Λουλούδια σε τραπεζομάντιλο, σκιές
φωτο: Αλέξιος Μάινας

ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΤΗΣ ΜΕΡΣΕΔΕΣ - ΜΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Je dis: une fleur! (…) idée même et suave, l’absente de tous bouquets.[1]
(Stéphane Mallarmé)

1.
Τα ποιήματα δεν είναι τα άνθη που λείπουν από κάθε ανθοδέσμη;
Δεν είναι τα αλματώδη λάθη που δένουν απάνθρωπα αυτό που λείπει στις άφωνες λέξεις μας;

2.
Για τον Σταμάτη θα έλεγα ότι είμαστε συνάδερφοι. Αν και έχω υπ’ όψιν μου μια περίεργη αδελφότητα: αυτή της ομιλούσας ύπαρξης. Της ανθρώπινης, της γλωσσικής, όπου, ενώ είσαι αδερφός, ο πατέρας είναι απών, λείπει, δεν υπάρχει. Αυτή είναι η κατάσταση, αυτή είναι η συνθήκη. Μία συνθήκη αδιανόητης απουσίας. Αλλά ομιλούσας. Αφόρητης έλλειψης.
Διότι ομιλεί αυτή η απουσία. Και γράφει αυτή η έλλειψη.

3.
Δεν υπάρχει η Ποίηση, ούτε η Λογοτεχνία. Και ακριβώς για αυτό είμαστε αδερφοί με τον Σταμάτη. Επειδή το μόνο που υπάρχει είναι η γραφή.
Και τα ποιήματα της αέναης γλωσσικής πτώσης του ανθρώπου. Της ήττας το άφωνο νερό, που είναι το ποίημα.

4.
Τα τριαντάφυλλα αυτά, η συλλογή της Μερσέδες, λειτουργούν, θα μπορούσα να πω, ως το απωθημένο των ποιημάτων του ποιητή. Είναι όπως το «τριαντάφυλλο» του Μαλλαρμέ, που «λείπει από όλες τις ανθοδέσμες». Είναι τα ποιήματα που λείπουν από όλες τις συλλογές του. Όχι γιατί ήταν ανέκδοτα μέχρι πρότινος, αλλά διότι εμφανίζουν τρόπους που θα μπορούσαν να εξηγήσουν κατά κάποιον τρόπο τα υπόλοιπα βιβλία του. Ή καλύτερα: αποτελούν τον χώρο του κρυφού τους νοήματος ή της κοινής τους απόλαυσης. Εμφανίζουν την λογική που τα συνέχει. Αυτή η συλλογή αφήνει, επιτρέπει σε κάτι να εμφανιστεί. Ίσως ανάλογη θέση απέναντι στην ποίησή του να έχει η θεατρική του γραφή.

5.
Τα δύο ποιήματα του βιβλίου μού θυμίζουν τις εκτεταμένες συνθέσεις –σαν δύο άγρυπνες, στενόμακρες λίμνες ανάμεσα σε θεόρατα βουνά–,  τις ιδρυτικές  εκείνες κατακερματισμένες αφηγήσεις του μοντερνισμού. Τον Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, του William Carlos Williams τα οράματα, ή του T. S. Eliot τα σκηνικά έπη. Αλλά ηττημένα, βρεγμένα, πεζά. Πεζότατα, όπως ο Εγγονόπουλος γυρνώντας, στρατιώτης ταυτόχρονα και στρατηγός, ηττημένος και άρρωστος από το Αλβανικό μέτωπο.
Αφού τον ποιητικό κόσμο του Σταμάτη μοιάζει να τον εκφέρουν τα υγρά, τα πάλλευκα μάτια ενός πανταχού παρόντα Τειρεσία. Τα ποιήματα τότε δεν είναι ένας παμπάλαιος συλλέκτης οδύνης στο προφορικό οροπέδιο του ανθρώπινου πόνου;

6.
Λόγος μονότονος, εντοπισμένος, αφιερωμένος. Δίχως δοξαστικά φινάλε, ή μεταφυσικές εξόδους. Λόγος αδιέξοδος τελικά. Καταδικασμένος να βραδυπορεί στης Ιστορίας τα ευτράπελα έλη. Στο πραγματικό της φρίκης, που δεν είναι η επανάσταση, αλλά ίσως η λήθη της.
Λόγος άκαιρος πάντα, σε μια εποχή που είναι σίγουρη, αδιάφορη, αφηρημένη ή απλά κυνική. Βλακωδώς ναρκισσική ή ψευδώς ειρωνική. Αφελώς και διαχυτικά συναισθηματική. Ή άλλοτε περισπούδαστα άνοστη και ανόητα μεταμοντέρνα. Η ποίηση του Πολενάκη είναι στην σημερινή συνθήκη μια παράφωνη φωνή. Και μια παράταιρη ποίηση.

7.
Το ιδίωμά του κατατίθεται με μικρά συνήθως ποιήματα. Σαν ελεγείες, σαν αναθηματικά εκκλησάκια στην άβυσσο.
Θέματα: η επανάσταση, η ιστορία, η ρομαντική γραφή, η ανέφικτη φυγή. Η κατακόρυφη ψυχή της ανθρώπινης πτώσης. Το ανέφικτο και της ζωής και του θανάτου κάθε ανθρώπινης ύπαρξης.

8.
Η απόκρημνη αφήγηση των δακρύων των μεγάλων και κρύων πουλιών της Ιστορίας.
Ο κινηματογράφος των ονείρων του, ο εφιάλτης του απλού καθημερινού φωτός.

9.
Ακίνητος κόσμος, γενναίοι στρατηγοί και αυτοκράτορες ή απλοί θνητοί που κολυμπούν εναγώνια στον ιστό της ίδιας φρίκης που λέγεται Ιστορία, που λέγεται γλώσσα. O τρόπος αυτού του βιβλίου μού θυμίζει τον Αρκεσίλα, τον στρατηγό που ο Εγγονόπουλος έκανε ποίημα, του Καβάφη τα ηττημένα είδωλα, που πάντα απέρχονται, ξένα και άγνωστα, απ’ τη σκηνή.
Ξένα, όμως, όπως απέρχονται από τον κόσμο, απ’ τη ζωή τους, προς τον κόσμο. Όχι εκτός, δεν φεύγουν εκτός, δεν υπάρχει κανένα εκτός, ούτε εκεί, ούτε εδώ. Αποχωρούν, απέρχονται προς τον κόσμο, προς ένα άγνωστο εσωτερικό του. Προς ένα αδιαφανές εντός, προς ένα αδιευκρίνιστο αλλού, που είναι, που ήταν πάντα εδώ. Καμιάς φυγής δεν καταδέχονται την πείνα, αφού τρέφονται από απουσία απλή. Δηλαδή με το τίποτα.

10.
Τα δύο αυτά μακροσκελή ποιήματα του βιβλίου μού θύμισαν την ταινία του Alexander Sokurov για τον Hirohito, τον Αυτοκράτορα Ήλιο. Την τεφρή και ηττημένη Ιαπωνία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, με το ισοπεδωμένο, αποτεφρωμένο από τους συμμάχους Τόκιο. Και τα μεταφυσικά σχεδόν φλαμίνγκο στον κήπο του αυτοκρατορικού στρατηγείου να παρελαύνουν ανενόχλητα και ζαλισμένα –απορημένα σχεδόν– ανάμεσα στα ερείπια. Οι αμερικανοί στρατιώτες τα έσπρωχναν, τα έβριζαν και τα περιγελούσαν. Ο αυτοκράτορας Hirohito, άνοιγε δρόμο για να περάσουν και τα προσκυνούσε σεβάσμια.

11.
Στο τσίρκο μιας ασπρόμαυρης λύπης. Στο δάκρυ ενός απόντος θεού. Στη μεταφυσική του κενού. Δηλαδή σήμερα.

12.
Το ενδιαφέρον με τα ποιήματα του Σταμάτη είναι ότι δεν ηχούν ποτέ προσωπικά. Είναι τοπικά. Ή, ενώ είναι τοπικά, τοπικότατα, αποκτούν ξαφνικά μία απροσδόκητη γενικότητα. Μια άφωνη γενναιότητα. Έχει πάντα πολύ ενδιαφέρον η αντικατάσταση ενός προσώπου, του προσώπου, από έναν χώρο. Όχι από ένα αντικείμενο. Αλλά από έναν χώρο, κάτι άδειο, κενότατο δηλαδή και λευκό, όπου εγγράφεται κάθε πρόσωπο και κάθε αντικείμενο. Άλλωστε δημιουργία, νομίζω, είναι η μέριμνα για αυτόν ακριβώς τον χώρο.
Αποτελούν πάντοτε και ένα άλμα προς το άγραφο, το πανανθρώπινο και το υψηλό. Το οποίο όμως στον Σταμάτη είναι πάντα άφωνο, άφαντο, απόν. Ηττημένα απόν. Και σαν αντικείμενο, σαν πράγμα άφωνο.

13.
Μοιάζει η ποίηση του Πολενάκη σαν φιλοσοφία σε κόμικ. Και έχει κατορθώσει το έλασσον του Καρυωτάκη, το ελάχιστο του Kafka (του Deleuze). Την απόλυτη συρρίκνωση του πόνου σε ύπαρξη. Σε ζωύφιο έντονης/έντομης γλωσσικής αυταπάτης. Ως την απόλυτη φρίκη.

14.
Ίσως οι στίχοι στα τριαντάφυλλα της Μερσέδες να μοιάζουν με πλατύ νερό. Ίσως πάλι να βουλιάζουν σαν πέτρες.
Η πέτρα: όταν οι λέξεις αρνούνται το θαύμα.

15.
Ο ποιητής δεν είναι απελπισμένος, είναι ομιλών.

~.~

Δύο μικρά ποιήματα από την πρότερη γραφή του Σταμάτη Πολενάκη
(Επιλογή: Δημήτρης Λεοντζάκος)

ΓΡΗΓΟΡΑ  

Το σύμπαν είναι εφήμερο!
πρέπει λοιπόν να ανοίξω το βήμα μου
να προλάβω να φθάσω ως
το αντικρινό πεζοδρόμιο
να περάσω απέναντι τουλάχιστον.

~.~

ΧΡΗΣΜΟΣ 

Σκοτεινό θα είναι το αύριο
και από το δίχτυ της μοίρας
τίποτα δεν ξεφεύγει· ούτε καν οι Θεοί.
Σας το λέει το χέρι που γράφει
αυτό το ποίημα, σας το λέω εγώ
με τα τυφλά μου μάτια
και η Κασσάνδρα με προφητείες ακατανόητες
-δέκα χρόνια πέρασαν από τότε-
ας σκορπίσει για πάντα
ο άνεμος την τέφρα του Αίγισθου
και της Κλυταιμνήστρας.

~~..~~

[1] Σ.τ.Σ. Ελλειπτική απόδοση αφορισμού του Στεφάν Μαλλαρμέ (1842-1898) από το Crise de Vers (Η κρίση του στίχου, 1897). Το σημείο έχει ως εξής: Je dis: une fleur! et, hors de l’oubli où ma voix relègue aucun contour, en tant que quelque chose d’autre que les calices sus, musicalement se lève, idée même et suave, l’absente de tous bouquets. – Αναφωνώ: ένα άνθος! και μέσ’ απ’ τη λήθη, όπου η φωνή μου εξορίζει κάθε περίγραμμα, αναδύεται, ως κάτι διάφορο απ’ τους γνωστούς κάλυκες, με τρόπο μουσικό, τωόντι ιδέα και ηδύ, αυτό που απουσιάζει από κάθε ανθοδέσμη. (μτφρ. για την Αποικία: Αλ.Μάινας)

Ο Δημήτρης Λεοντζάκος είναι ποιητής και μουσικός.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ