Αρχική Ποιήματα της εβδομάδας

Ποιήματα της εβδομάδας

Η επιστροφή του Οδυσσέα

Ιδού λοιπόν η στέγη. Η πρώτη έγνοια ας πάψει. 
Από το σπίτι υψώνεται καπνός: άρα θα κατοικείται. 
Τους έτρωγε στο καράβι: μην έχουν όλα αλλάξει 
και μόνο το φεγγάρι ίδιο βρουν να αιωρείται.

(Μπέρτολτ Μπρεχτ, 1898-1956) 

 

 / μετάφραση Αλέξιος Μάινας /      πρωτότυπο »

 

Heimkehr des Odysseus

Dies ist das Dach. Die erste Sorge weicht. 
Denn aus dem Haus steigt Rauch: es ist bewohnt. 
Sie dachten auf dem Schiffe schon: vielleicht 
Ist unverändert hier nur mehr der Mond.  

(Bertolt Brecht, 1898-1956)  

 

  μετάφραση »

 

Ελπήνωρ

Ο Ελπήνωρ, που δεν ήταν ήρωας,
αδικημένος και λιγόλογος,
θέλησε να μάθει εντέλει στον Άδη: 
Είναι δυνατόν
να μη μάθουμε ποτέ τι σήμαιναν
όλα αυτά,
γιατί
να έχουμε συχνά την αίσθηση
πως μας πήραν για άλλους,
γιατί
να ’ναι η ζωή μια τέτοια βιαιοπραγία – 
ρωτούσε και άκουγε
τον αντίλαλο κάθε ερώτησης
και ζούσε εκ νέου
τον σαματά των συντρόφων,
το ξύπνημα από τη μέθη του,
την πτώση απ’ τη στέγη του σπιτιού.

(Βάλτερ Χέλμουτ Φριτς, 1929-2010) 

 / μετάφραση Αλέξιος Μάινας /      πρωτότυπο »  

 

Elpenor

Elpenor, kein Held, 
zu kurz gekommen und wortkarg, 
fragte im Hades dann doch: 
warum nur 
werden wir nie erfahren, was alles 
dies zu bedeuten hatte, 
warum nur 
kommt es uns oft so vor, 
als ob wir vertauscht worden wären, 
warum nur
ist das Leben ein solcher Gewaltakt - 
fragte und hörte 
den Widerhall seiner Fragen 
und erlebte noch einmal 
den Lärm der Gefährten, 
das Erwachen aus seinem Rausch, 
den Sturz vom Dache des Hauses. 

(Walter Helmut Fritz, 1929-2010)  

 μετάφραση »

Επιστολή στην άλλη ήπειρο

Μη στραφείς να
μ’ αναζητήσεις  

Ευρυδίκη
πάντα μαζί σου

το χέρι
αγγίζει τον ώμο σου

κάτω από ξένα δέντρα  

(Χίλντε Ντομίν, 1912-2006)  

~~..~~    

(άτιτλο

Κίρκη! Κίρκη! μειδιώντας 
με γυμνά στήθη
είχε ξαπλώσει και κάπνιζε, όσο εγώ
της μιλούσα για τη θάλασσα.  

(Κρίστοφ Μέκελ, *1935) 

 / μετάφραση Αλέξιος Μάινας /      πρωτότυπα » 

 

Brief auf den anderen Kontinent

Sieh dich nicht um
nach mir

Eurydike
immer mit dir

die Hand
deine Schulter berührend

unter den fernen Bäumen   

(Hilde Domin, 1912-2006)  

~~..~~   

Circe! Circe! lächelnd
mit nackten Brüsten
lag sie und rauchte, als ich
vom Meer erzählte. 

(Christoph Meckel, *1935) 

  μετάφραση » 

 

Κατά την επιστροφή στην Ιθάκη

Ανάμεσα στο ποτέ ξανά
και στο συνέχεια εκ νέου 
η ευτυχία
ή αυτό που της μοιάζει
που οπισθοχωρεί
όταν το πλησιάζεις
μα γνέφει λες και υπάρχει
(λες και υπάρχεις
λες και υπάρχω
λες και υπάρχει αυτό το δόσιμο
του ενός στον άλλο)

Βέβαια γίνεται εύκολα αντιληπτό
ως συμφορά
αλλά μόνο για ένα κλάσμα    
μόνο με μάτια ορθάνοιχτα  
που ακόμα καίνε
για ένα βλέμμα
στην ευτυχία 
(...) 

[συνέχεια ποιήματος - πατήστε ΕΔΩ]  

 

(...) 
Ύστερα δελεάζει εκ νέου  
με μισόκλειστα βλέφαρα
κι αυτό που δελεάζει –λες–
δεν μπορεί να ’ναι η συμφορά  

Η συμφορά
ή η ευτυχία
ό,τι κι αν είναι
έχει τ’ αδύνατα εύθραυστά της  
χέρια σταυρωτά
το ένα μέσα στ’ άλλο
κι έχει ξανθά μαλλιά  
και μιλάει ή τραγουδά
με απαλή φωνή γι’ αφτιά
που τίποτα άλλο
δεν θέλουν πια ν’ ακούν    
παρά μονάχα εκείνη  

(Erich Fried  [Έριχ Φρητ], 1921-1988)  

[για αρχή ποιήματος πατήστε ΕΔΩ]  

/ μετάφραση Αλέξιος Μάινας /  

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Τι μου απομένει να κάνω  
και πού να πάω
αφού είναι όλα καθορισμένα
στο βιβλίο του ποιητή
που με αποδίδει με τους θεούς μου
τα δώματα, τα νησιά, τις γυναίκες
και τις διευθύνσεις.             

Μόνο μια ηχώ μου απομένει να ζήσω
εκεί που είναι το σπίτι μου;
Μεταξύ στίχων, βουβά και πεζά   
στο ανερμήνευτο υπόλοιπο, στη σιωπή
[…]  
Μπορώ να ξαναρχίσω εκ νέου;
Να χαθώ πίσω απ’ την πλάτη του ποιητή
με τ’ όνομά μου
εγώ, ο Οδυσσέας, άφαντος στα βιβλία,
άπραγος, άσημος, αμίλητος  
απτόητος απ’ τις παρομοιώσεις,  
εντέλει πραγματικός, μια ύπαρξη  
με σάρκα και οστά; 
(.....)   

[συνέχεια ποιήματος - πατήστε ΕΔΩ]  

 

(ΟΔΥΣΣΕΑΣ - συνέχεια ποιήματος)

(......)    
Όταν θα ’χουν παρέλθει τα εξάμετρα κι οι θεοί,  
όταν θα ’χουν παρέλθει οι στροφές του Γέρου
θα ’ναι και τ’ όνομά μου ελεύθερο […]

Και δε θα ’μαι πια υλικό για οτιδήποτε
εκτός από εμένα τον ίδιο. Ούτε στέμμα
ούτε Ιθάκη, ούτε νόστος  
σε μια νόμιμη κλίνη.
Παροδικός επιτέλους,  
ένα κόκαλο που ταλανίζει ο θάνατος
μες στην ευτυχία ή τη συμφορά
φτωχός ή πλούσιος ή στερημένος δικαιωμάτων
αποτινάζω, αποτινάζω τα πάντα
καταφέρνω να βγω στο φως το θνητό  
κι έρχομαι επιτέλους να ζήσω! 

(Christoph Meckel  [Κρίστοφ Μέκελ],  *1935)  

 

[για αρχή ποιήματος πατήστε ΕΔΩ]  

/ μετάφραση Αλέξιος Μάινας /  

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Τους πόντους όλους διέσχισε ψάχνοντας την πατρίδα, ο Οδυσσέας.
Στο αλύχτισμα της Σκύλλας, στον κίνδυνο της Χάρυβδης,
Σε άξενης θάλασσας τρόμους, σε κείνους της στεριάς  
Και στο βασίλειο ακόμα του Άδη τον φέρνει η περιπλάνηση.
Επιτέλους τον αποθέτει η μοίρα του κοιμώμενο στις όχθες της Ιθάκης,
Ξυπνάει και δεν αναγνωρίζει οιμώζοντας την ποθητή πατρίδα.

(Φρήντριχ Σίλλερ, 1759-1805) 

 

 / μετάφραση Αλέξιος Μάινας /      πρωτότυπο »

 

ODYSSEUS

Alle Gewässer durchkreuzt', die Heimat zu finden, Odysseus;
Durch der Scylla Gebell, durch der Charybde Gefahr,
Durch die Schrecken des feindlichen Meers, durch die Schrecken des Landes,
Selber in Aides' Reich führt ihn die irrende Fahrt.
Endlich trägt das Geschick ihn schlafend an Ithakas Küste,
Er erwacht und erkennt jammernd das Vaterland nicht.

(Friedrich Schiller, 1759-1805)  

 

  μετάφραση »

 

H ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΜΠΛΕ

     Μια γυναίκα στάθηκε στην είσοδο του καφενείου. Δεν περίμενε κανέναν. Κανένας δεν την περίμενε. Γιατί στάθηκε εκεί; Ποια ήταν; Ίσως μια παλιά, ξεχασμένη τραγουδίστρια. Ή μια γυναίκα άλλων καιρών που έχασε το δρόμο της. Κανείς δεν έμαθε. Μιας κάποιας ηλικίας. 
     Κι όπως άρχισε σε λίγο να βραδιάζει, δεν έμεινε στον κόσμο παρά η θλίψη, η νύχτα, η ερημιά κι αυτή η ανάγκη να τα βγάλουμε πέρα στη σκοτεινή ζωή μας.  

(Τάσος Λειβαδίτης, 1922-1988)  

[για ένα ακόμα ποίημα - πατήστε ΕΔΩ]  

 

Η ΚΥΡΙΑ ΟΛΓΑ ΚΙ ΕΓΩ

     Είναι μια ώρα αλλόκοτη το βράδυ που πρέπει κάτι να συμβεί, αλλιώς είσαι χαμένος - ώρα που η κυρία Όλγα, πτωχή ράπτρια, έβαζε σε ζεστό νερό τα δάχτυλά της κι εγώ χτυπούσα μια μια τις πόρτες, θέλω να πω ότι οι επαίσχυντες πράξεις μας μάς βγάζουν πάντα από μια πιο δύσκολη θέση, μερικοί μάλιστα γελούσαν που φορούσα το καπέλο της μητέρας μου, ξεχνούσαν ότι το πρωί ντύνεσαι  

     μόνο και μόνο για να πονέσεις.   

(Τάσος Λειβαδίτης, 1922-1988)  

[για το άλλο ποίημα πατήστε ΕΔΩ]  

 

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ

     Κι όταν αργότερα ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο, εγώ δεν είχα πού να πάω – εκεί, λοιπόν, που βάδιζα συναντάω κάποιον, «άκου να σου πω ένα παραμύθι», του λέω, κι όταν τέλειωσα, «ξέρω κι εγώ ένα», μου λέει κι άρχισε κι εκείνος.
     Και μόνον, καμιά φορά, πολύ σπάνια, ερχόταν από μακριά η μελαγχολία της πραγματικής ζωής. 

(Τάσος Λειβαδίτης, 1922-1988)  

[για ένα ακόμα ποίημα - πατήστε ΕΔΩ]  

 

ΟΔΟΙΠΟΡΟΙ

     Είμαστε αυτοί που αιώνια πηγαίνουν, δεν είχαμε ποτέ έναν τόπο δικό μας, πού πάμε; από πού ερχόμαστε; Καμιά φορά κατοικούμε για λίγο κάπου, αλλά γρήγορα μας ξαναθυμάται η Μοίρα και φεύγουμε. 
     Και μόνο καμιά φορά την ώρα που βραδιάζει κι ανατριχιάζουν οι λίγες βιολέτες στους φράχτες, ένα παράξενο θάμπος μας πλημμυρίζει, μια αίσθηση σαν να ξαναγυρίζουμε εκεί απ’ όπου μας είχαν για πάντα διώξει. 
     Ή μήπως το λυκόφως είναι η μόνη μας πατρίδα… 

(Τάσος Λειβαδίτης, 1922-1988)  

[για το άλλο ποίημα πατήστε ΕΔΩ]  

 

ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ ΚΙ ΕΓΩ

Έχουμε πολύ ταξιδέψει
το σώμα σου κι εγώ
έχουμε φανταστεί
όσα ένα σώμα κι ένα εγώ
μπορούν να φανταστούν.
Το σώμα μου κι εγώ
έχουμε ονειρευτεί
το σώμα σου σε στάσεις
που ποτέ σου δε φαντάστηκες.
Δεν έχεις θέση τώρα
τι ζητάς
ανάμεσα σ’ εμένα 
και το σώμα σου. 

(Γιάννης Βαρβέρης, 1955-2011)  

[Ανθολογεί: Ειρήνη Μαργαρίτη] 

[για ένα ακόμα ποίημα - πατήστε ΕΔΩ]  

 

ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΘΑΥΜΑ

Πού το θυμήθηκε
μετά από χρόνια
τραβώντας τα σκεπάσματα
πως μέσα θα περίμενε
εκείνο, λέει, το σώμα· 

πράγματι
σηκώνει τα σκεπάσματα
και τι να δει
ολόκληρο το σώμα εκείνο

πουθενά.

 (Γιάννης Βαρβέρης, 1955-2011)  

[Ανθολογεί για την Αποικία: Ειρήνη Μαργαρίτη] 

[για το άλλο ποίημα πατήστε ΕΔΩ]   

 

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Εκείνο τον Σεπτέμβρη,
η τάξη μύριζε λαδομπογιά,
μύριζε σφαγμένο ζώο.
Οι τσάντες, τα παπούτσια,
τα χασμουρητά των παιδιών
μύριζαν πάλι σφαγή. 

Τίποτα δεν μύριζε μουσική
όπως τους είχαν υποσχεθεί.

(Γιάννης Κοντός, 1943-2015)  

[Ανθολογεί: Πάνος Κυπαρίσσης] 

[για ένα ακόμα ποίημα - πατήστε ΕΔΩ]  

 

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΡΘΟΦΩΝΙΑΣ

Όταν θα έρθει ο καιρός, θα το γυρίσει σε βαριά
χειμωνιά. Ο αέρας θα φυσά από τη μεριά του Ομήρου
και ένα δέντρο θα τραβά τα μαλλιά σου στο κενό.  

Όταν έρθεις, η μουσική θα είναι βραχνή και μονότονη.
Θα επικρατούν τα κόρνα.

Όταν μπαίνεις στο υπόγειο του νου,
τα ποιήματα θα είναι ξυπόλητα.

 (Γιάννης Κοντός, 1943-2015)  

[Ανθολογεί για την Αποικία: Πάνος Κυπαρίσσης] 

[για το άλλο ποίημα πατήστε ΕΔΩ]   

 

ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ

Μια χώρα
που ουδέποτε υπήρξε.  

Αλλά η σκέψη
δυσκολεύεται
να την εγκαταλείψει.

Ξανοίχτηκαν φωτεινοί δρόμοι   
που αγγίζουν τον ορίζοντα.

Κούραση καμιά.

Δεν πρέπει να βλέπουμε τα πράγματα
μόνο σαν κάτι
που υπήρξε κάποτε.

Στο λιμάνι
αραγμένα τα πλοία   
και με κάθε απόπλου
δημιουργούν τη θάλασσα.

(Βάλτερ Χέλμουτ Φριτς, 1929-2010) 

 / μετάφραση Αλέξιος Μάινας /      πρωτότυπο »  

 

ATLANTIS

Ein Land,
das es nie gab.

Aber es fällt
den Gedanken schwer
es zu verlassen.

Helle Wege sind entstanden,
die zum Horizont führen.

Keine Müdigkeit.

Man muss die Dinge
nicht nur so sehen,
als seien sie schon gewesen.

Im Hafen
liegen die Schiffe,
die bei jeder Ausfahrt
das Meer hervorbringen.

(Walter Helmut Fritz, 1929-2010)  

 μετάφραση » 

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Σε κύματα άλμης να προσαράζω
χωρίς λουλούδια η μοίρα μου  

Δώστε μου έναν αγρό στη θάλασσα
να τον οργώνω
με τον καράβι μου

Να ταξιδεύω για να μην είμαι εκεί
που είμαι
για να μην είμαι ΚΑΝΕΝΑΣ
μια σκιά στων ίσκιων το βασίλειο 

Κάτω από το νερό
υφαίνει η μάνα μου το νεκροσέντονο
τη μαύρη πάνα 
(.....)   

[συνέχεια ποιήματος - πατήστε ΕΔΩ]  

 

(ΟΔΥΣΣΕΑΣ - συνέχεια ποιήματος)

(......) 
Την Πηνελόπη
δεν αγαπώ
την Κίρκη
δεν αγαπώ
τη Ναυσικά
δεν αγαπήθηκα 
εγώ
τόξο και χέρι
ο μισητός ηρωισμός μου

Διεκδικώ του νερού
την τρομερή ψυχή  
με αλείφει με αλάτι   

Καλυψώ
το φαρμάκι της αλήθειας σου 

(Rose Ausländer [Ρόζε Άουσλαιντερ], 1901-1988)  

[για αρχή ποιήματος πατήστε ΕΔΩ]  

/ μετάφραση Αλέξιος Μάινας /  

 

ΑΠΟ ΤΑ: "ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ"

Τα ζώα της νέας γραφής
Τα υποθαλάσσια
Τα γήινα
Είναι τώρα τα κατοικίδια
της γλώσσας
Ω γυρίστε κι αγγίξτε τα

(Ελένη Βακαλό, 1921-2001)  

[Ανθολογεί: Άννα Γρίβα] 

[για ένα ακόμα ποίημα - πατήστε ΕΔΩ]  

 

ΑΠΟ ΤΑ: "ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ"

Μια άμαξα περνούσε από έναν
σκονισμένο δρόμο
Πρώτα περνάει εκείνη μετά
η εικόνα της
Τόσο λεπτή απόσταση είναι ο θάνατος
Κι ενώ κανείς
Ευλογούμαι
Αναπτύσσοντας τα αισθητά μέλη

Ή αλλιώς - 
Διαδέχεται εντάφιο το σχήμα
Την αίσθηση
Που τότε αποκτάται

 (Ελένη Βακαλό, 1921-2001)  

[Ανθολογεί για την Αποικία: Άννα Γρίβα] 

[για το άλλο ποίημα πατήστε ΕΔΩ]   

 

ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΔΙΗΓΗΜΑ (45.)

Προγραμματισμένες όλες οι κινήσεις. Το χάδι, το μαχαίρι, ο στραγγαλισμός, το παγωμένο βλέμμα. Κυρίως όμως οι λεγόμενες πολιτικές και πνευματικές ελευθερίες. Οργανωμένες όπως εκείνα τα ηλίθια τοπία στην εξοχή, με τα μικρά άσπρα σπιτάκια, τον ανεμόμυλο, τη θάλασσα, τον ήλιο να δύει και τον αγρότη με το γάιδαρο φορτωμένο οπώρας. Οπώρας λοιπόν, αλλά οι λύκοι ξεθάρρεψαν και κατεβαίνουν καλοκαιριάτικα μέσα στα σπίτια. Το δωμάτιο γεμάτο λύκους. Είναι γύρω στους σαράντα πέντε – αν μετράω καλά. Βρωμάνε, γρυλίζουν. Τώρα λένε ανέκδοτα και γελάνε. Τραβάω ενός τη μάσκα και είναι πιο λύκος από μέσα. Και δεν θέλουν οπώρας, αλλά κρέας.    

(Γιάννης Κοντός, 1943-2015)  

[για ένα ακόμα ποίημα - πατήστε ΕΔΩ]   

 

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΤΑΚΤΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Το πώς φτάσαμε ως εδώ είναι ένα θαύμα, Μαργαρίτα. Η ίδια μουσική παντού, χωρίς οίκτο να μας θυμίζει το δρόμο π’ άρχιζε μέσα μας και δεν τελειώνει πουθενά. Και τι δεν είδαν τα μάτια μας. Ιδέες να καίγονται στους δρόμους – για το καλό του συνόλου, λέγανε. Φίλους να πεθαίνουνε διακριτικά. Τον χρόνο καρφωμένο κοντάρι με αδικαιολόγητη μανία στα λευκά κορμιά των ωρών. Τα καράβια χαμένα, και στον ασύρματο ο Καββαδίας να στέλνει τριάντα ολόκληρα χρόνια το SOS! Στην άκρη τού ορίζοντα τα βουνά να περιμένουν έναν σεισμό, για να πάρουνε το παλιό τους σχήμα. Κι η σελήνη, σκαλωμένη στα βλέφαρά σου, να μαζεύει τα νησιά γύρω από τα στήθια σου.  
Το κρεβάτι μου, χειρουργείο καθημερινότητας. 

(Γιάννης Κοντός, 1943-2015)  

[για το άλλο ποίημα πατήστε ΕΔΩ]  

/ ανθολογεί η Σύνταξη /  

 

(ΟΠΩΣ ΠΕΡΝΟΥΝ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ)

Όπως περνούν τα χρόνια, η άνοιξη δεν είναι πια μουσική του Βιβάλντι ούτ’ ερωτική φλυαρία μελισσών με τα λουλούδια, αλλά θλιβερή υπόμνηση ενός χαμένου παραδείσου και το καλοκαίρι δεν είναι πια μουσική του Βιβάλντι ούτε κορμιά χρυσά που προκαλούνε με τη λάμψη τους τον ήλιο, αλλά φρικτή επιβεβαίωση ότι και το χρυσάφι ακόμα σκουριάζει και το φθινόπωρο δεν είναι πια μουσική του Βιβάλντι ούτε γλυκιά ρέμβη κοιτώντας τη βροχή πίσω απ’ το τζάμι, 
(.....)   

[συνέχεια ποιήματος - πατήστε ΕΔΩ]  

 

(συνέχεια ποιήματος)

(......)   
αλλά βεβαιότητα ότι σε λίγο η βροχή θα σπάσει το τζάμι και θα κατακλύσει αμετάκλητα τα πάντα και ο χειμώνας δεν είναι πια μουσική του Βιβάλντι ούτε γαστέρα όπου κυοφορούνται νέες μέλισσες, νέα λουλούδια, αλλά ένα σπασμένο τζάμι απ’ όπου έχει περάσει η βροχή και κατακλύζει κιόλας τα πάντα, όπως περνούν τα χρόνια και δεν υπάρχει πια παρά η μουσική του Βιβάλντι που επιμένει να μιλάει για εναλλαγή εποχών σ’ ένα δωμάτιο κατακλυσμένο πια για πάντα απ’ το χειμώνα. 

(Αργύρης Χιόνης, 1943-2011)  

/ Ανθολογεί ο Νίκος Μοσχοβάκος

[για αρχή ποιήματος πατήστε ΕΔΩ]  

 

ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

Όπως έλεγα στο
φίλο μου –όλο μιλάω
βλέπεις– Τζον του

λέω, που δεν ήταν το
όνομά του, το σκοτάδι μάς περι-
τριγυρίζει, τι

να κάνουμε ν’
αντισταθούμε, να –και
γιατί όχι– πάρουμε ένα μεγάλο κωλοαυτοκίνητο

οδήγα, είπε, για
το θεό, κοίταζε
μπροστά σου.

(Ρόμπερτ Κρήλυ [Robert Creeley], 1926-2005) 

 / μετάφραση Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ /      
(ανθολογεί η Ειρήνη Μαργαρίτη)   πρωτότυπο: ΕΔΩ  »  

 

I KNOW A MAN

As I sd to my 
friend, because I am 
always talking, – John, I 

sd, which was not his 
name, the darkness sur- 
rounds us, what 

can we do against 
it, or else, shall we & 
why not, buy a goddamn big car, 

drive, he sd, for 
christ’s sake, look 
out where yr going. 

(Robert Creeley, 1926-2005) 

 μετάφραση ΕΔΩ » 

 

ΙΛΙΟΝ

Άνοιξε αυτή την πόρτα

και τότε είδαμε στοιβαγμένα κτήρια από χορτάρι μπρος στα βράχια και πιο πάνω την Τροία να ορθώνεται πάνω από την παραλία 

Και μετά κάποιους δρόμους στριφογυριστούς και στο βάθος μια μπανιέρα με τόνους εφιάλτες μέσα της και το κεφάλι του Ομήρου μαβιασμένο απ’ το νερό με βαμβάκια να καλύπτουν τα μάτια τα κενά

Κοιτάξαμε τότε τον κλειστό κόλπο να διαγράφεται στον ουρανό και τα κτήρια από χορτάρι πάνω στους γκρεμούς     Φλέγονται τα χορτάρια     ναι: οι τρωικές λεγεώνες χορταριού ακόμα φλέγονται καίγονται στ’ αγκυροβόλια     απαγγέλλει ο Όμηρος πρησμένος απ’ το νερό βγαίνοντας απ’ την μπανιέρα κι ήταν μοναχά ο ήχος των μικρών κυμάτων στην παραλία     η γαλάζια θάλασσα ξαπλώνοντας μπρος στις σαρωμένες πόλεις του πολέμου και του πρωινού 

 / μετάφραση Ν. Λάμπρου & Στ. Χουρμουζιάδης /      πρωτότυπο »

 

ILION

Abre es puerta

y entonces vimos amontonados edificios de pasto frente a las rompientes y más arriba Troya levantándose sobre la costanera 

Y después unas calles serpenteantes y al fondo una bañera con toneladas de pesadillas adentro y la cara de Homero amoratada de agua con algodones cubriéndole sus ojos vacíos   

Miramos entonces la estrecha bahía dibujada en el cielo y los edificios de pasto sobre sus acantilados     Arden los pastos     sí: las troyanas legiones de pasto todavía arden quemándose en la rada     recita Homero hinchado de agua saliendo de la tina de baño y era sólo el sonido de las pequeñas olas sobre la playa     el mar azul recostándose frente a las arrasadas ciudades de la guerra y de la mañana

(Raúl Zurita [Ραούλ Σουρίτα], *1950 Χιλή)  

/ Ανθολογεί η Σύνταξη /   μετάφραση ΕΔΩ » 

 

Ο ΒΥΘΟΣ

Ένας ναύτης ψηλά
στα κάτασπρα ντυμένος
τρέχει μέσ’ στο φεγγάρι

Κι η κοπέλα απ’ τη γης
με τα κόκκινα μάτια
λέει ένα τραγούδι
που δε φτάνει ως το ναύτη

Φτάνει ως το λιμάνι
φτάνει ως το καράβι
φτάνει ως τα κατάρτια

Μα δε φτάνει ψηλά στο φεγγάρι

(Μίλτος Σαχτούρης, 1919-2005)  

[για ένα ακόμα ποίημα - πατήστε ΕΔΩ]   

 

ΤΟΠΙΟ

 –Ένα κορίτσι πνίγεται μέσα στο μαύρο
εγώ ανεβαίνω σ’ έναν άσπρο ουρανό

Μέσα στον έρημο χιονιά
ένας παπάς κατάμαυρος μέσα στην παγωνιά
λίγα μαύρα πουλιά σ’ ένα κλαδί
κι ένα μόνο λουλούδι
και μια φωνή  

–Εγώ ανεβαίνω σ’ έναν άσπρο ουρανό
μέσα στο μαύρο πνίγεται ένα κορίτσι

(Μίλτος Σαχτούρης, 1919-2005)  

[για το άλλο ποίημα πατήστε ΕΔΩ]  

/ ανθολογεί η Ειρήνη Μαργαρίτη /