Μοναστήρι των Γάτων, ο Αϊ-Νικόλας
Το "Μοναστήρι των Γάτων" (ο Αϊ-Νικόλας στο Ακρωτήρι στη Λεμεσό της Κύπρου)

ΣΕΦΕΡΗΣ & ΚΥΠΡΟΣ: ΜΙΑ ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΣΗ

ΣΕΦΕΡΗΣ & ΚΥΠΡΟΣ: Μια περιδιάβαση

Ήταν ωραία όλ’ αυτά, μια περιδιάβαση. («Λεπτομέρειες στην Κύπρο», Γ. Σεφέρης)

(γράφει ο Χρήστος Δ. Αντωνίου)

Οι ελπίδες ότι το «Κυπριακό» θα λυνόταν μέσα στο 2016 και θα γινόταν η «Επανένωση» του νησιού διαψεύστηκαν παταγωδώς. Και ο πρόσφατος διάλογος στο Κραν Μοντανά έχει πλήρως ναυαγήσει. Βασική αιτία το θέμα των εγγυήσεων και της αποχώρησης των στρατευμάτων. Αυτά τα ίδια δηλαδή που, κακώς βέβαια, συμφωνήθηκαν το 1960 στη Συνθήκη της Ζυρίχης και που οδήγησαν το νησί σε τόσες περιπέτειες με τελική κατάληξη την κατάληψη τού 40% του εδάφους του από τους Τούρκους. Η εμμονή της τουρκικής πλευράς σ’ αυτές τις δύο βασικές παραμέτρους δεν μπορεί πλέον να γίνει κατανοητή σ’ ένα πλαίσιο καλής γειτονίας και της ευρωπαϊκής προοπτικής της. Η ιστορία φαίνεται να εξελίσσεται ερήμην της πείρας που προσέφεραν 57 ολόκληρα χρόνια πολλαπλών επικίνδυνων πολιτικών και αιματηρών γεγονότων που, σε ορισμένες περιπτώσεις, παρά λίγο να προκαλέσουν πόλεμο μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας. Όμως και μόνο η συμφορά του 1974 θα έπρεπε από μόνη της να διδάξει την πολιτική ότι υπάρχει ένα πλαφόν στα σχέδιά της, που είναι ο άνθρωπος.

Η δική μας πλευρά φαίνεται να πληρώνει μέχρι σήμερα σφάλματα του παρελθόντος, γιατί η ελληνική κυβέρνηση πολιτεύτηκε επιπόλαια στα χρόνια της συμφωνίας του 1959. Στο βωμό τής μη διατάραξης των καλών σχέσεων με την Αγγλία ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής και ο υπουργός Εξωτερικών Ευ. Αβέρωφ θυσίασαν την Κύπρο. Και κανείς δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη στάση αυτή ως αποτέλεσμα άγνοιας ή έλλειψης ικανότητας για πρόβλεψη των συνεπειών σε βάρος τού, γενικότερα, ελληνισμού. Ο Πρέσβης στο Λονδίνο και ειδικός σύμβουλος του υπουργού εξωτερικών επί του «Κυπριακού» Γιώργος Σεφέρης, πέραν των άλλων ενεργειών του για την ορθή λύση του «Κυπριακού ζητήματος», εγκαίρως και επανειλημμένα ενόχλησε τον υπουργό του για τις αδυναμίες αυτής της Συνθήκης, ιδίως στα επίμαχα σημεία των εγγυήσεων και των στρατευμάτων. Και επειδή ο Αβέρωφ έδειχνε να αδιαφορεί για τις υποδείξεις του κ. Σεφεριάδη, που ήταν τότε ο μόνος άνθρωπος που ήξερε καλύτερα από κάθε άλλον το θέμα της Κύπρου, ο πρέσβης αναγκάστηκε να στείλει στον υπουργό του το γνωστό πλέον σήμερα υπόμνημά του με αριθμό πρωτοκόλλου 357.918/25 Δεκ. 1958, για να διαχωρίσει τη θέση του απ’ όσα επρόκειτο να συμβούν. Πρέπει να το τονίσουμε αυτό, γιατί πολλοί εκ των υστέρων υπονόησαν ότι ο Σεφέρης πρόδωσε το «Κυπριακό» για την υπόθεση του Νόμπελ. Η αλήθεια είναι όμως ότι ευθύς μετά την πρωτοκόλληση του υπομνήματός του, αυτός ο αριθ. Πρωτοκόλλου θεωρήθηκε από τον Αβέρωφ, όπως γράφει ο Σεφέρης, «μεγάλη προδοσία, υποθέτω γιατί τον εμπόδιζε να ξεχάσει το γράμμα μου στην τσέπη του». Αυτό είχε άλλωστε ως συνέπεια να αποκλειστεί ο Σεφέρης από τη συνδιάσκεψη της Ζυρίχης.

Μ’ αυτή τη συνθήκη διαψεύστηκαν οι ελπίδες μερικών δεκαετιών του ελληνισμού, η συμμετοχή των Κυπρίων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν εκτιμήθηκε με τιμιότητα από τους Άγγλους και η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ή, έστω, η δημιουργία «ανεξάρτητου» ειρηνικού κράτους, έμεινε ανεκπλήρωτος πόθος. Ο ποιητής στο ποίημα «Ελένη» ξεκινώντας απ’ αυτή την απογοήτευση γενικεύει όσο αφορά τον πόλεμο που, όχι μόνο δεν λύνει τα προβλήματα, αλλ’ αντίθετα δημιουργεί νέα προβλήματα και οδηγεί στην απογοήτευση:

(…) τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

Το ενδιαφέρον του Σεφέρη για την Κύπρο, απ’ όσο μαθαίνουμε από την Ιωάννα Τσάτσου, είχε αρχίσει πολύ νωρίς, από το 1931, χρονιά που οι Κύπριοι επαναστάτησαν και ζητούσαν την Ένωση με την Ελλάδα. Ύστερα, διαπιστώνουμε διαβάζοντας το Χφο ’41 ότι ο Σεφέρης προβληματίζεται για τα ανοιχτά εθνικά θέματα της Κύπρου και της Δωδεκανήσου, που το μέλλον τους, εκτιμά, εξαρτιόταν από τη συμμετοχή ή μη της Τουρκίας στον πόλεμο στο πλευρό ή όχι των Άγγλων. «Σε τελευταία ανάλυση», γράφει ο ίδιος, «ο θεός έβαλε το χέρι του και δε βγήκε η Τουρκία να μας βοηθήσει. Αν είχε γίνει αυτό, τα Δωδεκάνησα θα ήταν τώρα τούρκικα. (Μπορώ τώρα να προσθέσω αδίσταχτα: και η Κύπρος)». [Η τελευταία αυτή εγγραφή ανήκει στο Νοέμβριο του 1954].

Στα 1945 παρότρυνε μάλιστα τον αντιβασιλέα Δαμασκηνό να θέσει στους Άγγλους «ανοιχτά» το θέμα της Κύπρου προς όφελος της Ελλάδας εκμεταλλευόμενος τον όποιο σεβασμό είχαμε κερδίσει εκ μέρους των Άγγλων στα χρόνια του πολέμου. Η πολιτική των Άγγλων έκρινε βέβαια τότε ότι το αίτημα για Ένωση με την Ελλάδα δεν ήταν ώριμο, κι αυτό από τότε δημιουργούσε μεγάλες ανησυχίες στον Σεφέρη. Επακολούθησε ο Εμφύλιος, ο οποίος άφησε πίσω του ένα σκηνικό αποτυχίας των Ελλήνων, απόγνωσης και πόνου από το αδελφοκτόνο μίσος, μια δραματική ματαίωση, που, για τον ποιητή, συμπεριλαμβάνει και το σκηνικό της καταστροφής της Σμύρνης. Σ’ αυτό το τραγικό σκηνικό, στο οποίο η απόγνωση του ποιητή έχει χτυπήσει κόκκινο, αναφέρονται και δύο ποιήματά του: «Μνήμη, α΄» και «Μνήμη, β΄», που γράφει στα 1950, όταν επισκέφτηκε τη Σμύρνη για πρώτη φορά, από τότε που έφηβος την άφησε (1914). Τα θεωρώ κατεξοχήν σεφερικά ποιήματα, υπαινικτικά, αινιγματικά, δραματικά, αλλά και με μια διέξοδο στον κόσμο του φωτός, της αγάπης και της δικαιοσύνης. Και μόνο η αναφορά σε μερικούς στίχους αυτών των ποιημάτων είναι ικανή να δείξει, αν τους αποκρυπτογραφήσει κανείς, την έντονη αγωνία του ποιητή για τη μοίρα των Ελλήνων.

Κι εγώ στα χέρια μου μόνο μ’ ένα καλάμι·
ήταν έρημη η νύχτα το φεγγάρι στη χάση
και μύριζε το χώμα από την τελευταία βροχή.
Ψιθύρισα·  «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί,
ο ουρανός είναι λίγος, θάλασσα πια δεν υπάρχει,
ό,τι σκοτώνουν τη μέρα τ’ αδειάζουν με κάρα πίσω απ’ τη ράχη».

(…) και πάλι ψιθύρισα· «Θα γίνει η ανάσταση μιαν αυγή,
πώς λάμπουν την άνοιξη τα δέντρα θα ροδαμίσει του όρθρου η μαρμαρυγή,
θα ξαναγίνει το πέλαγο και πάλι το κύμα θα τινάξει την Αφροδίτη·
είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει».
(Μνήμη, α΄)

(…) Κι έτρεξε στην ορχήστρα ουρλιάζοντας:
«Αφήστε με ν’ ακούσω τον αδερφό μου!»
Κι ήταν σκληρή η σιγή τριγύρω μας
κι αχάραγη στο γυαλί του γαλάζιου.
(Μνήμη, β΄)

Στα 1953-1954 ο Σεφέρης επισκέπτεται δύο φορές την Κύπρο και γνωρίζει από κοντά και βαθιά το νησί αυτό, που το θεωρεί καθαρά ελληνικό, αν και η αγγλική προπαγάνδα προσπαθεί να το αποκόψει από τις ελληνικές ρίζες του. Γράφει τη γνωστή ποιητική συλλογή …Κύπρον, ού μ’ εθέσπισεν…[1], που περιέχει την εμπειρία του Σεφέρη από τον κόσμο της Κύπρου. Στη συλλογή ο ίδιος ο ποιητής εντάσσει και τα δύο παραπάνω ποιήματα, γιατί φαίνεται ότι η ανησυχία του αφορούσε και τη μοίρα της Κύπρου, και άρα έχουν «κυπριώτικο» χαρακτήρα. Άλλωστε η σύνδεση όλων αυτών γίνεται πολύ εύκολα μέσα στον κόσμο των συναισθημάτων του ποιητή, μέσα από τον πόνο και την αίσθηση της αδικίας που δημιουργούν ο πόλεμος, οι σφαγές, οι απάνθρωπες πολιτικές.

Μετά τη Συνθήκη της Ζυρίχης φαίνεται ότι ο σεφερικός στίχος από το «Μνήμη, α΄»:
Θα ξαναγίνει το πέλαγο και πάλι το κύμα θα τινάξει την Αφροδίτη,
όσο αφορά την Κύπρο (αλλά και γενικότερα), δυστυχώς δεν επαληθεύτηκε μέχρι τώρα. Από την επομένη άρχισαν οι περιπλοκές για την Κύπρο, για την Ελλάδα και για την Τουρκία. Τον Αύγουστο του 1964 η περιοχή της Τηλλυρίας βομβαρδίζεται από την τουρκική αεροπορία με βόμβες ναπάλμ, ύστερα βέβαια από επίθεση της Εθνικής Φρουράς σε τουρκοκυπριακό θύλακα της περιοχής. Ήδη το καθεστώς της Συνθήκης της Ζυρίχης είχε ουσιαστικά ανατραπεί. Οι αιματηρές συγκρούσεις στην Κοφίνου (Νοέμβριος 1967), όταν η Εθνική Φρουρά επιτέθηκε στην περιοχή ύστερα από προκλήσεις των Τουρκοκυπρίων, κόντεψε να οδηγήσει σε πόλεμο την Ελλάδα και την Τουρκία και έπαιξαν καταλυτικό ρόλο για την τουρκική εισβολή το 1974.

Αφορμή γι’ αυτό το άρθρο, που αποτελεί μια πολύ σύντομη «περιδιάβαση» σε περασμένα και τωρινά, είναι όπως ειπώθηκε στην αρχή, η αποτυχία του διαλόγου για την «Επανένωση της Κύπρου», αλλά κι ένα πρόσφατο ταξίδι μου στην Κύπρο. Και δεν είναι δυνατόν, νομίζω, να γράψει κανείς, και μάλιστα φιλόλογος, ένα παρόμοιο κείμενο χωρίς να θυμηθεί την «περιδιάβαση» του Γιώργου Σεφέρη, που περισσότερο από όλους τους ποιητές, αγάπησε τον κόσμο της Κύπρου, έγραψε την ποιητική συλλογή …Κύπρον, ού μ’ εθέσπισεν… και ως διπλωμάτης είχε ως κύρια ευθύνη του το «Κυπριακό ζήτημα».

Στην Κύπρο βέβαια από τότε έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Είναι διαμελισμένη, έχει αλλάξει διοικητικό σύστημα, πολιτικούς προσανατολισμούς, είναι μέλος της ΕΕ, φιλοξενεί πολλούς ρώσους με ναυτιλιακές επιχειρήσεις και πρόσφυγες παντός είδους, επιδιώκει την «Επανένωσή» της κ.ά. Ωστόσο οι Κύπριοι μιλούν την ελληνική γλώσσα, έχουν την ίδια θρησκεία με μας, τραγουδούν τα ίδια τραγούδια με μας, διδάσκονται στα σχολεία τους την ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία, όπως ακριβώς κι εμείς στα σχολεία μας διδασκόμαστε και Κ. Μόντη και Κυρ. Χαραλαμπίδη (και όχι μόνο), έχουν παραδοσιακά καθαρή ελληνική συνείδηση και ελληνικά σημεία μυθικής αναφοράς. Μου φάνηκε δικαιολογημένη η ταύτιση μαζί τους και η πεποίθηση ότι πρόκειται για ένα κομμάτι του ελληνισμού πιστό στις ελληνικές λαϊκές παραδόσεις. Αυτό ακριβώς διαπίστωσε στα 1953-1954 και ο Σεφέρης, που είδε την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ως φυσιολογική. Αν δέχτηκε γι’ αυτή του τη θέση αρνητική κριτική, αυτό δεν αλλάζει το γενικότερο πλαίσιο των απόψεών του για τον ελληνισμό της Κύπρου και πολύ περισσότερο δεν αναιρεί την αξία των ποιημάτων της εν λόγω συλλογής του. Η ποίηση άλλωστε δεν γράφεται με το υποδεκάμετρο.

Περπατώντας στα εμπορικά δρομάκια της Λεμεσού, αλλά και σε ένα-δυο χωριά, το μάτι μου έπιασε κάτι κολόκες, που τόσο πολύ αγαπούσε ο ποιητής. Ένα απόγευμα που έτυχε να βρεθώ στο σπίτι του στην οδό Άγρας, η Μαρώ Σεφέρη μού έδειξε στο σαλόνι τού σπιτιού, ανάμεσα στα άλλα, μια συλλογή από μαύρες κολόκες. Πρόκειται, όπως μας πληροφορεί ο ποιητής, για «κολοκύθες που χρησιμοποιούν για δοχεία· το πλούμισμα της κολόκας είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες λαϊκές τέχνες της Κύπρου· κοσμητικά σχέδια, φιγούρες ηρωϊκές, οικείες ή σκωπτικές κτλ.». Και επειδή, όπως είναι γνωστό, ο ποιητής αγαπούσε τη λαϊκή παράδοση, ήθελε καταρχάς την κυπριώτικη συλλογή του να την ονομάσει Κολόκες. Αντιγράφω δυο στίχους από το ποίημα «Λεπτομέρειες στην Κύπρο», όπου γίνεται σχετική αναφορά:
Τότες ήρθε ο καλόγερος· σκουφί, κοντόρασο, πέτσινη ζώνη,
κι έπιασε να πλουμίζει την κολόκα.

Όταν φτάσαμε στις Πλάτρες, κατεβαίνοντας από το Τρόοδος, είχε νυχτώσει. Έστησα αφτί ν’ ακούσω τ’ αηδόνια «μες στον ανασασμό των φύλλων». Γέμισε το δάσος με «μουσική δροσιά»! Την άλλη μέρα στην Πράσινη Γραμμή στη Λευκωσία, την ώρα που περνούσαμε στα Κατεχόμενα, θυμήθηκα δυο άλλα ποιήματα της κυπριώτικης συλλογής: Το «Πενθεύς» και το «Ευριπίδης, Αθηναίος». Τον Πενθέα τον διαμέλισαν οι Βάκχες, εκείνες δηλαδή οι σκοτεινές δυνάμεις της Ιστορίας και επομένως και της σύγχρονης πραγματικότητας. Τον Ευριπίδη πάλι τον «σπαράξαν τα σκυλιά». Μήπως και τα δύο αποτελούν μια θλιβερή προφητική υπόμνηση, όχι μόνο για τον διαμελισμό της Κύπρου, αλλά και για την τραγική μοίρα του ελληνισμού μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο σπαραγμό; Καθαρά μάλλον αυτά υπονοούνται μέσα στο ποίημα:
Γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Τροίας
και στα λατομεία της Σικελίας.

Την άλλη μέρα στα Κούκλια, βρεθήκαμε στο αρχαίο Ιερό της θεάς Αφροδίτης. Λίγα αρχαία μέλη σώζονται σ’ αυτό τον ιερό χώρο, όπου άλλοτε οι άνθρωποι τιμούσαν τη θεά της ομορφιάς και του έρωτα. Ο ποιητής το είχε επισκεφτεί τον Νοέμβριο του 1953 και εκμεταλλεύεται ένα έθιμο που αφηγείται ο Ηρόδοτος, για να γράψει το ποίημα «Επικαλέω τοι την θεόν…».

«…όταν μια γυναίκα καθήσει εκεί [δηλαδή στον αυλόγυρο του ναού της Αφροδίτης] δεν την αφήνουν να πάει σπίτι της παρά αφού ένας ξένος της ρίξει χρήματα στα γόνατα και σμίξει μαζί της μέσα στον ναό. Και ρίχνοντάς τα πρέπει να πει τούτο μόνο: “Στο όνομα της θεάς Μύλιττας” – Μύλιττα ονομάζουν την Αφροδίτη οι Ασσύριοι (…) Και σε μερικά μέρη της Κύπρου υπάρχει ένα έθιμο παραπλήσιο με τούτο».

Ο Ηρόδοτος χαρακτηρίζει αυτό το έθιμο ως το πιο αισχρό («Ο δε δη αίσχιστος των νόμων εστί τοίσι Βαβυλωνίοισι όδε. Δει πάσαν γυναίκα επιχωρίην ιζομένην ες ιρόν Αφροδίτης άπαξ εν τη ζόη μιχθήναι ανδρί ξείνω»). Το ίδιο και ο ποιητής που το εκμεταλλεύεται, για να μιλήσει για την άδικη ιστορική κακοποίηση της Κύπρου από τα αρχαία κιόλας χρόνια μέχρι σήμερα. Τα οικονομικά συμφέροντα καθορίζουν δυστυχώς και σήμερα ακόμη τη μοίρα του νησιού, ιδίως όσα σχετίζονται με τα θαλάσσια οικόπεδα φυσικού αερίου, σήμερα που ναυάγησε παταγωδώς ο περίφημος διάλογος στο Κραν Μοντανά. Στον αυλόγυρο του υπάρχοντος, δίπλα στο αρχαίο Ιερό χριστιανικού ναού, ο ποιητής μιλά μέσα στο ποίημα «μ’ ένα σακάτη», απ’ αυτούς που συνήθως βλέπει κανείς σε τέτοιους χώρους, και που ποιητικά συμβολίζει ίσως τον «σακάτη» λαό.

Λάδι στον ήλιο·
τρόμαξαν τα φύλλα
στου ξένου το σταμάτημα
και βάρυνε η σιγή
ανάμεσα στα γόνατα.
Έπεσαν τα νομίσματα·
«Επικαλέω τοι την θεόν…».

Λάδι στους ώμους
και στη μέση που λύγισε
γρίβα σφυρά στη χλόη,
κι αυτή η πληγή στον ήλιο
καθώς σημαίναν τον εσπερινό
καθώς μιλούσα στον αυλόγυρο
μ’ ένα σακάτη.

Κατεβαίνοντας από τα Κούκλια βρεθήκαμε στην περίφημη Πέτρα του Ρωμιού. Εκεί σύμφωνα με τον μύθο γεννήθηκε η Αφροδίτη, η θεά της ομορφιάς και του έρωτα. Είναι ένας τεράστιος βράχος που, σύμφωνα με την κυπριακή παράδοση, ο Διγενής, στα χρόνια των αραβικών επιδρομών στην Κύπρο, στην προσπάθειά του να αποτρέψει την απόβαση των Σαρακηνών στη συγκεκριμένη ακτή, άρπαξε έναν τεράστιο βράχο και τον εκσφενδόνισε εναντίον τους. Ψιθύρισα αμέσως τους στίχους:

«Φαίνεται ο Κάβο-Γάτα…», μου είπε ο καπετάνιος
δείχνοντας ένα χαμηλό γιαλό μέσα στο πούσι
τ’ άδειο ακρογιάλι ανήμερα Χριστούγεννα,
«…και κατά τον Πουνέντε αλάργα το κύμα γέννησε την Αφροδίτη·
λένε τον τόπο Πέτρα του Ρωμιού.
Τρία καρτίνια αριστερά!»

Οι στίχοι ανήκουν στο ποίημα «Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα», το οποίο ο Σεφέρης είχε αρχίσει να πρωτογράφει τα Χριστούγεννα του 1952, όταν, ενόσω ταξίδευε για τον Λίβανο, για να αναλάβει εκεί τη διπλωματική εκπροσώπηση της Ελλάδας, παραπλέει την Κύπρο και αποβιβάζεται στη Λεμεσό για δύο ώρες. Το τελειώνει όμως στις 5 Φεβρουαρίου του 1969, δύο περίπου μήνες πριν από τη Δήλωσή του ενάντια στη δικτατορία, όταν η άνοδος της Χούντας και οι λανθασμένοι χειρισμοί της στο «Κυπριακό» άρχισαν να του δημιουργούν μεγάλες ανησυχίες. Ο ίδιος ο ποιητής το κατατάσσει στην κυπριώτικη συλλογή του και εκφράζει μέσα σ’ αυτό τη μεγάλη του ανησυχία για το μέλλον του νησιού. Το ποίημα, όπως ο ίδιος αποκαλύπτει σε μια συνέντευξή του στην Ανν Φιλίπ (1971), «βασίζεται σε μια κυπριακή παράδοση που διασώζεται στην Περιγραφή Ολοκλήρου της Νήσου Κύπρου, που έγινε από κάποιον Lusignan, τον 16ον αιώνα. Έναν μοναχό Lusignan που ανήκε στη βασιλική οικογένεια… Περιγράφει λοιπόν πως το μέρος πλήττεται από δηλητηριώδη φίδια, που θα έπρεπε να εξοντωθούν, και λέει, με μια αφέλεια ύφους, ότι ιδρύεται μοναστήρι, του οποίου οι μοναχοί συμφωνούν να δίνουν στις γάτες, σ’ αυτό το κοπάδι γατιών, που είχαν για την εξόντωση των φιδιών, μια συγκεκριμένη ποσότητα κρέατος, έτσι ώστε τα δύστυχα ζώα να μην τρώνε πάντα φαρμάκι, δηλητήριο. Γιατί τα φίδια ήταν δηλητηριώδη».

Το ποίημα περιγράφει την άγρια πάλη που έδωσαν οι γάτες ενάντια στα φίδια. Και:
ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος
χαθήκανε· δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.

Όπως φαίνεται, το ποίημα αποτελεί προειδοποίηση για τη μοίρα του νησιού. Η μεγάλη ανησυχία του ποιητή φαίνεται άλλωστε από το απόσπασμα της τραγωδίας Αγαμέμνων του Αισχύλου, που χρησιμοποιεί ως μότο, και που καταλήγει μελαγχολικά:
Κι αχ! Της γλυκιάς ελπίδας το καλό
Το θάρρος μού έφυγε κι εχάθη. (μτφρ: Γρυπάρη)

Το μοναστήρι των γάτων
«Το μοναστήρι των γάτων» – φωτο: Χρ.Δ. Αντωνίου (αρχείο Αποικία)

~.~
Την άλλη μέρα το μεσημέρι, κάτω από τον καυτό ήλιο της Κύπρου, επισκέφτηκα το «Μοναστήρι των Γάτων». Ξερό τοπίο. Μια καλόγρια με διαβεβαίωσε ότι δεν υπάρχουν πια φίδια. Δεν την πίστεψα. Φαντάστηκα ότι και σήμερα κάπου μες στα ξερά χόρτα, που γεμίζουν ένα μεγάλο κάμπο μπροστά στο Μοναστήρι, υπάρχουν πολλά φίδια.

Η δική μου πολύ μικρή «περιδιάβαση» σταμάτησε εδώ. Την άλλη μέρα έπρεπε να επιστρέψω στο Κλεινόν Άστυ. Σκέφτηκα πάλι τις επικριτικές απόψεις για τον τρόπο που ο Σεφέρης αντιμετώπισε την Κύπρο, αλλά, όπως και να έχει το πράγμα, ο ποιητής άλλαξε τον αρχικό τίτλο της κυπριώτικης συλλογής του σε Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄, για να δείξει ότι το ταξίδι του ελληνισμού συνεχίζεται – σ’ αυτό συμφωνούμε όλοι.

«Γραμμή!» αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης.

~~..~~

[1] Σ.τ.Σ. Αυτός είναι ο αρχικός τίτλος της συλλογής (στην έκδοση του 1955).

Ο Χρήστος Δ. Αντωνίου είναι διδάκτωρ φιλολογίας [με διδακτορικό για τη «λαϊκή παράδοση» στο έργο του Σεφέρη] και συγγραφέας.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ