Κοριτσάκι σε βέσπα
φωτο: Αναστάσιος Στρίκος

ΕΛΜΕΡ ΦΑΝΤ, 1957

Ήμουν στην πρώτη δημοτικού, στη Νέα Φιλαδέλφεια, όταν ξυπνώντας ένα πρωί, βρήκα πάνω στο κομοδίνο μου ένα μεγάλο πακέτο. Όταν το άνοιξα, είδα πως είχε ένα ζευγάρι παπούτσια, χρώμα καφέ, που δεν μου άρεσαν καθόλου, γιατί είχαν εντελώς στρογγυλές μύτες και κορδόνια.

Η μητέρα μού είπε πως τα είχε αφήσει ο πατέρας μου το βράδυ που είχα κοιμηθεί.

Εγώ τότε, όταν ο πατέρας φορούσε τη στολή του, ρουφούσε με θόρυβο τον καφέ του κι έριχνε μερικές χριστοπαναγίες πριν φύγει, έκανα πως κοιμόμουν, γιατί φοβόμουν εκείνον  τον  απαίσιο θόρυβο από το χαστούκι, που έδινε ανελλιπώς –μετά το καθιερωμένο βρισίδι του– στη μάνα μου.

Το πρωί έκανα πάντα το κόλπο πως κοιμόμουν, γιατί έτσι κι αλλιώς, λίγο πριν το βραδάκι, ο πατέρας μου μετά τις ρετσίνες του, που έπινε στη κουζίνα, καταχέριαζε τη μάνα μου, κι εγώ το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να πάω στο μέσα δωμάτιο και να κλείσω την πόρτα, να κάνω πως δήθεν διαβάζω και ν’ ακούω τα χαστούκια, χωρίς να τα βλέπω.

Τώρα όμως το πρόβλημά μου ήταν αυτά τα καινούργια παπούτσια, τα καφέ με τα κορδόνια, που δεν τα ’θελα με τίποτα, αλλά έπρεπε να τα φορέσω, γιατί αν έλεγα δεν τα φορώ, θα ’τρωγα οπωσδήποτε τις μπούφλες μου.

Η μητέρα μου όμως, όταν ήρθε στο δωμάτιο, μου είπε πως σήμερα δεν θα πήγαινα σχολείο κι ότι θα πηγαίναμε μαζί στη Διοίκηση της Χωροφυλακής, όπου αυτή θα έλεγε πως τρώει κάθε μέρα ξύλο απ’ τον πατέρα μου, και εμένα, αν με ρωτούσαν, θα έλεγα πως «ναι, τρώει».

Άρχισε να με ντύνει και μου ’βαλε τα παπούτσια με τις στρογγυλές μύτες που σιχαινόμουν, γιατί τέτοια παπούτσια φορούσε σε κάτι εικονογραφημένα περιοδικά ο Έλμερ Φαντ, που τον μισούσα, γιατί όλο πυροβολούσε τον Μπαγκς Μπάνι τον λαγό, και μου ’δεσε τα κορδόνια, αφού εγώ δεν ήξερα να τα δένω – πιο μπροστά φορούσα παπούτσια παντοφλέ, που μου άρεσαν πολύ γιατί δεν είχαν κορδόνια.

Αυτό που έλεγε η μητέρα στη διαδρομή δεν μου ήταν και τόσο ευχάριστο κι ας έχανα το σχολείο, μιας και δεν ήξερα σε ποιον θα έλεγα πως ο πατέρας μου τη δέρνει, και μήπως αυτός που θα το έλεγα ύστερα το έλεγε στον πατέρα μου, και έπεφτε πάλι ξύλο στο σπίτι, αλλά μετά βάλθηκα να κοιτάζω μόνο τα καφέ μου παπούτσια, που τα είχα ονομάσει αυτομάτως «Έλμερ Φαντ», και σκεφτόμουν πως την άλλη μέρα θα τα ’βλεπαν οι συμμαθητές μου και θα με κορόιδευαν όλοι στην τάξη.

Φθάσαμε σ’ ένα δρόμο κοντά στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, σ’ ένα ωραίο κτίριο που έγραφε απέξω «Αρχηγείον Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής», και ανεβήκαμε στον δεύτερο όροφο, σ’ ένα πολύ όμορφο γραφείο, που πίσω του καθόταν ένας τύπος με στολή που είχε περισσότερα παράσημα απ’ τον πατέρα μου και τρία χρυσαφιά άστρα στους ώμους του, κι ήταν κάτι σαν τον θείο μου τον Δημητράκη στην ηλικία, κάπου στα πενήντα δηλαδή.

Όση ώρα μιλούσε η μητέρα μου και του ’λεγε με το νι και με το σίγμα για το ξύλο που έτρωγε, εγώ κοιτούσα τα παπούτσια μου και διαπίστωνα πως ήταν τόσο γυαλιστερά, που, έτσι όπως ήμουν σκυμμένος, φαινόταν το πρόσωπό μου πάνω τους.

Δεν θυμάμαι πόσο καθίσαμε σε κείνο το γραφείο, με τη μάνα μου να κλαίει κατά διαστήματα κι αυτόν να λέει – «σας παρακαλώ, κυρία μου, όχι μπροστά στο παιδί», πάντως κάποια στιγμή ο τύπος σηκώθηκε απ’ το γραφείο του, ήρθε προς το μέρος μου, μου χάιδεψε το κεφάλι και είπε – «ώστε έτσι ο μπαμπάς λοιπόν…», κι εγώ έγνεψα «ναι» με το κεφάλι, και μετά φύγαμε.

Καθώς γυρνούσαμε στο σπίτι πάλι κοίταξα τα παπούτσια μου και γέλασα από μέσα μου, γιατί σκέφτηκα πως αν μου κολλούσε κάποιος συμμαθητής, θα του ’λεγα να το βουλώσει, γιατί θα ’παιρνα μια καραμπίνα και θα τον κυνηγούσα, όπως έκανε ο Έλμερ Φαντ στον Μπαγκς Μπάνι.

Ο Ηλίας Κουτσούκος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950 και μένει εδώ και δεκαετίες στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Δημοσιογραφία. Έχει γράψει συλλογές διηγημάτων, πιο πρόσφατη: Delivery Boy (εκδ. Γαβριηλίδης, 2013). Είναι πρόεδρος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, τούρκικα.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ