Η ποιήτρια Λένα Καλλέργη και το

ΠΕΡΙΣΣΕΥΕΙ ΕΝΑ ΠΛΟΙΟ

Ο Νώε, η κιβωτός και τα πανάρχαια τέρατα –
Παρουσίαση της συλλογής: Περισσεύει ένα πλοίο, εκδ. Γαβριηλίδης, 2016

(γράφει η Άννα Γρίβα)

Η ποιήτρια Λένα ΚαλλέργηΤο ταξίδι, το καράβι, η κιβωτός που διασώζει το ανθρώπινο γένος είναι πανάρχαια λογοτεχνικά μοτίβα, αλλά και μοτίβα των παραμυθιών, των θρησκευτικών πίστεων και των μεταθανάτιων δοξασιών. Η δεύτερη συλλογή ποιημάτων της Λένας Καλλέργη αξιοποιεί τον πλούτο που διασώζουν οι διαφορετικοί πολιτισμοί και οι παραδόσεις για τη θάλασσα, τον ταξιδιώτη, τον πλάνητα και τα θαλασσινά τέρατα που τον συντροφεύουν. Εμπλουτίζει όμως τα θέματα αυτά με μια νέα μυθολογία, με τον μύθο του δικού της ταξιδευτή. Ο Νώε αυτού του βιβλίου Ταξίδεψε χωρίς σκοπό/ συνάντησε άλλα πλοία/ πατρίδα ονόμασε το σώμα που κινείται. Ενώ λοιπόν ταξιδεύει και ζει τις διαρκείς αλλαγές του κόσμου, υπάρχει ένα σταθερό σημείο που τον συνέχει, μια πατρίδα, που είναι το κορμί του, με όλες τις αισθήσεις, τις σκέψεις, τους φόβους, όπως θα ξετυλιχθούν στο βιβλίο. Αν και το ταξίδι είναι αυτό που έχει ορίσει την ιστορία του στη συνείδηση όλων μας, εδώ μαθαίνουμε ότι:

Κι αν επιλέχθηκα να ζήσω
δεν μου έμαθε κανείς ναυσιπλοΐα.

Το κορμί είναι η πατρίδα, το ένστικτο της επιβίωσης, οι λεπτότερες αισθήσεις του κόσμου. Και η γλώσσα είναι αυτή που ορίζει την αλήθεια των πραγμάτων, αυτή που αντιμάχεται τον θάνατο, αυτή που παλεύει να αρθρωθεί πέρα από τη φθορά. Γι’ αυτό και επανέρχεται διαρκώς μέσα στα ποιήματα. Γράφει η ποιήτρια:

Όπως τα πλοία, έτσι και οι γλώσσες
παλεύουν με τον άνεμο.
(…)
Δεν κάνουν τα ψάρια τη θάλασσα
ούτε οι λέξεις τη γλώσσα.

Η γλώσσα είναι επίσης αυτή που ορίζει την απόσταση και την προσέγγιση ανάμεσά μας, αλήθεια που τη γνωρίζουμε όλοι:

Ανάμεσά μας βρίσκεται
μια γλώσσα
και μια θάλασσα.

Άλλοτε πάλι η γλώσσα είναι επιθυμία και αλλάζει τα πράγματα:

Θέλω να πω τη νύχτα «σώμα»
κι ας είναι μόνο
στιγμή.

Θέλω να πω το σώμα «δέντρο»
κι ας είναι μόνο
κλαδί.

Θέλω να πω τα δέντρα «δάσος»
κι ας είναι μόνο
κορμοί.

Μα κι αν κανείς ταξιδεύει με το σώμα του για σκαρί και πατρίδα, δεν σημαίνει πως είναι ασφαλής: τα επικίνδυνα πλάσματα, τα αρχαία τέρατα θα μιλήσουν μέσα στους στίχους. Η Σειρήνα λέει:

Είμαι η εξόριστη φωνή των μυθικών πλασμάτων
που τους καταλογίζονται θαυμάσια εγκλήματα.
Βαθαίνουν οι ωκεανοί
κι ακόμα δεν κατάλαβα
αν μοιάζω με γυναίκα ή με πουλί
αν είναι η φύση μου αποστολή ή απόφαση.

Άλλοτε πάλι στο ταξίδι του συναντά κανείς ανθρώπους που έγιναν ζώα, όπως τον εραστή-ψάρι, με τον οποίο:

Ίσως να συναντιόμαστε, καμιά φορά, στις όχθες.

Το ταξίδι κάποτε γίνεται και στον χρόνο, καθώς οι παρελθούσες εποχές δεν έχουν φύγει ολοκληρωτικά μέσα από το σώμα-σκαρί. Έτσι, συχνή είναι η αναφορά στην παιδική ηλικία, που όμως ως μνήμη και ως αλήθεια που συνεχίζει να αναπνέει μέσα μας, μετασχηματίζεται και δημιουργεί έναν νέο εαυτό:

Κάποτε
τα πιο τρομερά πράγματα στον κόσμο
ήταν η κουρτίνα και η ντουλάπα.
(…)
Αν βουτήξεις στη μνήμη και βραχείς στους λυγμούς της
τα κάνεις προσάναμμα.
Αν θελήσεις να φύγεις,
υλικά για σχεδία.

Κάποτε η σκοπιά αλλάζει, δεν είναι η οπτική του ταξιδιώτη που αποκαλύπτει τα πράγματα, αλλά η οπτική του άγνωστου που μας υπαγορεύει μιαν αόρατη πορεία στην ύπαρξη. Έτσι μιλά ο θεός και ομολογεί πως:

Τους έδωσα ό,τι αρμόζει στον καθένα:
(…)
Στους ναυαγούς έστειλα τρικυμίες.
Ήττες και προδοσία στους αρχηγούς.
Άνθη και θάνατο για τις μητέρες.

Όμως, από τις αόρατες υπάρξεις που μας ορίζουν δεν θα μπορούσε να λείπει ο θάνατος: αυτός άλλοτε γίνεται ρούχο και κολακεύει, άλλοτε προσωποποιείται και γίνεται ο πιστότερος σύντροφος κι άλλοτε επιστρέφει ως μια διάχυση στη φύση και στις γιορτές των ανθρώπων, αφού στον Επιτάφιο καταλαβαίνει κανείς ότι Παρασκευή σημαίνει/ πως δεν είναι ντροπή να πεθαίνεις.

Ποιο είναι όμως το πλήρωμα του καραβιού; Πρόσωπα που περνούν απαρατήρητα, αλλά κάνουν σημαντικές ενέργειες, μέσα σε μια αόρατη τάξη, όπως η γριά καθαρίστρια που Δεν τσιγκουνεύεται στο ξέπλυμα/ Όλοι θα πάμε εκεί που πάνε τα νερά.

Το ταξίδι όμως, εκτός από τον καπετάνιο, το πλήρωμα, τα κύματα και τις δυσκολίες που θα συναντήσει, την πατρίδα και τον προορισμό, είναι και οι σταθμοί, οι πόλεις, όπως η ανώνυμη πόλη που αναζητά επίμονα το όνομά της:

Πώς να σε αποκαλώ.
Αν δεν ξεκίνησα από εδώ
κι εδώ δεν καταλήγω
τι μου απομένει;
Κύματα,
η ελπίδα του τρελού.

Ή η παράξενη ενδοχώρα που προσπαθεί να γίνει κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι επιβάλλοντας όρους νησιού/ χωρίς γέφυρες. Κάποτε πάλι οι πόλεις ονομάζονται, όπως η Βερόνα, που αγάπησαν οι βάρδοι/ και οι ποιητές που δεν τις είδαν, ενώ άλλοτε η πόλη είναι η πατρίδα-φτώχεια στην οποία επιστρέφει ο αυτόχθων, γιατί:

Περισσεύει ένα πλοίο - Λένα Καλλέργη

Πού να βρω τέτοια απτή καθαρότητα
τέτοια έρημα βράδια με ένα άστρο μονάχα.

Πού να βρω τέτοια έκταση ανάγκης
να στολίζεται αμέριμνη με όποιο ίχνος της τύχει
να μαζεύει απ’ το χώμα της σπόρους
για ν’ αφήσει στο εικόνισμα.

Ποιος είναι λοιπόν ο Νώε-Οδυσσέας αυτού του βιβλίου; Στο τέλος του βιβλίου ο ίδιος ορίζει την ταυτότητά του:

Δεν έχω παρά
ένα σώμα φωνή
όλο αλάτι στην άρθρωση.

Αν όμως είχα
ένα πανί.

Όλα είναι πιθανά όταν το έσω ταξίδι θα συναντήσει –ίσως– το έξω.

~.~

Λένα Καλλέργη 
Περισσεύει ένα πλοίο 
εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2016
σελ. 52
ISBN 978-960-576-512-5

~~..~~

Η Άννα Γρίβα είναι ποιήτρια, φιλόλογος και μεταφράστρια.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ