Κυριάκος Χαραλαμπίδης και εξώφυλλο βιβλίου του
Ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης (*1940) - φωτογραφίες: Ρήσος Χαρίσης

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ: Ηλίου και Σελήνης άλως

Από την αρχαιότητα και τη βυζαντινή παράδοση αφορμάται και η νέα ποιητική συλλογή του Κυριάκου Χαραλαμπίδη με τον πρωτότυπο και πολύσημο τίτλο: Ἡλίου και Σελήνης ἅλως. Εμφανής η επανάληψη του λάμδα στις τρεις σημαδιακές λέξεις του τίτλου, που μας προσανατολίζει σε μια αστρική συγχορδία και, όπως λέει και ο ίδιος ποιητής σε συνέντευξή του, σε μια «μουσική αντίληψη του κόσμου». Τη συλλογή συνθέτουν 54 ποιήματα, όπως και την προηγούμενή του, Στη γλώσσα της υφαντικής (2013). Φαίνεται πως ο αριθμός αυτός ασκεί ιδιαίτερη γοητεία στον Κυριάκο Χαραλαμπίδη (αν δεν είναι απλή σύμπτωση και η αφιέρωση της συλλογής «Στη Νάτια, για τα πενήντα τέσσερα χρόνια μαζί»).

Ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης - φωτο: Ρήσος ΧαρίσηςΓι’ αυτό και δεν μας εκπλήσσει που το ποιητικό «αλωνάκι» ανοίγει η αγαπημένη θεότητα του ποιητή, η Αφροδίτη, η οποία πρωταγωνιστεί σε είκοσι ποιήματα της συλλογής με ποικίλες εκφάνσεις: ως μυθολογική οντότητα με τους εραστές της (τον Άρη, τον Άδωνι, τον Αγχίση), τους χώρους με τους οποίους συνδέθηκε (την Πάφο, τα Κύθηρα, την Ίδη, την Τροία), τα μύρια ονόματά της (Κυθέρεια, Αέρια, Κύπριδα, Ελένη) και ως «αστέρι του θρήνου», προσωποποίηση των άστρων, της Σελήνης και του Ουρανού-Ήλιου. Δεσπόζει, ωστόσο, και ως υπαρξιακή οντότητα, σύμβολο, πάθους, έρωτα, ηδονής και απόλυτης ομορφιάς, καμωμένη «με μάρμαρο παριανό». Υπό την άλω της κινείται και ο ποιητής, αφού κυριαρχεί και σ’ αυτή τη συλλογή όπως και στον Ίμερο (2012) και εν μέρει Στη γλώσσα της υφαντικής (2013). Ίσως γιατί μπορεί να αναδύθηκε από τα κύματα της Πάφου, ίσως γιατί η μοίρα των ποιητών αλλά και του ανθρώπου γενικότερα είναι συνυφασμένη με τον έρωτα και το κάλλος.

Έτσι, δεν είναι τυχαίο που τη συλλογή ανοίγει ποίημα με θέμα τους άπιστους έρωτες της Αφροδίτης, «Ο νανοτεχνολόγος», το οποίο δίνει και το στίγμα όλου του βιβλίου: ο ποιητής σκηνοθετεί μια «φάρσα», ένα στιγμιότυπο τραγικωμωδίας. Ο Ήφαιστος,  καρικατούρα θεού, κουτσός και άσχημος, αλλά με σύγχρονα προσόντα μοριακής νανοτεχνολογίας, συνδέει τα νήματα του χτες με το σήμερα επινοώντας ένα «λεπτότατο δίχτυ» με το οποίο συλλαμβάνει στην κλίνη την άπιστη Αφροδίτη με τον Άρη, διασκεδάζοντας ταυτόχρονα και τους ηδονοβλέπτες θεούς. Το ποίημα αποτελεί μια μινιατούρα του κόσμου μας κάνοντας υπαινιγμό στην καθημερινή δημόσια έκθεσή μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και στην αόρατη παρακολούθηση της ζωής των άλλων μέσα από την κλειδαρότρυπα της τεχνολογίας.

Πάντως, ως ποιητικό σύμβολο, η Αφροδίτη πλάθεται στη συλλογή με πιο ανθρώπινο πρόσωπο: είναι μια γυναίκα που γίνεται θνητή χάριν του έρωτά της («Το θραύσμα»), που θρηνεί πικρά για τον χαμό του αγαπημένου της («Ομολογία πίστεως»), που κατατρύχεται από το κάλλος της («Κύπριδος μονωδία»).  Ιδιαίτερα συγκινητικό είναι το «επιτύμβιό» της, όπου βιώνει την κρύα μοναξιά του θανάτου («Αφροδίτη μόνη») και επιθυμεί την υπέρβαση της ομορφιάς της:

 Αν στέκεσαι, διαβάτη, την καλλίγραμμη
κι άγνωστη κόρη που ήμουν, δώσε
πίσω σε μένα,
φώτισέ μου την ερήμωση.

Ο κύπριος ποιητής Κυριάκος ΧαραλαμπίδηςΠέραν των μυθολογικών ποιημάτων, που στην πλειονότητά τους είναι αφιερωμένα στην Αφροδίτη (τα «αφροδίσια» κατά τον ποιητή), στη συλλογή εντάσσονται και θεολογικά και ιστορικά (λιγότερα από άλλες συλλογές), καθώς και υπαρξιακά ποιήματα.  Από άλλη οπτική, ωστόσο, στην ουσία τους όλα τα ποιήματα της συλλογής είναι υπαρξιακά. Η μυθολογία και η ιστορία αποτελούν απλώς έναν αραχνοΰφαντο μανδύα που σκεπάζει τη γυμνή αλήθεια τους, σαν το δίχτυ του Ηφαίστου. Με πολλά διακείμενα, αρχαία και σύγχρονα, από αρχαίους ποιητές και νεότερους (τον Όμηρο, τον Καβάφη, τον Σεφέρη), αλλά και από φιλοσόφους, προσωκρατικούς και σωκρατικούς, και με πολλές αναιρέσεις και παράδοξα, ο Χαραλαμπίδης δημιουργεί ένα ιδιότυπο ποιητικό σύμπαν στο οποίο κάθε τι (συν)υπάρχει για να υπονομευθεί, με σκοπό να αναπηδήσει κάτι νέο από αυτό, λυτρωμένο από προσχηματισμένες αντιλήψεις και καθιερωμένα σχήματα. Τον θέλγουν, όπως πάντα, οι αντιθέσεις και οι ανατροπές.

Μελετηρός, με ευρύτατη γνώση της αρχαίας και βυζαντινής φιλολογίας και ιστορίας, ιδίως της χριστιανικής παράδοσης, μετασχηματίζει και εδώ τη γνώση του σε φιλοσοφικό (ανα)στοχασμό στις ανθρώπινες καταστάσεις. Ακολουθώντας τ’ αχνάρια του πρώτου διδάξαντος, του Καβάφη, εμβαθύνει πέρα από τον φλοιό των πραγμάτων που αντιμετωπίζει με ανεπηρέαστη ματιά, απογυμνωμένα από το ιδιοτελές και ευτελές περίβλημά τους.

Έτσι, ξαναγυρίζει στην Αγία Γραφή ως ποιητής αναγνώστης και βλέπει με κριτική ματιά στιγμιότυπα από τη ζωή του Ιησού. Αναρωτιέται, πιστεύει, δυσπιστεί («Ένα Σάββατο»):

[…] Μα και για του Λαζάρου την ανάσταση
διατηρώ εν προκειμένω ενστάσεις
(τα δικαιώματά μου επιφυλάσσω)
[…]
Άνθρωπος είμαι και, θνητός, στοχάζομαι
την καημένη λάμπα που τ’ ασήκωτο
σηκώνει βάρος του φωτός της και παιδεύομαι
πώς να χωρέσω τόση Αλήθεια και Ζωή.

Τόσο ο ποιητής-αφηγητής όσο και οι λοιποί οι «ήρωες» των ποιημάτων του στήνονται θεατρικά κατά την προσφιλή του συνήθεια (ο Βελλερεφόντης, ο Άδωνις, οι κορινθιαστές, η Βασιλική, η Υπατία, ο Θωμάς κ.ά.). Κινεί τα νήματά τους για να χορεύουν στους ρυθμούς του, τους κλείνει (και μας κλείνει) πονηρά το μάτι, αποτυπώνει τις ιδιορρυθμίες τους, αποθεώνει την ομορφιά τους, «θύμα» της και ο ίδιος.

Διαμάντια στη συλλογή τα τρία ποιήματα για την άλωση («Προ της αλώσεως», «Μετά την άλωση, Α΄», «Μετά την άλωση, Β΄») όχι μόνο για τη σκιαγράφηση των πρωταγωνιστών τους (του αυτοκράτορα, του Πορθητή, της Ειρήνης) αλλά και για τη δυναμική ακρίβεια των λέξεων και τη μουσικότητα των στίχων τους. Με διακειμενικές αναφορές στο δημοτικό τραγούδι, ιδίως στις παραλογές «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» και «Το γιοφύρι της Άρτας», τα ποιήματα αυτά δραματοποιούν στιγμές της άλωσης στις οποίες ο έρωτας, το πάθος και η λαγνεία κορυφώνονται στο τραγικό μοτίβο «έρως-θάνατος» («Μετά την άλωση, Α΄»):

[…]
Να ’ρθουν προστάζει Χάριτες και Ώρες
με γιασεμί να την περικαλύψουν
και περιδέραια τον αθάνατο ν’ αγγίζουν
λαιμό μ’ ανατριχίλα.
Κι όταν ήλθε,
αυτή γοργά πετώντας, τον καλό της
σε κείνο το γεφύρι ν’ ανταμώσει,
την πήρε απ’ τα μαλλιά και το δεξί τραβάει
μαχαίρι του, την έσφαξε όπως άλλοτε
κάποιος Οθέλλος έσφαξ’ έναν Τούρκο.  […]

Εικόνες αισθησιακές, σήματα και ρήματα λυγρά, παραστατικά, αναδεικνύουν τη δύναμη του ποιητικού λόγου του Κυριάκου Χαραλαμπίδη αλλά και το μέγεθος της αγριότητας όταν λειτουργεί ως αντίβαρο του πάθους:

 […] Τους άκουσε, δεν θύμωσε, γίνηκε σκύλος,
αλλά δεν το ’δειξε, δεν ήθελε να καταλάβουν
ότι τ’ ασκέλια του ακόμη αχνίζαν
και παρευθύς τους είπε να τη φέρουν
αμέσως έξω, να την σύρουν είπε
χωρίς βρακί από ύαλο. 

Την είδαν
έκπαγλο θαύμα θεϊκό, αλατόμητο,
κόρη της Αφροδίτης, θυγατέρα
του Πάρι, του Άδωνι, τ’ Αγχίση. Και την είδαν,
καυτή δροσιά, τους έσφαξε τον πόθο
να πέσουν να πλαγιάσουν, να της πιάσουν
τ’ άνομα μέλη, τα βυζιά, τον κόλπο
σφαδάζοντας πνιχτά και τους καλούσε
να σκεπαστούν τη γύμνια της, τ’ αφράτο σώμα
π’ άχνιζε και παράσερνε μετάξινους
ατμούς και πολυτρίχια. […]

Λιγότερο μεταφυσικός σ’ αυτή τη συλλογή, ο ποιητής αγωνίζεται με την ουσία των λέξεων. Τις αντιμετωπίζει, τις ανατέμνει και δεν τις φοβάται. Επιλέγει την πιο προκλητική από το οπλοστάσιό του, δαγκώνει το σκληρό κέλυφός της και, σα να ’ναι αμύγδαλο η λέξη, αφήνει να διαφανεί στο βάθος της η λευκή ψίχα. Προκαλεί με την περίτεχνη γλώσσα του, «παίζει» με τους φθόγγους της χρησιμοποιώντας παρηχήσεις και συνηχήσεις, ενώ παραπέμπει συνειρμικά σε άλλες εικόνες και έννοιες με αναπάντεχους λεκτικούς συνδυασμούς (λ.χ. Ω γλυκύ μου άλγος, αφρότατόν μου φύτρον, κάθε μόριο αντρειάς, καθημερνά φορούσε τα καλά / κυριακάτικά της πάθια). Συχνά, ο ποιητικός ρυθμός επιβάλλει μια εσωτερική ομοιοκαταληξία, όπως λ.χ. στους στίχους όπου ο ποιητής δημιουργεί μια «υγρή» μουσική αίσθηση με την επιλογή λέξεων που περιέχουν εναλλάξ τους φθόγγους «γρ» ή «ργ»:

[…] κι ολάνοιχτα τα τρομερά αιδοία
στης μάχης τα πεδία και τους αγρούς
με τα οργώματα και με τους αίγαγρους

Με γλώσσα που ρέει, παίζει με τη μουσική των λέξεων, επιλέγει τους φθόγγους που συλλαβίζουν τα νοήματά του, όπως στους ακόλουθους στίχους στους οποίους το δέλτα επαναλαμβανόμενο, σε συνδυασμό με την ανοιχτή απεραντοσύνη του άλφα στερητικού, αποδίδουν την εικόνα του κενού και την απέλπιδα προσπάθεια για περισσότερο ουρανό («Προ της ωραίας πύλης των δώδεκα νήσων»):

 Άνανδρο, ανάδενδρο, αδειανό,
άνομο, άνοστο, λειψό,
δε θέλω να διψώ ουρανό

Πότε χρησιμοποιεί το α΄ ενικό, πότε το α΄ πληθυντικό και αλλού το β΄ ενικό απευθυνόμενος άμεσα στον αναγνώστη με ποικίλες λεκτικές αποτυπώσεις, με πολλά πρόσωπα και προσωπεία, με παιγνιώδη διάθεση και με λοξή συχνά ματιά:

[…]
Εγώ, μα τον Ασκληπιό, πήρα μονάχα
ένα λαγό απ’ το χέρι της ολότρεμο.
«Για μεζεδάκι», μου είπε. «να τον πας
μακράν τρυπανισμού και φαρμακείας
και λύκιου (τώρα γκόζι) και θεράπευε
τη νιότη σου και γλέντα και να χαίρεσαι
τα χαιρετίσματά μου, πάντα πρόθυμος
στης χάριτός σου το άγγιγμα, της ιαματικής».

 Μακάρι να υπαινίσσονταν το «ερωτικής»,
όμως εκείνη στέφανος και στέμμα
επάνω στην κοιλιά της και σκυλί
τον αφαλό της φύλαγε.
Χριστέ μου,
πόσο την πόθησα! Για χάρη της ακόμα
και το σεπτό αυτοκράτορα στον Άδη
δονούμενο θα είχα ξαποστείλει.   

(«Το φακελάκι του γιατρού της Αγριππίνας»)

Ηλίου και Σελήνης άλως - εξώφυλλοΣυγκεντρωτικά, στη νέα ποιητική συλλογή του Κυριάκου Χαραλαμπίδη η ενδοσκοπική ματιά του ποιητή στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου είναι ωριμότερη και πιο πανοραμική και η γραφή του πιο δεξιοτεχνική. Με δοκιμασμένα στον χρόνο ποιητικά εφόδια και με νέα, πρωτότυπα λεκτικά ευρήματα, ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης μάς δείχνει πως κάθε στιγμιότυπο του παρελθόντος μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για βαθύτερες και πνευματικότερες καταβυθίσεις στην ουσία των ανθρωπίνων. Αυτή άλλωστε είναι και η αξία της ποίησης και ο ρόλος του ποιητή: ακολουθώντας ενδότερες φωνές και παρορμήσεις, να ανασκαλεύει τα εγκόσμια, να δίνει καινούριο περιεχόμενο και σχήμα σε ξεφτισμένα νοήματα και λέξεις, να προκαλεί με όλα τα μέσα που διαθέτει, ιδίως με τον αναστοχασμό του, και να ανασηκώνει το σκοτεινό πέπλο των ανθρωπίνων παθών, αποκαλύπτοντας το αφροδίσιο πρόσωπο της ομορφιάς και την αλήθεια των πραγμάτων μέσα στις εκφάνσεις του μυστηρίου της ζωής.

~.~

Κυριάκος Χαραλαμπίδης
Ηλίου και Σελήνης άλως

Εκδόσεις Ίκαρος, 2017
σελ. 96
ISBN 978-960-572-154-1

Η Αγάθη Γεωργιάδου είναι διδάκτωρ φιλολογίας και κριτικός λογοτεχνίας.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ