Άγαλμα του Ανακρέοντα. Δεξιά φωτο: Κώστας Μπαλάφας
Αριστερά: Ανακρέων (μαρμ. άγαλμα 2ου αι. μ.Χ.) - Δεξιά φωτο: Κώστας Μπαλάφας (αρχείο Κώστα Μπουμπουρή)

ΑΝΑΚΡΕΩΝ ΚΑΙ ΜΙΜΝΕΡΜΟΣ

Απόδοση στη Νέα Ελληνική: Κώστας Καβανόζης   

Ο Ανακρέων (ο Τήιος) γεννήθηκε στην πόλη Τέω της Μικράς Ασίας γύρω στο 572 π.Χ. και πέθανε σε ηλικία περίπου 85 ετών, όταν, σύμφωνα με μια μάλλον ανεκδοτολογικού χαρακτήρα αναφορά, μια ρώγα σταφύλι του στάθηκε στον λαιμό. Έγραψε για τον έρωτα και το κρασί. Από μεταγενέστερους θεωρήθηκε ως γλεντοκόπος και μέθυσος.

Ο Μίμνερμος από την Κολοφώνα (Μικρά Ασία) ή τη Σμύρνη, ο οποίος άκμασε στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. (περίπου το 630-600 π.Χ.), θεωρείται ο πατέρας της ερωτικής ελεγείας. Συνδέει τον έρωτα με τα νιάτα και το τέλος του έρωτα στα γηρατειά με τον θάνατο. Σε ένα ελεγειακό του δίστιχο εύχεται να προλάβει να εγκαταλείψει τη ζωή, ανέπαφος ακόμα από αρρώστιες και βάσανα, στην ηλικία των 60 ετών. Οι σωζόμενοι στίχοι του είναι περίπου 80.

~.~   

Ανακρέων

395 Page

πολιοὶ μὲν ἡμὶν ἤδη
κρόταφοι κάρη τε λευκόν,
χαρίεσσα δ᾽ οὐκέτ᾽ ἥβη
πάρα, γηραλέοι δ᾽ ὀδόντες,
γλυκεροῦ δ᾽ οὐκέτι πολλὸς
βιότου χρόνος λέλειπται·
διὰ ταῦτ᾽ ἀνασταλύζω
θαμὰ Τάρτατον δεδοικώς·
Ἀίδεω γάρ ἐστι δεινὸς
μυχός, ἀργαλῆ δ᾽ ἐς αὐτὸν
κάτοδος· καὶ γὰρ ἑτοῖμον
καταβάντι μὴ ἀναβῆναι.

 

Λευκότριχοι πια οι κρόταφοι, κάτασπρο το κεφάλι, της νιότης μου πάει η χαρά, αραίωσαν τα δόντια.
Σώνεται πια η γλύκα της, χάνεται η ζωή μου κι όλο στα Τάρταρα μπροστά φοβάμαι και στενάζω.

Είναι τα έγκατα φρικτά του φοβερού του Άδη, είναι κακό και δύσκολο εκεί να φτάσεις κάτω, και ένα είναι βέβαιο: αν πας, πίσω δεν έχει.

~.~   

Μίμνερμος

2 West  

ἡμεῖς δ᾽, οἷά τε φύλλα φύει πολυάνθεμος ὥρη ἔαρος, ὅτ᾽ αἶψ᾽ αὐγῇς αὔξεται ἠελίου,

τοῖς ἴκελοι πήχυιον ἐπὶ χρόνον ἄνθεσιν ἥβης τερπόμεθα, πρὸς θεῶν εἰδότες οὔτε κακὸν οὔτ᾽ ἀγαθόν·

Κῆρες δὲ παρεστήκασι μέλαιναι,
ἡ μὲν ἔχουσα τέλος γήραος ἀργαλέου,
ἡ δ᾽ ἑτέρη θανάτοιο·

μίνυνθα δὲ γίνεται ἥβης καρπός, ὅσον τ᾽ ἐπὶ γῆν κίδναται ἠέλιος.
αὐτὰρ ἐπὴν δὴ τοῦτο τέλος παραμείψεται ὥρης,
αὐτίκα δὴ τεθνάναι βέλτιον ἢ βίοτος·

πολλὰ γὰρ ἐν θυμῷ κακὰ γίνεται· ἄλλοτε οἶκος τρυχοῦται, πενίης δ᾽ ἔργ᾽ ὀδυνηρὰ πέλει·
ἄλλος δ᾽ αὖ παίδων ἐπιδεύεται, ὧν τε μάλιστα ἱμείρων κατὰ γῆς ἔρχεται εἰς Ἀΐδην·
ἄλλος νοῦσον ἔχει θυμοφθόρον· οὐδέ τίς ἐστιν ἀνθρώπων ᾧ Ζεὺς μὴ κακὰ πολλὰ διδοῖ.

 

Φύλλα κι εμείς ανθόσπαρτη ώρα άνοιξης που βγαίνουν, όταν στο φως μέσα μεμιάς του ήλιου ξεπετιούνται,

ίδιοι με αυτά λίγες στιγμές της νιότης τα λουλούδια χαιρόμαστε χωρίς θεού να νιώθουμε κανένα καλό ή κακό∙

κι οι μοίρες μας μαύρες στο πλάι μας στέκουν, η μια τον κλήρο των σκληρών των γηρατειών κρατώντας κι η άλλη θάνατο∙

ο καρπός λίγο βαστάει της νιότης, ημέρας φως όσο στη γη απλώνει ο ήλιος. Κι όταν τέτοια ώρα φτάσει, πιο καλός ο θάνατος αμέσως παρά η ζωή∙

πολλά δεινά μες στην ψυχή μας πέφτουν: άλλοτε σπίτι βάσανα γνωρίζει και της φτώχιας τις συμφορές
κι άλλος παιδιά, πολύ κι ας τα ποθούσε, δεν έχει και στη γη έτσι πάει, κάτω στον Άδη,
κι άλλον αρρώστια τρώει απ’ το μυαλό∙ θνητός κανείς ποτέ του πλήθος δεινά, χαρίσματα του Δία, δεν γλιτώνει.

Ο Κώστας Καβανόζης είναι πεζογράφος και φιλόλογος.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ