ΕΜΕΙΣ ΤΑ ΚΟΥΠΙΑ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ
ΓΕΝΕΣΗ
Κάθε πρωί
Κοντά ξημέρωμα
Αποβραδίς να πω
Αναρριχώμαι απ’ τον κισσό
Στις φυλλωσιές του ύπνου
Και κόβω απ’ το κοτσάνι τους τις μέρες
Υγρές ακόμη κι άγουρες
Χλωρορραγούσες υποσχέσεις
Το νέκταρ τους να πιω στο πρώτο φως
Μελισσοδίαιτος στους κήπους ενός Κόσμου
Που κατοικείται ανάμεσα Αισθήσεων και Νοημάτων
Τον κόσμο αυτόν ονοματίζω Ενδιάμεσο
~.~
ΠΙΑΣΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΠΕΙΣΜΑ Σ’ ΕΝΑ ΚΥΜΑ
Μου ’στερξε πάλι να βρεθώ
Στο ξέφωτο της νύχτας
Λευκό να στρώσω καθαρό
Τραπεζομάντιλο τη σκέψη
Με κοφτερό φεγγάρι για μαχαίρι
Να σας φιλέψω με ευλάβεια περισσή
ψωμί γυμνό
ελιά κορμί
κρασί μεθυστικό
Που κολυμπώντας έφερα ως εδώ
Απ’ της ημέρας το ναυάγιο
Πιασμένος από πείσμα σ’ ένα κύμα
Ομονοώνοντας με τη θάλασσα
Έτσι του λίγου το πολύ
Μαζί να απολάψουμε
~.~
ΣΩΜΑ ΣΕ ΣΧΗΜΑ ΑΓΚΑΛΙΑΣ
Με τον καιρό
Το σώμα του έπαιρνε το σχήμα αγκαλιάς
Όπου και αν βρίσκονταν ό,τι κι αν έκανε
Έμοιαζε να κρατάει κάποιον κατιτίς στην αγκαλιά του
Το βλέπανε κι οι άλλοι
Μάλλον πως το ’νιωθε κι ο ίδιος ο αέρας
Καθώς αναγλυφόταν στο ζεστό εκμαγείο της
Το νιώθαμε κι εμείς στην τέχνη μας
Καθώς αναγλυφόταν απ’ τον ίδιο αέρα
~.~
ΤΑ ΚΟΥΠΙΑ
Εμείς τα κουπιά αγαπήσαμε
Προορισμό δεν είχαμε κανέναν
Καμιάν Ιθάκη στο μυαλό μας
Μήτε μας άρεσαν τα ωραία ταξίδια
Τα ιδανικά
Μυρωδικά
Εμείς τα κουπιά αγαπήσαμε
Καπνός πουθενά
(…)
~~..~~
