Κοριτσάκι με μάνα και σάλι
φωτο: Κώστας Μπαλάφας (αρχείο Κώστα Μπουμπουρή)

ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ

ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ 

Αν υπήρξε εκείνο το ημιυπόγειο με το πιάνο
που επιθύμησαν προηγούμενες γενιές όμως
διαχειρίστηκαν τα ευαίσθητα χέρια ενός κοριτσιού
με ηλικία μετρήσιμη στα δάχτυλα του ενός χεριού
και αν διακοσμήθηκε το μεγάλο δωμάτιο
με κιλίμια, μπακίρια και τζάκι, ξύλινους καναπέδες-μπαούλα
και ένα τσόχινο ταγάρι αλλά και μια λάμπα δαπέδου και
ένα πιάνο
αν στάθηκε ποτέ το γλαυκό βλέμμα του άντρα
προχωρημένης ηλικίας και μακριά απ’ το βουνό του
αλλά με τόσες απώλειες που ίσως δεν τον ενδιέφερε
το σπίτι, το κρεβάτι και το ποτάμι
αν υπήρξε ποτάμι
κι αν δίπλα στο τζάκι, λίγο πέρα απ’ το πιάνο
ξεκουράστηκε κάπως στη θολή του ησυχία
–δεν μιλούσε πολύ κι όταν έβγαινε βόλτα
μπορεί να χανόταν, όμως
δεν ήταν καθόλου παράλογος
απλώς
αγαπούσε το αγόρι πιο πολύ απ’ το κορίτσι–
το κορίτσι έφταιγε, ήταν δυσπρόσιτο και
δεν αποφάσιζε αν θα αφιέρωνε τον χρόνο του
σε παλιές ιστορίες
ή αν θα απαιτούσε να βγει έξω να παίξει
γεγονός που το έκανε εξαιρετικά ακίνητο, σιωπηλό
και ουσιαστικά
ήταν ένα κορίτσι αναποφάσιστο
ωστόσο, αν κι εκείνο βρισκόταν στο δωμάτιο
ένα σκοτεινό χειμωνιάτικο βράδυ χωρίς κάστανα
ούτε ιδιαίτερο χρόνο αλλά με πολύ σκούρο ξύλο
και τις απαρχές μιας επίμονης στάχτης
–να λοιπόν και η σιωπή
στα λευκά μπαμπακένια μαλλιά του παππού της–
αν ήταν η ώρα να μελετήσει στο πιάνο
που δεν ήθελε χωρίς να το ξέρει ή μάλλον κοιτούσε
τα λευκά, μαύρα πλήκτρα και το όμορφο ξύλο
τα μυστήρια πετάλια και σκεφτόταν πώς να μοιάζουν
οι άνθρωποι που κουρδίζουν τα πιάνα – έστω ότι ήταν η ώρα
να καθίσει στο κούφιο σκαμπό
το γεμάτο χαρτιά με τυπωμένες νότες και
άτυπες παιδικές σημειώσεις
στο σκοτάδι του πρώιμου χειμώνα, κι εκείνος
ο παράξενος, ο γέρος άντρας
πάντα δίπλα στο τζάκι, με πλεκτό γιλέκο
το καφέ του σακάκι, το φαρδύ παντελόνι
κοντούλης, με την κοιλιά του και τα θαμπά, σαν γαλάζια του μάτια
όπως όταν ερχόταν στο σχολείο να την πάρει
και την άφηνε
στον αέρα να πηγαίνει με παλτό ξεκούμπωτο
για να ζει μυστικά μια γενναία ελευθερία –
αν τώρα της λέει: παίξε κάτι στο πιάνο
εκείνη, το ήσυχο, το κλειστό κοριτσάκι
το ντυμένο κοτλέ, που διστάζει να ουρλιάξει
με μισό χαμόγελο του απαντά και τα αφήνει
τα βιβλία με τις νότες να ρημάξουν αδιάβαστα
ακατάστατη αρχίζει μια ηχηρή επανάσταση
δικό της το χέρι
–ίσως να είχε εκπλαγεί ο παππούς
μα δεν έδειξε κάτι–
το κορίτσι στο πιάνο για πρώτη φορά
αυτοσχέδια δηλώνει ότι υπάρχει στον χώρο
το αμίλητο πλάσμα που αγνοεί ποιος το πόθησε
ποιος το οδήγησε ποιος το ονειρεύτηκε
ποιος θα ζήσει σε τέτοια συνθήκη μονόπλευρη
που ζητά από κορίτσι να υπογράψει μικρό
την άνευ όρων παράδοσή του
επειδή ξέρει από νωρίς να γράφει–

εν τω μεταξύ
δεν προχώρησε πολύ με τη μουσική

~~..~~

Η Λένα Καλλέργη γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα και μεγάλωσε στη Νέα Αρτάκη Εύβοιας. Σπούδασε βιολογία στην Πάτρα και γλωσσολογία στην Αθήνα και στο Λάνκαστερ της Αγγλίας, όπου έκανε μεταπτυχιακό και διδακτορικό. Το 2010 εξέδωσε το βιβλίο ποίησης Κήποι στην άμμο (εκδ. Γαβριηλίδης – Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή «Μαρία Πολυδούρη», υποψηφιότητα για το αντίστοιχο Βραβείο του περιοδικού Διαβάζω) και το 2016 το Περισσεύει ένα πλοίο (εκδ. Γαβριηλίδης – υποψηφιότητα για το Βραβείο Ποίησης του περιοδικού Αναγνώστης) και συμμετείχε στα συλλογικά βιβλία Ομάδα Από Ποίηση (εκδ. Γαβριηλίδης, 2010) και Ομάδα Από Ποίηση ΙΙ: Υπέρ Ονειρίας (Γαβριηλίδης, 2012). Έχει μεταφράσει ποίηση του Giacomo Leopardi (Η νύχτα απομένει, εκδ. Γαβριηλίδης, 2013) κ.ά. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ