Δέντρο Ιτιά και μοναχικός άντρας

Η ΥΠΟΘΕΣΗ

«Κάποιος», είπα, «για να ανοίξω κρούει τη θύρα τέτοιαν ώρα –
Κάποιος νυχτερινός επισκέπτης κρούει τη θύρα τέτοιαν ώρα –»
Έντγκαρ Άλαν Πόε, Το κοράκι

Είμαι υποχρεωμένος πριν ξεκινήσω την αφήγησή μου, να δηλώσω ότι δεν πιστεύω στην ύπαρξη φαντασμάτων. Τουναντίον με γοητεύουν ιδιαίτερα οι σε κάθε περίπτωση υπερβάσεις.

Στο τέλος του περασμένου καλοκαιριού, πάει καιρός από τότε, είχα μια απροσδόκητη επίσκεψη στο δικηγορικό γραφείο μου. Ένας μέσης ηλικίας γκριζομάλλης άντρας, ατημέλητος αν και φορούσε σκούρο κοστούμι, μ’ αινιγματικό ύφος, κάθισε μπροστά μου, εκεί που δέχομαι τους πελάτες. Δεν μου ήταν γνωστός. Άρχισε να μου μιλά με σταθερή ήρεμη φωνή. Μου ζητούσε ν’ αναλάβω την υπεράσπιση της γυναίκας του, που το προηγούμενο βράδυ είχε διαπράξει φόνο.

Ξέρετε ποιον σκότωσε; είπε, κι ύστερα από μικρή παύση συνέχισε:

Εμένα… ναι εμένα. Μην σας κάνει εντύπωση. Αυτό που έγινε ήταν απόλυτα δικαιολογημένο, υποστήριξε. Με την επιπολαιότητά μου της είχα δώσει πολλές αφορμές. Το ποτήρι της υπομονής της είχε ξεχειλίσει.

Με κοίταξε με τα απροσδιορίστου χρώματος μάτια του και ξεκίνησε πάλι να μιλά:

Ενώ την αγαπούσα και την αγαπώ όσο οτιδήποτε στον κόσμο, αφού ήταν ο προστάτης άγγελός μου, συμπεριφερόμουν αλλοπρόσαλλα και κάποιες φορές προκλητικά. Έτσι, χθες βράδυ όταν επέστρεψα σπίτι ελαφρά μεθυσμένος, και με ρώτησε φωναχτά πού ήμουν, εγώ αστόχαστα της απάντησα πως ήμουν όπου έκανα κέφι. Εκείνη φοβερά εκνευρισμένη στρίγγλισε: «Δεν υποφέρεσαι άλλο, τα κατέστρεψες όλα». Πλησίασα κοντά της να την αγκαλιάσω, όπως συνήθιζα, όμως εκείνη τραβήχτηκε κι αφού άρπαξε ένα μαχαίρι που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, το βύθισε τρεις φορές στο στέρνο μου, με πολλή δύναμη είναι η αλήθεια. Αυτό ήταν. Σωριάστηκα στο πάτωμα. Ακαριαία όλα θάμπωσαν γύρω μου μέχρι που έπεσε βαθύ σκοτάδι. Η τελευταία εικόνα ήταν μέσα σε χιόνι –σαν της τηλεόρασης– να πετά το μαχαίρι κραυγάζοντας πανικόβλητη: «Θεέ μου τι έκανα;». Όταν μεταφέρθηκα αργότερα στο νεκροτομείο κι έμεινα μόνος ανάμεσα σ’ άλλα πτώματα, είχα την ευκαιρία να σκεφτώ ψύχραιμα, πόσο δικαιολογημένα είχε ενεργήσει η αγαπημένη σύζυγος. Τότε ορκίστηκα να πράξω ό,τι περνά από το χέρι μου, για να τη σώσω από μια μεταχείριση που δεν θα είχε σχέση με την πραγματικότητα και πολύ περισσότερο με την δικαιοσύνη. Έτσι, ενώ σε λίγη ώρα πρόκειται να ενταφιαστώ, πήρα την παράτολμη, ίσως, απόφαση, να σας επισκεφθώ. Είναι μια ευκαιρία, έστω και τόσο αργά, να της προσφέρω μια βοήθεια που τόσο αξίζει. Σας παρακαλώ λοιπόν ν’ αναλάβετε την υπεράσπισή της. Επισκεφθείτε την στο Αστυνομικό Τμήμα όπου κρατείται και αγωνιά κλαίγοντας. Βάλτε όλη σας την δύναμη. Κάντε ό,τι περνά από το χέρι σας, ώστε να μην τιμωρηθεί. Αξιοποιείστε ό,τι σας διηγήθηκα.

Αποσβολωμένος από την ασυνήθιστη ιστορία που μόλις είχα ακούσει, προσπάθησα κάτι να ψελλίσω. Εκείνος όμως είχε ήδη σηκωθεί από το κάθισμά του και αποφασιστικά μου δήλωσε:

Εγώ τώρα φεύγω, πλησιάζει η ώρα της ταφής μου. Έχει ήδη μαζευτεί πολύς κόσμος και περιμένει να με αποχαιρετήσει. Πιστεύω όλα θα πάνε κατ’ ευχήν για το καλό της.

Πρόφτασα να δω την πλάτη του καθώς αποχωρούσε. Όταν έκλεισε η πόρτα, έντονα φορτισμένος, υπνωτισμένος σχεδόν, σχημάτισα στο τηλέφωνο τον αριθμό του Αστυνομικού Τμήματος όπου βρισκόταν η φόνισσα. Θα την επισκεπτόμουν άμεσα. Αισθανόμουν μεγάλη ευθύνη. Θα έκανα το παν για να ικανοποιήσω την επιθυμία του θύματός της.

Ο Νίκος Μοσχοβάκος γεννήθηκε το 1946 στα Τσικαλιά της Μάνης. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και είναι δικηγόρος. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές, πιο πρόσφατη: Απριλίου ξανθίσματα (εκδόσεις Μελάνι, 2016). Κείμενά του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικές εκδόσεις. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα βουλγαρικά. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ