Ξεφυλλίζοντας σελίδες με χειρόγραφα ποιήματα
φωτο: Ευαγγελία Χυδεριώτου

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΔΕίΑ: ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΑΛΑΖΗΣ

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΑΛΑΖΗΣ, «ΑΝΥΠΑΚΟΥΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ»
γράφει ο καθηγητής Θεοδόσης Πυλαρινός

~.~
Ο κύπριος ποιητής Λεωνίδας Γαλάζης (*1962)Στις τελευταίες ποιητικές συλλογές του Λεωνίδα Γαλάζη (Λευκωσία Κύπρου, *1962) διακρίνει ο αναγνώστης μια καταγγελτική διάθεση του ποιητή, μια οργή που τη συνοδεύει συχνά πικρή ειρωνεία και δόση απογοήτευσης για την υποθηκευμένη ζωή μας, για το πλεόνασμα της υποκρισίας που ασφυκτικά περιβάλλει τον κόσμο μας, για την εκποίηση άνευ όρων της ανθρωπιάς μας, για την αλλοτριωμένη ελευθερία μας. Εννοούμε, κυρίως, τις συλλογές Λοκριγκάνα (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2010) που βραβεύτηκε στην Κύπρο το 2010, και Ληξιπρόθεσμες επαγγελίες (εκδόσεις Φαρφουλάς, 2016).

Από τη βιωματική σχέση του με τη σιδηρουργική (βλ. τη συλλογή του Δοκιμές συγκολλήσεως, εκδ. Φαρφουλάς, 2013), από τα μέταλλα, τις ιδιότητες και την επεξεργασία τους, έχει καθιερώσει ορισμένα πρωτότυπα, πυρακτωμένα, κατά τη δική του έκφραση, σύμβολα, τα οποία αποδίδουν με τρόπο υπαινικτικό αλλά πολύ έντονο την ταραγμένη εποχή μας.

Θα παρουσιάσουμε από τη βραβευμένη Λοκριγκάνα μία ενδιαφέρουσα πτυχή που συνιστά πρωτόγνωρη θεματική στο έργο του Γαλάζη ή, μάλλον, έμπρακτη εφαρμογή των θέσεών του μέσα από ποιήματα ποιητικής. Πρόκειται για την υπαινικτικά και εν πολλοίς ερμητικά δοσμένη ποιητική πολιτεία του, απόλυτα συνεπή με το πνευματικό και ιδεολογικό βάθος της δουλειάς του, η οποία παρουσιάζεται προοιμιακά στη συλλογή με ένα πεζόμορφο ποίημα, εν είδει προγραμματικής εξαγγελίας, και γίνεται στη συνέχεια κατανοητή από τα εύγλωττα καταγγελτικά παραδείγματα, τα οποία ενυπάρχουν διάσπαρτα, αποσπασματικά ή πλήρως, σε πολλά από τα ακολουθούντα ποιήματα της ίδιας συλλογής.

Παραθέτουμε το εμβληματικό αυτό εισαγωγικό κείμενο, κρυπτικό και δύσβατο εκ πρώτης όψεως ως προς το βαθύτερο νόημά του. Τιτλοφορείται «Ανυπάκουα μέταλλα», δηλώνοντας με την ανυπακοή το ασυμβίβαστο της ποίησης με τη συναλλαγή, αλλά και τον τρόπο θεώρησης του ποιητικού λόγου εκ μέρους του Γαλάζη. Σημειώνουμε ότι προηγούνται ως μότο οι εύγλωττοι για την περίπτωση στίχοι του ποιήματος «Κριτική» του Μανόλη Αναγνωστάκη «Σαν τους γύφτους σφυροκοπάμε αδιάκοπα στο ίδιο αμόνι», από τη συλλογή Ο στόχος (1970).

Στενάζουν τα μέταλλα σαν πέφτουν τα σφυριά στα ντελικάτα μάγουλά τους. Το αμόνι του παππού και τα μάτια σου! Δεν παραδόθηκαν αμαχητί τα μέταλλα στη μορφοποιητική πρόθεση των προγόνων σου. Εσύ πώς επιμένεις απ’ την πρώτη; Τ’ ανυπάκουα μέταλλα… Δεν φοβούνται τη σκουριά (κι ας μαίνεται ο επιστάτης κι ας επισείεται η δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια των σιδηρουργών). Θα προτιμούσαν τη διαρκή πυράκτωση, παραμένοντας στο μεταίχμιο παλιάς και νέας μορφής. Θα ’ταν γι’ αυτά καλύτερα να θρυμματίζονταν τα φοβερά καλούπια. Κι ας παρέμεναν άμορφα, πυρακτωμένα, χωρίς την απειλή του επόμενου σφυροκοπήματος, των αέναων μορφοποιητικών παρεμβάσεων από σιδηρουργούς που χάνουν τον ύπνο τους, αν πρόκειται να κερδίσουν την εύνοια των επιστατών και των θεωρητικών της σιδηρουργίας, μιας τέχνης όντως δύσκολης, πλην όμως ευγενικής παρά τις υψηλές θερμοκρασίες πυρακτώσεως και τους συχνούς βραχνάδες των συντεχνιακών παραγόντων. Ας γράφουν ό,τι θέλουν οι φυλλάδες. Τ’ αμόνια μόνο γνωρίζουν τη στενή συγγένεια Μορφής και Πόνου, ως συνεργοί της κονιορτοποιήσεως και τήξεως των μετάλλων, σαν αντικρίζουνε τους τύπους που διετάχθησαν εξάπαντος να συγκρατήσουν την ουσία.
(Λεωνίδας Γαλάζης, Λοκριγκάνα)

Πριν προχωρήσουμε στην «απόδειξή» μας, καταχωρίζουμε βοηθητικά τη δεύτερη στροφή από το τρίτο ποίημα της πρώτης σειράς των Σατυρικών γυμνασμάτων (1908) του Παλαμά, με την πυρακτωμένη μορφή του στίχου, όπως τα μέταλλα, διακειμενικά χρήσιμου για όσα καταγγέλλει ο Γαλάζης μετά το προοιμιακό πιστεύω του:

Σίδερο ο στίχος για να τον πυρώνης.
Σημάδεψε και τρύπησε και δείρε,
τα νύχια σου, αϊτού νύχια […].

Ότι το πεζόμορφο κείμενο λειτουργεί υπαινικτικά στη Λοκριγκάνα (2010), ως ένα είδος παραβολής, είναι εμφανές. Επίσης, αποτελεί μια αλυσιδωτή σειρά σκέψεων πρωτίστως απευθυνόμενες εις εαυτόν, όπως δείχνει το β΄ ενικό πρόσωπο («πώς επιμένεις»), και ασφαλώς προς όσους εμπιστεύεται τις προσωπικές του σκέψεις. Ο ποιητής, έχοντας γνώση της σιδηρουργικής τέχνης, της προβεβλημένης από την αρχαιότητα Τέχνης του Ηφαίστου, την αξιοποιεί ως διαχρονικό υπόδειγμα τρόπου εργασίας, ως πηγή δημιουργίας, που περνά από συγκεκριμένες αυστηρές διαδικασίες, για να δώσει μετά από μόχθο, από υψηλή πυράκτωση και προσεγμένα επίπονα χτυπήματα, μορφή στο μέταλλο. Πρόκειται για ένα πεζό ποίημα, με ασυνήθη υπόρρητο λυρισμό για τη γραφή του Γαλάζη, ένα ποίημα ποιητικής, εμπνευσμένο παραδειγματικά και με τη μετριοφροσύνη που τον διακρίνει. Τον λόγο έχει ο τεχνίτης σιδηρουργός εν ονόματι του λανθάνοντος ποιητή, αποκαλύπτοντας τα κοινά μυστικά της καλλιτεχνικής εργασίας του, και κατ’ επέκταση κάθε έργου τέχνης.

Είναι, ακολουθώντας τη σειρά του ποιήματος, η κοπιώδης ενασχόληση, η πολύμοχθη έρευνα, η μελέτη του υλικού· είναι ο σεβασμός στις δοκιμασμένες μεθόδους, η αξιοποίηση της γνώσης και της πείρας του παρελθόντος, η παράδοση και οι αγώνες που δόθηκαν για τη διαμόρφωσή της από πάππου προς πάππον, από τη μια γενιά στην άλλη· είναι η απαιτούμενη ιώβεια υπομονή και η σκληρή εργασία για την κατάκτηση της ατίθασης, της «ανυπάκουης» πρώτης ύλης· είναι η αποφυγή των συμπληγάδων της επικαιρικότητας, της θνησιμότητας και της προχειρότητας, της εσπευσμένης παραγωγής που επιφέρει την κακοτεχνία· είναι η βάσανος, η «διαρκής πυράκτωση» και η ισορροπία μεταξύ του παλαιού που αποτελεί τη βάση, και του νέου, ιδίως η απόρριψη του εύκολου και προκλητικού νεωτερικού· είναι η αρμονική σύζευξη μορφής και περιεχομένου και το απαιτούμενο θάρρος, η δύναμη ψυχής από τον πραγματικό εραστή της τέχνης, ώστε να αδιαφορήσει για τις συνταγές, τις ρετσέτες και τα φτηνά κλισέ, να σπάσει τα επιβαλλόμενα καλούπια και να αδιαφορήσει για την εύνοια, την προβολή, τις κολακείες των θεωρητικών, ιδίως τις μικροπρέπειες, τους «βραχνάδες των συντεχνιακών παραγόντων». «Ας γράφουν ό,τι θέλουν οι φυλλάδες» των αυτόκλητων γραμματολόγων και των ατάλαντων υπονομευτών της ποιητικής αλήθειας. «Τ’ αμόνια μόνο», όπως χαρακτηριστικά, εν είδει επιμυθίου, κλείνει ο ποιητής, «γνωρίζουν τη στενή συγγένεια Μορφής και Πόνου, ως συνεργοί της κονιορτοποιήσεως και τήξεως των μετάλλων, σαν αντικρίζουνε τους τύπους που διετάχθησαν εξάπαντος να συγκρατήσουν την ουσία».

Είναι σαφές το μήνυμα του Γαλάζη, η αυστηρή γραμμή πλεύσης, η αναζήτηση της ουσίας, που κάθε δημιουργός, κάθε άξιος της αποστολής του ποιητής, πρέπει αταλάντευτα να επιδιώκει.

Η διακήρυξη του ποιητή, προαναγγελτική, όπως ειπώθηκε, του πνεύματος ολόκληρου του περιεχομένου της συλλογής Λοκριγκάνα, έχει προφανώς τους λόγους της. Είναι η επιπίπτουσα στη συνέχεια οργισμένη αντίθεσή του, δοσμένη μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις με πυρακτωμένη σάτιρα, στην προχειρότητα, στην ιδιοτέλεια, στη σκοπιμότητα και στην υποβάθμιση της ποιητικής δημιουργίας σε αγοραίο καταναλωτικό προϊόν· είναι η ανυπακοή στο πλαστό και το ψευδεπίγραφο. Αναφέρεται, μάλιστα, ρητά, κατονομάζοντας τον συμβιβασμένο ποιητή της εποχής μας, όχι σε μια αλλά σε πολλές περιπτώσεις, που συνάπτουν αιτιολογικά όσα θεωρητικά παραθέσαμε στα «Ανυπάκουα μέταλλα», με τα διάσπαρτα καταγγελλόμενα στις σελίδες της συλλογής του.

Γράφει, για παράδειγμα, κλείνοντας το ποίημα «Τείχη», για τη φωτιά που εκπέμπουν οι πυρακτωμένοι στίχοι (σ. 23):

Πού χάθηκαν οι πρωταγωνιστές;

Ποιος απέσυρε τους κομπάρσους;
Οι θεατές χειροκροτούν νευρικά
ανοίξτε την αυλαία τέλος πάντων
επενδύστε στον άδειο χώρο
σκηνοθετήστε την απουσία.

[…]

Του συστήματος σαθρού καθώς πρέπει στυλοβάτες
ξάφνου σας κυνήγησαν στίχοι νυχτοβάτες
στους αφρούς που νίβετε τα λευκά σας χέρια
έπεσαν και μάτωσαν σαν μωρά τ’ αστέρια.

Στις «Φλούδες νοημάτων» (σ. 26) καταγγέλλει ανελέητα τους ποιητές ευκαιρίας:

Σκέψου πρώτα τους κανόνες του παιχνιδιού
μην αφεθείς στις πρωτοβουλίες του κοπαδιού
των αγαθών και ανήξερων προβάτων
που μηρυκάζουν φλούδες νοημάτων.

Λέξεις μαγειρεμένες με λάδια τοξικά
καταναλώνουν άφοβα μαύρα λαγωνικά

[…]

ποιήματα για τους καλάθους των υπεραγορών
εν μέσω προσφορών
κορδέλες στα μαλλιά ανέφελων κυράδων.

Τι λέξεις βαρυσήμαντες
τι σπάνια νοήματα
στα τρίσβαθα του νου τους

σαν δίνουν μάχη εν ονόματι των ιερών συμβόλων
δήθεν μακράν αντισταθμίσεων
άνευ ζιζανίων και τριβόλων!

Με την ίδια λογική καταφέρεται ειρωνικά εναντίον των μεταπρατών ποιητών, των συμβεβλημένων με τις απαιτήσεις της αγοράς, στους «Αποσυνάγωγους» (σ. 28), στην τελευταία στροφή και αφού εξέθεσε την πνευματική συναλλαγή, αλλά και τη συνδρομή του αμαθούς πλήθους στην αποθέωση του φαρισαϊσμού και της υποκρισίας. Οι ποιητές, που τους αντιμετωπίζει με περισσή επίσης ειρωνεία και στην περίπτωση αυτή, έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης:

Οι ποιητές να μην ανησυχούν.
Προβλέπεται κατακόρυφη αύξηση στη ζήτηση ποιημάτων
αρκεί να πληρούν τις προδιαγραφές
της κοσμιότητος
του ενδεδειγμένου μέτρου και ρυθμού

της εξυμνήσεως του κάλλους της ζωής
και εν γένει της συμμορφώσεως
προς ό,τι ήθελε κριθεί πολιτικά και κοινωνικά ωφέλιμον.

Στα «Κάγκελα» (σ. 30), για να κλείσουμε με ένα πλήρες ποίημα, ο προτρεπτικός τόνος των οποίων, αλλά και η όλη γραφή, μας παραπέμπουν στα Σατυρικά γυμνάσματα του Κωστή Παλαμά, απευθυνόμενος αυτή τη φορά στον εμβληματικό ποιητή του μέλλοντος, γράφει:

Σκύψε και φίλησε τα κάγκελα
κομψοτεχνήματα μιας εποχής
οριστικά καταχωρημένης
στις αμετάκλητες απώλειες
των ημετέρων δυνάμεων
των δικών μας ρητορικών επικλήσεων
σχημάτων λόγου, υπεκφυγών
αορίστων υποσχέσεων
επιστολών παραιτήσεως.

Γράψε ξανά τις λέξεις που καίνε κι άσε τα κούφια λόγια
για τους εμπόρους
τους εντολοδόχους της τάξεως
τους λογογράφους
τους υμνητές των ασκών
τους κουστωδούς των ανέμων.

Επανερχόμενοι στα «Ανυπάκουα μέταλλα», παρατηρούμε πώς ερμήνευσε αυτά ο Λεωνίδας Γαλάζης στα επόμενα ποιήματα της συλλογής του, από τα οποία δώσαμε μερικά από τα πολλά λειτουργικά παραδείγματα. Πρόκειται για μια αυθερμηνεία του πρώτου συνθέματος και μια κατάθεση σ’ αυτό της ποιητικής του θεωρίας.

Κλείνουμε με δύο διακειμενικά παράλληλα: το πρώτο για τον κυριαρχικό ρόλο του ποιητή στις ώρες της διαφθοράς και της παρακμής· προέρχεται από τα Σατιρικά γυμνάσματα του Παλαμά (σειρά πρώτη, ποίημα εικοστό):

Ποιητή, και η λυρική σου τούτη οργή
του κάκου, αγιάτρευτο είναι το μαράζι,
δεν πότισε την έρμη στέρφα γη

βροχή και δεν την έδειρε χαλάζι.
Του σύγνεφου του αξέσπαστου η μαυρίλα
το ξενύχτι των άθεων δεν ταράζει.

Σάλεψε η σαϊτιά σου κάποια φύλλα,
και στο διάβα της μούγγρισε κι ο αέρας,
και τίποτ’ άλλο· η λυσσασμένη σκύλλα

τρέχει ανέγγιχτη κι απείραχτο το τέρας.
Σαν και πάντα, πιοτό και πανηγύρι. –
–Αρχίλοχος δεν είμαι· είμαι ο πατέρας

που ξανά τους Αρχίλοχους θα σπείρη.

Το δεύτερο από τον Δωδεκάλογο του Γύφτου (Λόγος Β΄, «Δουλευτής»), με σύμβολα παρόμοια, διαφορετική λογική αξιοποίησης αλλά παρεμφερές δημιουργικό αποτέλεσμα. Ο Γαλάζης, το αναφέραμε ήδη, έχει έντονες μνήμες από τη σιδηρουργική εργασία πατρόθεν, την ορολογία, τη δυναμική και τα σύμβολα της οποίας αξιοποιεί με τρόπο πρωτότυπο και κυρίως βιωματικό – και αυτό έχει την αξία του για την αυθεντικότητα της ποίησής του:

[…]

Κ’ έγινα χαλκιάς.

Λαμπαδιάζει το καμίνι·
με του αγέρα τα φτερά
Λάμια αχόρταγη ξεσπάει
και λυσσομανά η φωτιά.

Κι άδραξε το σίδερο η φωτιά
κι απ’ τα δόντια της θα βγη
σα λιοντάρι δαμασμένο
από ξωτικού βουλή.

Και τ’ ασάλευτο τ’ αμόνι
και τ’ ολόγοργο σφυρί
βροντερή μια μάχη αρχίζουν,
και είναι πλάστης το σφυρί.

Σφυροκόπα τις καδένες,
ω πιο ελεύτερε κι απ’ το τριγύρισμα
του φτερού,
σφυροκόπα τις καδένες και τα σίδερα
του κακού,
και για τον προφήτη σφυροκόπα
τα καρφιά του σταυρωμού.

~~..~~

Ο Θεοδόσης Πυλαρινός είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής φιλόλογος) και συγγραφέας.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ