Παλαιστές (εξώφυλλο), βιβλίο: Δημήτρης Καρακίτσος, γεν. 1979

ΠΑΛΑΙΣΤΕΣ

Ενημερωτικά: ΔΕίΓΜΑ ΓΡΑΦήΣ
από βιβλία στη θυρίδα μας 

Περιοδικό Αποικία
Τ.Θ. 66539
15610 Παπάγου

~~..~~

Ένα βιβλίο πεζογραφίας   

~.~

Ο συγγραφέας Δημήτρης Καρακίτσος (γεν. 1979)Δημήτρης Καρακίτσος (*1979)
Παλαιστές 
εκδόσεις Ποταμός, 2016

Δείγμα από το βιβλίο:

ΣΚΙΕΣ: ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΙ ΠΑΛΑΙΣΤΕΣ

Δεν ξέρουμε τίποτα (ή σχεδόν τίποτα) για αρκετούς παλαιστές που (όπως και των περισσοτέρων αρχαίων συγγραφέων) τα ονόματά τους απόμειναν σκιές. Ο Κουμαράς ο Σπαρτιάτης είχε μια μισότρελη αδερφή που την έπαιρνε μαζί του στα πανηγύρια για ζητεία. Ο Θησέας από την Πεντέλη δεν έπραξε ποτέ κανένα κατόρθωμα ηρωϊκό. Λίγα πράγματα ξέρουμε για τον Μέγα Μασκοφόρο, που ήταν αποτυχημένος ηθοποιός της επιθεώρησης (και που ’βγαινε τυλιγμένος σε μια ελληνική σημαία). Τέλος ο Σπάρτακος (το ’35 έχασε το πρωτάθλημα από τον Μιχαλάρα τον Αθηναίο) δούλευε γκαρσόνι σε ένα κοσμικό κέντρο στον Βύρωνα. Τούτα τα νευρικά (και κυρίως άνεργα) παλικάρια είχαν το μεροκάματο για ντροπή. Ήταν αδέξιοι για καραγκιοζοπαίκτες μα και αρκετά υπερήφανοι για κλεφτοκοτάδες. Σπάζανε  αλυσίδες, λυγίζανε λοστάρια, κι απ’ τα χοντρά τους ρουθούνια ξεφύσαγαν φωτιές. Η αδηφάγος παλαίστρα δεν μπόρεσε να τους θρέψει. Ο μέτριος παλαιστής ήταν σαν μια παλιά σπασμένη τσατσάρα που κατέληγε στην αυλή εκεί όπου σκαλίζανε οι κότες. Την παλαίστρα τη ρήμαξε η δεκαπενταετής αθλιότητα που ξεκίνησε την 4η Αυγούστου και τελείωσε το ’50, με την επάνοδο εις την τάξη και τους δημοκρατικούς θεσμούς. Τότε η παλαίστρα αρχίζει να χάνει τον γραφικό της χαρακτήρα.

Δ.Κ.
Βόλος 2008-2011

~.~

ΕΞΩΤΙΚΟΙ ΠΑΛΑΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΟΙ

Οι παλαιστές που τάχα έρχονταν από την Ανατολή (λόγου χάρη ο Τρομάρας από την Περσία) ήταν Έλληνες μασκαρεμένοι με σαρίκια και φέσια. Αντίβαρο στη μόδα των εξωτικών παλαιστών αποτέλεσαν οι διάφοροι τουρκοφάγοι, όπως ο Διάκος από τη Φαρκαδώνα ή ο ξακουστός Αντώναρος ο Γίγας από τα Σπάτα. Οι εξωτικοί παλαιστές (που ’χαν γίνει της μόδας γύρω στο ’30) προκαλούσαν τους θεατές με λογής λογής φανφάρες και ελαφριές βρισιές – ίσα ίσα ώστε να αρχίσει η πλάκα. Χρησιμοποιώντας κουτσουρεμένα (αλά Βεληγκέκα) ελληνικά βρίζανε τον τουρκοφάγο παλαιστή (π.χ. θα το φάω το Έλληνα, θα το πατήσω χάμω). Τις ανοησίες αυτές οι εξωτικοί μασίστες τις ξεφούρνιζαν για να ερεθίσουν τον πατριωτισμό των θεατών. Έτσι, όταν άρχιζε ο αγώνας, ο Έλλην έτρωγε αμέσως κάμποσες γερές. Κατόπιν έπεφτε χάμω. Τα πιτσιρίκια αγανακτούσαν και φώναζαν στον Έλληνα παλαιστή (σή!-κω!-πά!-νω!) ή απειλούσαν τον Τούρκο (πανάθεμα τη γενιά σου τουρκαλά!). Ο λαβωμένος Έλλην έκλεινε το μάτι στους πιτσιρικάδες και σηκωνόταν. Πρέπει εδώ να προσθέσω ότι με τον τρόπο τον πιτσιρικάδων αντιδρούσαν και οι ενήλικες. Ο καραγκιοζοπαίκτης Σωτήρης Σπαθάρης στα απομνημονεύματά του μιλά για έναν αγροφύλακα που

ή στ’ αστεία ή στ’ αλήθεια σκοπεύει με την κουμπούρα του το πανί και λέει: «να ρε παλιότουρκα». Ο γαμπρός μου, που υπηρετούσε στο Ναυτικό αλλά ερχότανε συχνά να με βλέπει, του πιάνει το χέρι και του λέει: «μη, θα σκοτώσεις τον αδερφό μου». Αμέσως έγινε ένας μεγάλος καβγάς, οι μισοί θεατές να υπερασπίζουνται τον ναύτη και οι άλλοι μισοί τον πατριώτη τους τον αγροφύλακα. Σπάσανε πολλές καρέκλες και τραπέζια κι ο Καραγκιόζης έγινε κομμάτια. Πολλοί θεατές φύγανε με ανοιγμένα κεφάλια.

Ο κόσμος τα πίστευε αυτά τότε. Όπως επίσης έπαιρνε τα καραγκιοζάκια στο πανί για αληθινά. Κι επειδή η Ελλάς δεν πεθαίνει ποτέ, ο Τούρκος έτρωγε από τον αναστημένο Έλληνα μερικές φάπες και έπεφτε πανηγυρικώς υπό των γελώτων του κοινού. Τα πιτσιρίκια κάγχαζαν τότε (φά!-τες! παλιό! του-ρκά!) κι ο παλιότουρκας έσπευδε για την είσπραξη του μερομισθίου (και φυσικά για το καθιερωμένο ποτηράκι ρετσίνα με τους χασομέρηδες φίλους του). Θα το πω πολλές φορές: δυστυχώς (τη εξαιρέσει των –μάλλον– χαμένων απομνημονευμάτων του Παναγή Κουταλιανού) δεν διαθέτουμε αυτοβιογραφία παλαιστή της εν λόγω γενιάς. Ο Αποστολάρας ήταν ο μοναδικός εγγράμματος παλαιστής αλλά δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να καταγράψει τις περιπέτειές του παρά σε μια χούφτα από πολύτιμες επιστολές.

~.~

Ο ΠΑΣΑΣ ΤΖΟΓΛΑΣ

Ο  Πασάς Τζογλάς, που ήταν ένας βλάσφημος και τσαμπουκαλής άνδρας, βγήκε στην παλαίστρα το ’28. Δύο χρόνια αργότερα στην Ανδραβίδα, σε έναν γερό καβγά με τον Αποστολάρα, έκανε το μεγάλο λάθος να τραβήξει μαχαίρι. Ο Αποστολάρας τον ξεπέτσιασε  στο ξύλο. Όταν έπεσε η ήλιος, ο Πασάς Τζογλάς μάζεψε το κουφάρι του για να φύγει. Λίγα βήματα πιο κάτω ακούει μια φωνή: «Βρε ρεντίκολο, από εκεί θα πέσεις στον Αποστολάρα που έφυγε πριν από λίγο γιατί τον ψάχνει ο χωροφύλακας». Ήταν ένας από τους άντρες που είχαν μπει στη μέση να τους χωρίσουν. Ο Πασάς Τζογλάς τού φωνάζει τότε: «κρύψε με». Ο άνδρας τον οδήγησε στο νεκροταφείο του χωριού. «Εδώ κρύψου απόψε και αύριο βλέπουμε». Ο Πασάς Τζογλάς έπιασε μια απόμερη και σκοτεινή γωνία του νεκροταφείου, δίπλα από ξύλινους σταυρούς. Κάποια στιγμή σηκώθηκε να κατουρήσει, μα επειδή σεβότανε τους αποθαμένους, τράβηξε προς τον τοίχο του νεκροταφείου. Αισθάνθηκε τότε το ασήκωτο βάρος  μιας σκιάς: «Καλά βρε, άμα ήξερα ότι θα πεθάνεις από το ξύλο πριν,  θα ’ριχνα  καμιά  στον βρόντο να γλιτώσεις». Μόλις ο Πασάς Τζογλάς ένιωσε δίπλα του τον Αποστολάρα κόντεψε να λιποθυμήσει. «Άι βρε κουλούκι» είπε ο Αποστολάρας «ησύχασε, μωρέ, και κρύψε τα μαχαιράκια σου να μαζεύεις χόρτα, μη δεν σ’ αφήσω ματοτσίνορο όρθιο». Αναφέρω τούτο το επεισόδιο για να δείξω πόσο μπεσαλής ήταν ο Αποστολάρας. Οι  άντρες ξαπόστασαν (τι ειρωνεία) στο νεκροταφείο, μοιράστηκαν ψωμί και ελιές, και τα χαράματα σηκώθηκαν να γυρίσουν με την άνεσή τους στην Αθήνα. Θα περνούσαν όμως πρώτα από έναν ξάδερφο του Πασά Τζογλά στον Πύργο. Στη διαδρομή έπιασε δυνατή βροχή. Οι άντρες βρήκαν  έναν αγωγιάτη που πάλευε να ξεκολλήσει το μουλάρι του από τις λάσπες. Οι παλαιστές μπήκαν μέχρι τα γόνατα στο νερό. Η τριχιά του ζώου είχε μπλεχτεί σε μια πελώρια σκληρή κατσαφάνα. Ο Πασάς Τζογλάς έπιασε διστακτικά το μαχαιράκι του: «τι το κοιτάς, μωρέ μούργο» είπε ο Αποστολάρας «κόφ’ την την την άτιμη που κοντεύουμε να πνιγούμε». Το ζωντανό γλίτωσε, ο αγωγιάτης οδήγησε τους παλαιστές σε μια αχυροκαλύβα. Με τα ρούχα τους βρεγμένα, και τα κόκκαλά τους να ’χουν μουλιάσει απ’ το μουσκίδι, οι άντρες βολεύτηκαν όπως όπως σε ένα χάνι. Την επόμενη χωρίσανε στον Πύργο ειρηνικά. Ο Πασάς Τζογλάς έβαλε μυαλό. Μαχαίρι δεν ξανατράβηξε. Με τον Αποστολάρα τα λέγανε στο καφενείο του Τράτα στην Πλάκα – τουλάχιστον έως το ’36. Τη χρονιά εκείνη ο βλάσφημος Πασάς Τζογλάς έφυγε για την Αμερική. Στην Ελλάδα γύρισε το ’51, νοικοκύρης πια, με δυο παράδες στην τσέπη. Από τους παλιούς παλαιστές δεν βρήκε ειμή τον Αποστολάρα, που  κουτσοδούλευε σε οικοδομές. Πήγαν για φαγητό σε μια ταβέρνα στο Μοσχάτο ένα βαρύ φθινοπωριάτικο βράδυ. Την ώρα που τρώγανε άρχισε να βρέχει. Γέλασε τότε ο Πασάς Τζογλάς και θυμήθηκε την μπόρα που τους είχε βρει το ’30. Ο Αποστολάρας βέβαια αυτά τα παλαιστικά τα ’χε στον νου του διαρκώς – δηλαδή μέχρι που πέθανε…

~.~

ΑΠΟΣΤΟΛΑΡΑΣ ΚΑΙ ΛΩΡΑ

Ο χωρισμός του ζεύγους συνέβη το φθινόπωρο του 1934 σε ένα καφενείο των Αθηνών. Ψιλόβροχο και θλίψη, η Λώρα καταπίνοντας έναν κόμπο μίλησε πρώτη: «Θα με αρραβωνιάσουν, Αποστόλη μου, με έναν εισαγγελέα από το Μεσολόγγι». Ο Αποστολάρας δεν είπε τίποτα. Μόνο γέλασε πικρά. Η Λώρα φορούσε λευκό σάλι. Φιλήθηκαν αλλά αυτή τη φορά στο μάγουλο. Δεν ξαναειδώθηκαν. Το 1938 η Λώρα στέλνει στον Αποστολάρα το τραγούδι της Σοφίας Βέμπο «Σ’ αγαπώ, γιατί είσαι ο μόνος». Ο Αποστολάρας δεν έπαψε να την αγαπά. Το 1939 ο παλαιστής λαμβάνει ένα μικρό δέμα: τρεις φωτογραφίες του ζεύγους και το βινύλιο της Μαρίνας Δεμερτζή Η ζήλια του κόσμου. Ο Αποστολάρας γράφει:

Πολλά ήθελε να πει η Λώρα μα όλα κατόπιν εορτής. Καλύτερα όμως που δεν έμαθα.

Η πρώτη φωτογραφία δείχνει τους νέους στο πάρκο του Αγίου Κωνσταντίνου Βόλου. Η οπισθογράφηση λέει: «Δεκέμβριος 1932. Πρώτη μέρα στον όμορφο Βόλο». Ο Αποστολάρας γελά στον φακό. Η Λώρα σε ναζιάρικη πόζα (τα πόδια σταυρωτά, τα χέρια στην πλάτη) κοιτά τον φακό με χαμόγελο. Η δεύτερη φωτογραφία παρουσιάζει το ζεύγος σε κάποιο εξοχικό κέντρο της Αττικής. Στο τραπέζι μπουκάλια μπίρας. Οι νέοι δεν είχαν κοινούς φίλους. Άλλωστε η Λώρα έπρεπε να αντιμετωπίσει μια ντουζίνα επίδοξων μνηστήρων οι οποίοι με ψευδώνυμα όπως Μελαγχολικός Πάρης ή Άφτερος Πήγασος την πολιορκούσανε δημοσιεύοντας ποιηματάκια πάθους στις εφημερίδες του Καρπενησίου. Ο Αποστολάρας δεν ένιωθε ζήλια. Ήξερε ότι θα τη χάσει. Η Λώρα ήταν κοπέλα της παντρειάς. Στην οπισθογράφηση της τελευταίας φωτογραφίας διαβάζουμε: «Ιούνιος 1933, Κέρκυρα. Θα σ’ αγαπώ για πάντα. Λώρα». Η φωτογραφία αποτυπώνει το ζευγάρι στην αμμουδιά του Αγίου Σπυρίδωνα. Η Λώρα με κοντά ξανθά μαλλιά και καπελάκι, ελαφρύ φόρεμα με φιόγκο. Μια σειρά από πέρλες στολίζει τον ολομέταξο λαιμό της. Ο Αποστολάρας τής κρατά το χέρι. Το βλέμμα του είναι μελαγχολικό. Ένας γέροντας πίσω τους με σηκωμένα μπατζάκια αγναντεύει τη θάλασσα.

~.~

ΕΠΙΜΥΘΙΟ 

Δημήτρης Καρακίτσος, ΠαλαιστέςΗ μοίρα των λαϊκών θεαμάτων γράφεται από τον λαό. Ο λαός δυστυχώς βαριέται εύκολα. Ο Καραγκιόζης έσβησε από τον κινηματογράφο, αλλά τον καιρό της παντοδυναμίας του δεν άφησε σε χλωρό κλαρί τα (ξενόφερτα) κουκλοθέατρα. Ουδείς ασχολήθηκε με τον σπιθαμιαίο  Φασουλή – ή με τους γύφτους αρκουδιάρηδες. Οι κινηματογράφοι αρχίσανε να κλείνουν μετά την έλευση της τηλεόρασης. Το φθηνότερο λαϊκό θέαμα  σήμερα είναι η τηλεόραση. Στην εποχή του κινηματογράφου δεν ήταν λίγοι οι ανίδεοι (έμποροι ή κρεοπώλες) που στήνανε κινηματογράφους για εύκολο κέρδος. Ο Ρωμηός του Σουρή αναδίδει τη φλυαρία και το χιούμορ της εποχής του Τρικούπη και του Παλαμά. Έπιασα να γράψω δυο πράγματα για τους παλαιστές, γιατί η ζωή τους είναι ένα έτοιμο ρομάντσο – μια λαϊκή φυλλάδα. […]

~.~

Δημήτρης Καρακίτσος
Παλαιστές
εκδ. Ποταμός, 2016
σελ. 140
ISBN 978-960-545-062-5

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ