίνδυνο και συχνά θανατηφόρο. Ο Σώκος λοιπόν μας βάζει μέσα σ’ αυτό. Μας βάζει και στο απαγορευμένο και στον κίνδυνο και στον θάνατο. Και εδώ λέω αμέσως ότι η άλλη όψη της συνομιλίας με τα πρόσωπα, που ανέφερα προηγουμένως, είναι αυτή: ο θάνατος.

Η συλλογή είναι χωρισμένη σε ενότητες. Η πρώτη λέγεται «Κίτρινη πέτρα», η δεύτερη «Χλωρίνη στα χρωματιστά» και η τρίτη «Καραμέλες για ποιητές». Οι δύο πρώτοι τίτλοι μπορεί να υποδείχνουν πλαγίως τη φθορά, το θάμπωμα των πραγμάτων και των χρωμάτων. Και αυτό ενδιαφέρει τον ποιητή γιατί το βλέπει γύρω του και κάθε τόσο το αναφέρει ή το καταγγέλλει, και μάλιστα θα έλεγα ότι το υποσημαίνει ήδη από την προμετωπίδα του βιβλίου: ένα δίστιχο μικρό από ποίημα που βρίσκεται στην ενότητα «Κίτρινη πέτρα», στο ποίημα «Ο άγγελός μου 1»:

Τις νύχτες σηκώνεται
Το αύριο και κλαίει

Για να δούμε παρακάτω. Η επιβεβαίωση για τη συνομιλία που ανέφερα, και για το παρηγορητικό του πράγματος, έρχεται στο πρώτο κιόλας ποίημα με τίτλο «Τι δώρο», όπου διαβάζουμε:

Όταν με επισκέπτονται
οι νεκροί μου
φοράνε πάντα
το χαμόγελό τους

Δεν χρειάζεται να πούμε τίποτε άλλο εδώ παρεκτός ότι ολόκληρη η πρώτη ενότητα αφορά πρόσωπα που έχουν φύγει και τη συνομιλία μαζί τους. Όμως το ζήτημα είναι τι μας δίνει μέσα από αυτές τις συνομιλίες και αυτά τα ποιήματα: Μας δίνει εικόνες ζωής και θανάτου. Εικόνες ψυχικές, υπαρξιακές, όπου πηγαινοέρχονται παλιοί συμμαθητές κάπου κοντά σε θρανίο ή σε αίθουσα μπιλιάρδου ή σε βόλτες ή σε ερημιές, με έντονη την παρουσία του δημοτικού τραγουδιού. Γυροφέρνει το ζήτημα του θανάτου, των ψυχών, αναρωτιέται για τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής μέσα από τη συνομιλία που προανέφερα, και πού και πού παρεμβάλλονται εξομολογήσεις όπως αυτή για τον Δον Κιχώτη που είναι ο ποιητής (ίσως αυτό ισχύει λίγο-πολύ για κάθε ποιητή), αλλά και ομολογίες για το είδος των ποιημάτων του και μάλιστα μερικοί στίχοι που λένε:

Τα πιο καλά ποιήματα
έτσι κι αλλιώς δεν γράφονται,
ανάπηρες οι λέξεις να τα πούνε

Νομίζω ότι εδώ αγγίζει μια γενναία αλήθεια. Το βαθύ σκίρτημα της ζωής, η απέραντη τραγωδία της και ταυτόχρονα η άφταστη ομορφιά της, πώς μπορούν να περάσουν μέσα στις λέξεις και να δώσουν πραγματικά όλη τη λάμψη και όλη τη σκοτεινιά, όλη την τρυφερότητα και όλη τη βία; Φυσικά και υπάρχει μεγάλη ποίηση και μεγάλη τέχνη ακόμη και αν στις μέρες μας γίνεται εξόχως δυσεύρετη. Κι αυτή ωστόσο, κάτι αφήνει ανείπωτο, γιατί το ανείπωτο αυτό υπάρχει.

Έχουμε έντονη νοσταλγία στον Σώκο, έχουμε θυμό, έχουμε έντονη αίσθηση του πραγματικού, των χασμάτων και των ψυχικών ρηγμάτων ενός κόσμου που στροβιλίζεται χωρίς να ξέρει καλά-καλά γιατί, που εκσφενδονίζεται στο χρόνο με ιλιγγιώδη ταχύτητα, χωρίς να διακρίνει τα αδιέξοδά του και χωρίς να ενδιαφέρεται να τα αντιμετωπίσει. Προωθείται σταθερά ένα είδος πλαστής ζωής και ο ποιητής, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Σώκος, έχοντας γευτεί αληθινότερες καταστάσεις –πρόλαβε να τις γευτεί– και παρά τα στραβά που διάβασε και σε παλιότερες όψεις της ζωής, έχει πλήρη επίγνωση της πλαστότητας αυτής που καλλιεργείται και των ψευδαισθήσεων και προσπαθεί με διάφορους τρόπους να το πει. Δεν διακηρύττει βεβαιότητες, δεν εξαγγέλλει σωτήριες προτάσεις, καταγράφει μια γεμάτη αίσθηση ζωής με τις αμφιβολίες του, τους καημούς του, τις αναζητήσεις του, μέσα από μια γλώσσα που δεν θέλει να είναι καθόλου επιτηδευμένη, μα που παραμένει στέρεα ποιητική και ζωντανή.

Ας δούμε λίγο τον συσχετισμό του με το Δημοτικό τραγούδι. Παραδείγματα:

Λένε πως στον Αβράδιαγο – υπάρχει μια σημείωση στη λέξη που λέει ότι πρόκειται για ξερό ρέμα στις υπώρειες του Αρακύνθου. Αιτωλική γη. Και τι σημαίνει τελικά «αβράδιαγος»;  Σημαίνει αβράδιαστος, εκεί όπου δεν προλαβαίνει να φτάσει το βράδυ. Μάλλον εδώ με αντεστραμμένο νόημα, ή, αν θέλετε, εξευγενισμένο: το ρέμα αυτό μοιάζει να είναι σκοτεινό και να έχει μόνιμο βράδυ.

Λένε πως στον Αβράδιαγο
βγαίνουν νεράιδες δύστροπες,
νεράιδες κακιασμένες,
σκύβεις νεράκι για να πιείς
και σε τραβάνε μέσα

Το ποίημα είναι κομμένο και ραμμένο σε ύφος δημοτικού άσματος. Και μια που αναφέρω τη σχέση του Σώκου με το δημοτικό τραγούδι, αξίζει να παραπέμψω εδώ σ’ ένα απόσπασμα από την εξαιρετική δουλειά του στοχαστή Χρήστου Μαλεβίτση (1927-1997) πάνω στο δημοτικό τραγούδι. Γράφει λοιπόν ο Μαλεβίτσης:

«Δεν είναι απλώς ότι τυχαία τραγουδάει τις χαρές και τις λύπες του, αλλά είναι ο τρόπος που αξιολογεί και αφομοιώνει τον κόσμο. Δηλαδή είναι ο κόσμος του ελληνικού λαού. Και όταν λέμε ‘κόσμος’ εννοούμε με τη φιλοσοφική σημασία όλο αυτό το οικοδόμημα που η ψυχή γύρω της διαπλέκει, προκειμένου να ζήσει εδώ που βρέθηκε» (Χρ. Μαλεβίτσης, «Το δημοτικό τραγούδι ως περιεχόμενο της συνειδήσεως του νέου ελληνισμού», Άπαντα, τ.12, Αρμός, Αθήνα 2010, σσ.190-191).

Επομένως, όταν κάποιος στην ποίησή του αντλεί από το δημοτικό τραγούδι, όχι μονάχα φέρνει στην επιφάνεια αυτή την αξιολόγηση και αυτή την αφομοίωση, αλλά επεξεργάζεται σχήματα λόγου, διανοίας, ψυχής και σώματος τα οποία έχουν διάρκεια μέσα στους αιώνες, έχουν σφραγίσει την ιστορία αυτού του λαού. Και ας μην ξεχνούμε τη σημαδιακή διατύπωση του Διονύσιου Σολωμού, που είναι κατά κάποιο τρόπο γενάρχης της νεότερης ποίησης στην Ελλάδα, που λέει: «Εγώ χαίρω να ξεκινά κανείς από τα δημοτικά τραγούδια, είναι βέβαια καλό να βασίζεται  κανείς σ’ αυτά τα χνάρια, αλλά δεν είναι καλό να σταματά εκεί: πρέπει να υψώνεται κατακόρυφα» (Γράμμα στον Τερτσέτη, 1833).

Όμως υπάρχει και κάτι άλλο εδώ που θέλω να το συνδέσω με αυτό που είπα στην αρχή, ότι ο Ζ.Σ. είναι ποιητής προσώπων. Υπάρχει μήπως τέτοια παράδοση μέσα στην ιστορία μας; Υπάρχει στο δημοτικό τραγούδι. Όπου κυριαρχεί η συνομιλία και ο διάλογος. Και εννοείται ότι ο διάλογος γίνεται μεταξύ προσώπων. Που επιτείνει την δραματοποίηση. Ο Γκαίτε το 1815 έγραψε επιστολή στο γιό του και εξυμνούσε το ελληνικό δημοτικό τραγούδι: «Φανταστείτε να βάζει δυο βουνά να μαλώνουν μεταξύ τους ή έναν αετό να μιλάει με το κομμένο κεφάλι του κλέφτη».

Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο που έρχεται από τον Όμηρο και σχετίζεται με αυτή τη συνομιλία προσώπων. Είναι ότι ο ποιητής, όταν θέλει να δείξει συμπάθεια για έναν ήρωα αλλά και άλλες φορές, του απευθύνεται σε β΄ πρόσωπο. Όπως στο παράδειγμα (σε νεοελληνική απόδοση): «Και τότε εσύ αλογάρη Πάτροκλε, βαριά βογγώντας είπες».

Πού έχουμε σε στίχους του Σώκου τέτοιες συγγένειες; Σε όλα σχεδόν τα ποιήματα ακούω, διαβάζοντας τους στίχους του, απηχήσεις δημοτικού τραγουδιού. Παραδείγματα:

Ω! σεις ψυχές,/ και αυτή η πλημμύρα/ η μέσα μου,/ στο στήθος έμπλαστρο/ η ανάμνησή σας,/ μαντεμένιο,/ αυτός ο ύπνος είν’ βαρύς/ και φέρνει ασχημάδα

Αλλού:
Έτσι κι αλλιώς/ δεν έχει η γης πατήματα/ κι ο ουρανός κρικέλια/ κι ο άρχοντας ο θάνατος/ της μοίρας ορντινάτσα/ Τυφλό πουλάκι έβγαλε/ ανθρώπινη φωνούλα

Αλλού:
Στο θραψερό του σταφυλιού/ στης ρόγας την οθόνη/ σκοντάφτει  ο ήλιος κι απορεί/ και στο μετείκασμά του/ σαν μοιρολόι προβάλλεται/ υγρή ωδή του χρόνου/ το δάκρυ το διάφανο

Ωστόσο, δεν μπορούμε να μεταβούμε σήμερα δυο αιώνες μετά την επανάσταση του ’21, μετά το τέλος της Τουρκοκρατίας και τη ζωή στους λόγγους, στα βουνά, στα δάση, στα ποτάμια, ξανά στο δημοτικό τραγούδι εν είδει επιστροφής, τη στιγμή που η ποίηση στην Ελλάδα με πρώτο και καλύτερο το Σολωμό προχώρησε και ανέβηκε «κατακόρυφα», όπως έγραφε ο ίδιος, και παρήγαγε λαμπρά έργα. Ο Σώκος αυτό το ξέρει. Δεν μένει λοιπόν στους απόηχους ή τους παραλληλισμούς με εκείνο αλλά συνθέτει παρόν με παρελθόν, δουλεύει πάνω σε μνήμες και μάλιστα αυτό που θα έλεγα «μνημικές αισθήσεις», κι αυτές με ποιητικό τρόπο τις ρίχνει μέσα στο σήμερα, σε σημερινά βιώματα δικά του και σε ό,τι του γεννά ή του προκαλεί ο περίγυρος. Όμως νομίζω πως κεντρικό θέμα στο βιβλίο του είναι ο θάνατος και ο έρωτας, αλλά και η μυστική και κρύφια σημασία της ζωής και της πραγματικότητας. Όπως λέει στο τρίστιχο:

Ποιος σκηνοθετεί;/ και πως αμείβονται τα χέρια/ που κόβουν το εισιτήριο στο όνειρο;

Και απευθυνόμενος αλλού στον ιβίσκο, που δικαίως τον λέει «αυτοκρατορικό» γράφει:
Μήνυσέ μου κάτι/ από τα τραχιά μυστικά,/ τα γήινα,/ που δεν τα ξέρει η γλώσσα μου/ που δεν τα βάνει ο νους μου

Με τον θάνατο έχει γενναία σύγκρουση, ο θάνατος είναι στην ποίηση του Σώκου σαν άλλος Χάρος των δημοτικών τραγουδιών, τον αναθεματίζει, τον καθυβρίζει. Στα δημοτικά τραγούδια δεν υπάρχει τόσο σκληρή συμπεριφορά. Όσο για τον έρωτα, τον παρουσιάζει άλλοτε μισοφανέρωτο να ξεπροβάλει πάνω σε πρόσωπα, όπως:

Ιδρώνουν ρήματα/ να σπάσουν τη σιωπή σου,/ των οφθαλμών/ την άγρια γαλήνη,/ αυτό το νεύμα/ ικεσίας που ξεσέρνει/ τα ύφαλα της αντοχής μου
(«Διπλή προσπέραση», σ. 68)

Αλλά υπάρχει και στο ποίημα που απηχεί τη λεπτή διάσταση του Άσματος Ασμάτων με προμετωπίδα το στίχο: «εάν εγείρητε και εξεγείρητε την αγάπην, έως αν θελήση». (Μην την ερεθίζετε, μην την ξυπνάτε την αγάπη, ωσότου το θελήσει από μόνη της.)

Υπάρχει και αλλού φυσικά ο έρωτας, εκεί όπου τον πλέκει με αστικές ή επαρχιώτικες συνήθειες και πραγματικότητες ανάμεσα σε μια «εσάρπα σε απόγευμα του Απρίλη» και σε «ηδύπικρο βαλκανικό χυμό». Αλλά δεν θέλω να παραλείψω κι ένα καταπληκτικό στίχο φανέρωμα αγάπης ή έρωτα, που λέει:

Πώς να σ’ αγκαλιάσω/ μιας αραχνούλας υφαντό/ και πώς να σε μαλώσω, / με τόσο Βαρδάρη/ που σέρνω μέσα μου,/ χωρίς να συνθλιβείς;

Φαντάζομαι ότι έγινε κατανοητό, ύστερα από όλα αυτά, πως η Διπλή προσπέραση δεν έχει σχέση με αυτοκινητόδρομο ή αυτοκίνητα, αλλά με πρόσωπο.

~.~

Είναι η ποίηση αισθητική; Έχει κυρίως να κάνει με τις αισθήσεις και με τα αισθήματα; Μήπως πηγαίνει πιο πέρα; Μήπως αγγίζει αλήθειες, τις αποκαλύπτει και τις επεξεργάζεται τον πιο πολύ καιρό μυστικά και ερμητικά; Οι καιροί αυτοί προωθούν μια αγοραία αίσθηση ζωής, έναν εκκεντρισμό, μια επιτήδευση, και ακόμη αυτό που βλέπουμε σε κάποια κανάλια τηλεόρασης τον τελευταίο καιρό: την αποθέωση του κιτς. Υπάρχει μια περιφερόμενη τρέλα και ανοησία που δεν έχει καμιά σχέση με την ιερή μανία που ζήταγε ο Πλάτωνας για την Ποίηση, ούτε με τίποτε άλλο ιερό. Ο Σώκος πέφτει πάνω σε αυτή την πραγματικότητα, ενώ ο ίδιος είναι φορέας άλλων εμπειριών, άλλης μνήμης και άλλων βιωμάτων που ερωτοτροπούν με την αλήθεια. Γι’ αυτό ανησυχεί. Κατακλύζεται από ερωτήματα με κορυφαίο αυτό το τρίστιχο που κλείνει την συλλογή:

Μοίρα του γένους μου,
ποια ανεξιχνίαστα κρίματα
μνήμες κυτταρικές σε στοιχειώνουν;

Αλλά και γιατί βρίσκεται σε μια μετάβαση: Από τον κόσμο της δημοσιογραφίας, στον οποίο στροβιλίστηκε κάμποσα χρόνια έχοντας βάλει στο υπόγειο της ψυχής την ποιητική πραγματικότητα, σήμερα θέλει να κερδίσει τον χαμένο (για τη δημιουργία) χρόνο και κρεμιέται γερά από τις λέξεις και γίνεται μυθοπλάστης. Πολλά από τα ποιήματά του είναι μικρές μυθοπλασίες, μέσα ή έξω από το όνειρο. Ώρες-ώρες σου δίνει την αίσθηση κολυμβητή, που βούτηξε στο νερό για να ξεσκοτιστεί ή για να ανανήψει.

Υπάρχουν δύο ποιήματα κατά το μάλλον και ήττον ερωτικά. Το ένα λέγεται «Άυλη» και το άλλο λέγεται «Κυνηγός». Το δεύτερο καταλήγει στο δίστιχο:

Κυνηγός σκιών δηλαδή
ισοβίως

Ανάμεσα στη λέξη «άυλη» και στο δίστιχο αυτό δηλώνεται το ανέφικτο, δηλώνεται μια κίνηση ψυχής και πνεύματος που επισκέπτεται τον ποιητή –όλους τους ποιητές– όταν δεν τον χαρακτηρίζει πλήρως. Γιατί τι λογής ποίηση θα ήταν αυτή που θα αναφερόταν μονάχα σε υλικά σώματα και διαχύσεις και αισθητισμούς; Εάν ο ποιητής πατά μονάχα στη γη δεν υπάρχει ποίηση. Κι αν σήμερα ο κόσμος προχωρεί πολύ γήινα και πολύ ρεαλιστικά είναι γιατί έδιωξε από μέσα του την ποίηση και τον αληθινό έρωτα που χωρίς το αποτύπωμα της Αγάπης με άλφα κεφαλαίο δεν φελά, δηλαδή δεν αξίζει. Ο Σώκος φαίνεται να ερωτοτροπεί προς το παρόν με αυτή την αλήθεια.

~.~

Ζαχαρίας Σώκος 
Διπλή προσπέραση 
Εκδόσεις Μελάνι, 2017
σελ. 84
ISBN 978-960-591-095-2

Ο Σωτήρης Γουνελάς γράφει δοκίμιο, ποίηση και μεταφράζει.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ